Η τρίτη σαιζόν της σειράς που από πρόπερσι σού ανοίγει κεφάλαια συναφών εκδοχών παραδοσιακών αμερικανικών τρομο-προτύπων, φέτος έπεσε με τα μούτρα σε ένα απολαυστικό ως σύλληψη exploitation, των πιο γαργαλιστικών λαογραφικών στοιχείων της Νέας Ορλεάνης, βάζοντας σε ένα καζάνι να βράσουνε μαζί, οι παραδόσεις της λευκής και μαύρης μαγείας, με τα διάφορα παραϊστορικά συμπαρομαρτούντα τους τριγύρω για γαρνιτούρα. Κι όταν λέμε λευκής και μαύρης μαγείας, εννοούμε λευκές και μαύρες μάγισσες, τόσο στην ψυχή, όσο και στη φυλή. Σε περίπτωση που δεν έχεις συντονιστεί, κάτσε να σου τα πω εν τάχει.
Η αιωνίως σκανδαλιστική Τζέσικα Λανγκ, ως όχι και τόσο αδιαφιλονίκητη Ύπατη αρχιμάγισσα, ηγείται όσων έχουν απομείνει της φυλής της, παραδίδοντας μαθήματα μηχανορραφιών και κωλοτομαρισμών, με αποδέκτες, βασικά, μια τάξη νεαρών μαγισσών. Η Σάρα Πόλσον, κόρη της Υπάτης, προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες στην ιδιότυπη σχολή για χαρισματικές δεσποσύνες, ενώ παράλληλα παλεύει να συντηρήσει και τη σχέση της με τον κοινό θνητό της σύζυγο. Τέσσερα παράταιρα, λιγότερο ή περισσότερο άβγαλτα κοριτσάκια, αγωνιούν για το ποια απ’ αυτές θα προκύψει να δικαιούται τη θέση της διαδόχου. Και τριγύρω, σχεδιάζεται ανατροπή των ισορροπιών από την κομμώτρια Άντζελα Μπάσετ, που έχει επιζήσει αιώνων ως αρχιέρεια στα νεο-ορλεανικά βουντού, αλλά κρατάει και με διάφορα νήματα δεμένο τον πράκτορα της τοπικής αντιπροσωπείας της πολυεθνικής ένωσης μαγισσοεξολοθρευτών.
Η σειρά είχε πάντα την τάση να περπατάει σε πολύ λεπτό σχοινί, κι αν κάτι έχουν πετύχει και στις τρεις σεζόν τους οι εμπνευστές της, Ράιαν Μέρφι και Μπραντ Φαλτσουκ, είναι με ό,τι κι αν καταπιάνονται κάθε φορά, να το παρουσιάζουν στιβαρά ως απόλυτη πραγματικότητα, μιας και σε τέτοιες περιπτώσεις, ο παραμικρός ενδοιασμός, μπορεί να τα φέρει όλα τούμπα. Αυτό είναι, βασικά, και το στοιχείο που, ή σε κολλάει, ή σε κλωτσάει απ’ τη σειρά, η οποία σπάνια αφήνει μέση γη για τους θεατές, διχάζοντάς τους σε θιασώτες, ή απόλυτους μισητές. Αλλά, θα μου πεις, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, στην τρίτη καίγεσαι και τα λοιπά.
Το θέμα, βασικά, είναι το εξής: στην πρώτη σεζόν, η οικογένεια που μετακόμιζε σε σπίτι με διάφορα φαντάσματα, εξαιρετικά ανατριχιαστικό ιστορικό βίας και έναν κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με τις πύλες της κολάσεως και τον επερχόμενο Αντίχριστο, υπήρχε αυτή η οικογένεια, να κοντεύει να χάσει το μυαλό της, παρακολουθώντας να της συμβαίνουν πράγματα τόσο αναπάντεχα γι’ αυτήν, όσο ήταν και για ‘σένα. Εκτός από έναν αρρωστημένα καβλωτικό πιλότο, μπόλικο τρόμο και ιδιαιτέρως ανεβασμένη λίμπιντο, προσφορά της Κόνι Μπρίτον ως απίστευτη μιλφάρα και της Αλεξάντρα Μπρέκενριτζ ως σέξι καμαριέρα, είχε πάνω απ’ όλα νορμάλ χαρακτήρες να ταυτιστείς, ή έστω να νοιαστείς.
Στη δεύτερη, αποφασιστικά επικότερη σαιζόν, που έμπλεκε μανιακούς δολοφόνους, μανιακότερες καλόγριες, επισκέψεις από εξωγήινους, αρμένικες βίζιτες από δαιμόνια, και ανατριχιαστικά πειράματα από ανελέητους θεοπάλαβους επιστήμονες που έκρυβαν παρελθόν ΚΑΙ με τους Ναζί (!), το σενάριο κατάφερνε να στήσει ωραία παιχνιδίσματα στις διαφορές θρησκείας – πίστης, μαζί με μια ενδιαφέρουσα ηθογραφία της εποχής σε σχέση με τις διάφορες εκφάνσεις της αγάπης και της εμμονής, ενώ παράλληλα, είχες και μια ευρύτατη βεντάλια από γειωμένους χαρακτήρες, να σε παρασέρνουν μαζί τους σε μια ακόμη πιο γενικευμένη παράνοια, που ξέφευγε απ’ τα tilt φρίκης της πρώτης χρονιάς, αλλά έδινε άλλο νόημα στην έννοια της ανατροπής.
Στη φετινή μας τη χρονιά, παρ’ ότι το μεγαλύτερο έγκλημα είναι πιθανότατα το εντελώς ντεκαβλέ ξεπέταγμα της Μπρέκενριτζ σε λιγότερο από μισό επεισόδιο, το Coven του American Horror Story, έχει κι άλλα, σοβαρότερα προβλήματα. Τα οποία, παραδόξως, δεν έχουν σχέση με το πόσο πιστευτή, ή απίστευτη, είναι η μυθοπλαστική αψίδα που διαλέξανε ετούτη τη φορά –στο κάτω-κάτω της γραφής, η ιστορία για τις μάγισσες της Αμερικής και τους κυνηγούς τους, είναι τάξεις μεγέθους μετριοπαθέστερη απ’ τις προηγούμενες δύο της σειράς και προφανώς γι’ αυτό στην τρίτη του χρονιά, το AHS έχει πετύχει και τις καλύτερες τηλεθεάσεις του. Το τραγικό είναι, το πόσο βαρετή, έχουν καταφέρει να φαίνεται η μαγεία.
Για να είμαστε δίκαιοι, τα δυο-τρία τελευταία επεισόδια της σαιζόν, πριν η σειρά κάνει τις διακοπές της για τις γιορτές, δείχνουν σαν κάπως οι Μέρφι και Φαλτσουκ να έχουν βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Ή μάλλον, λάθος. Δείχνουν, βασικά, να βάζουν μπρος σε μια σειρά, που σε έχει φτάσει μέχρι εδώ με το λεβιέ κολλημένο στο ρελαντί. Μια σεζόν, που ξεκίνησε γεμίζοντάς σου την οθόνη μ’ ένα μάτσο χαρακτήρες ήδη σε ισορροπία με τις εξωπραγματικές περιστάσεις τους, έκανε μια προσπάθεια να πιάσει το πράγμα απ’ το εφηβικό άγχος και πώς αυτό μπορεί να υπερδραματοποιηθεί με χρήση του ευρήματος των μεταφυσικών διαύλων εκτόνωσης, το παράτησε για να σε πηγαινοφέρνει σε μισοψημένες αναφορές στην Ιστορία της σύγκρουσης των παγανιστικών προελεύσεων της Μαγείας με τη Δυτική Σκέψη, κι ύστερα σε άφησε έρμαιο μιας άτακτης βροχής από plot points, τα οποία θα μαζευτούν μετά τις γιορτές, για να οδηγήσουν στο διαφαινόμενο φινάλε.
Στα πρώτα τρία επεισόδια, χωρίς καμιά προσπάθεια να σε μπάσουν στο μυαλό των ηρωίδων τους, ή έστω να σε πείσουν ότι έχουν καν μυαλό, οι σεναριογράφοι σε αναγκάζουν να σκέφτεσαι πως, αν οι μάγισσες των περασμένων αιώνων ήτανε και στο μισό όσο αφελείς είναι οι σύγχρονές τους, πιθανότατα θα είχαν βάλει φωτιά στις σκούπες τους, ενώ πετούσαν πάνω απ’ τον Ατλαντικό για να φτάσουν στην Αμερική ξερωγώ. Χρειάστηκε να φτάσεις ως το τέταρτο επεισόδιο, στην αναδρομή στο παρελθόν της Υπάτης, για να δεις ένα χαρακτήρα με σκιά σε όλη αυτή την πινακοθήκη με καρικατούρες, να μπορέσεις να χαρείς το πρώτο γειωμένο 45λεπτο της χρονιάς και να αποκτήσεις μια αίσθηση μεγέθους των διακυβευμάτων. Στιγμές αργότερα, στο ίδιο επεισόδιο, βλέπεις την φερέλπιδα διάδοχο να αρπάζει αλυσοπρίονο για να διαμελίσει στρατιά επιτιθέμενων ζόμπι κι η σειρά κάνει μεγαλοπρεπέστατη κατακέφαλη βουτιά στο camp, αλλά όπως και να ‘χει οι υποσχέσεις για σύγκρουση μαγισσών και βουντου-ιστών, έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Η εικονογραφική άποψη της παραγωγής, είναι να βάλουμε τον γερμανικό ιμπρεσιονισμό στο μπλέντερ με την αισθητική του instagram, να δούμε τι θα βγάλει.
Δημιουργικά, η πιο δυσάρεστη στροφή της πλοκής ήρθε στο προχθεσινό, τελευταίο προ διακοπών επεισόδιο, με τον χαμό του μόνου χαρακτήρα που θα μπορούσε, έστω και καθυστερημένα, να σου προσφέρει μια οικεία οπτική σε όλα αυτά τα κουλά ψευτοδραματικά. Σε ένα ολιγόλεπτο set piece που κατά τα άλλα φαινόταν να ανασταίνει ολόκληρη τη σειρά απ’ την επίπεδη γραμμή του σασπένς της, ο μαγισσοκυνηγός της πόλης εξολοθρεύεται, παραμένοντας απογοητευτικά ανεκμετάλλευτος, έστω κι αν ο θάνατός του πιθανότατα θα χρησιμεύσει ως αφορμή για να χτυπήσει με απεριόριστη οργή η σέχτα του, να τον εκδικηθεί.
Κάπως έτσι, μπαίνουν τα κομμάτια σιγά-σιγά σε μια σειρά: κύκλος της σεζόν κλείνει με την Άντζελα Μπάσετ να χτυπάει την πόρτα της Τζέσικα Λανγκ, προφανώς για να μονιάσουν και να συμφωνήσουν ότι οι κοινοί θνητοί, ως κοινός εχθρός, δεν τους αφήνουν περιθώρια για μικροφαγωμάρες, και να δρομολογηθούν, εν πάσει περιπτώσει, τα πράγματα, ώστε να μπορέσει να γιορτάσει η σειρά αποφασιστικά το girl power μήνυμά της, για το πώς τα κορίτσια πρέπει να μένουν ενωμένα, γιατί τα πράγματα που τους περιμένουν, είναι ιδιαιτέρως αγριεμένα. Και να βρουν βέβαια και κάτι να κάνουν, με εκείνο το φρανκενσταϊνικό hottie, που πηγαινοφέρνουν από δωμάτιο σε δωμάτιο κι από αλυσίδα σε αλυσίδα.
Ε, θα φάνε καναδυό επεισόδια απ’ τα τέσσερα που έχουν μείνει, για να βρουν τις ισορροπίες τους στις εξουσίες τους, και ύστερα μπορεί να δούμε και κάνα εντυπωσιακό μαγικό, πριν η Τζέσικα Λανγκ αφήσει τόπο στα νιάτα, σε όποια έχει μείνει ζωντανή μέχρι το τέλος για να τη διαδεχθεί. Βέβαια, σε μια σειρά όπου ένα μάτσο μάγισσες αναλώνουν τις δυνάμεις τους κατά βάσει σε φτηνά ταχυδακτυλουργικά, ακόμη κι όταν έρθει η σύρραξη (αν είσαι εκεί για να τη δεις), αυτό που θα σε ενδιαφέρει, ειρωνικά, δεν θα ‘ναι τόσο το αν και ποια θα πεθάνει, όσο το πόσο θεαματικά θα το κάνει. Όχι πως έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία ο θάνατος, σε μια σειρά που είναι εντελώς φυσιολογικό να πηγαινοέρχονται απ’ τον κόσμο των νεκρών και τούμπαλιν, φαντάσματα κι αναστημένοι: ακόμη κι αν δεν το πετύχει καλά την πρώτη, μπορούν πάντα να την ξανασηκώσουν, για να το προσπαθήσει περισσότερο την επόμενη φορά.
Ας ελπίσουμε ότι θα προσπαθήσει περισσότερο και η σειρά, την επόμενη χρονιά.