Μεγαλύτερο αμερικανικό άνοιγμα για το μήνα Γενάρη ever, εισπρακτικό ρεκόρ για το τριήμερο του Martin Luther King, καλύτερο άνοιγμα στην καριέρα του Clint Eastwood ολόκληρη, δεύτερη εισπρακτικότερη R-rated ταινία μετά το πολυβαβουριασμένο The Passion of the Christ / Τα Πάθη του Χριστού (2004), και παρ’ ολίγο νέος κάτοχος του εισπρακτικού ρεκόρ για το σαββατοκύριακο του Super Bowl, το American Sniper / Ελεύθερος Σκοπευτής είναι η πιο πετυχημένη ταινία απ’ όλες τις συνυποψήφιές της στα επερχόμενα Όσκαρ και η εμπορικότερη πολεμική ταινία στην ιστορία των αμερικανικών ταμείων. Οι απίστευτες εισπράξεις όμως, είναι το λιγότερο απ’ αυτά που φαίνεται να πετυχαίνει ο γέρο-Clint με την καινούρια του ταινία. Το μεγαλύτερο είναι πως ο Dirty Harry της ρεπουμπλικανικής καρδιάς μας, μπορεί και να έριξε την αποφασιστική σταγόνα στο ποτήρι που δεν ήθελε για τόσα χρόνια να πιει το Χόλιγουντ: αυτό που θα του άλλαζε άποψη για το τι είναι μια σύγχρονη πολεμική ταινία.
Μίλαγε ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης σε μια συνέντευξη πριν από καιρό, για το πώς η κρίση στην πολιτική έχει μεταλλάξει το λεξιλόγιο των λαών, ενοχοποιώντας ό,τι έχει να κάνει με τις έννοιες έθνους και πατριωτισμού. Και μπορεί ο ίδιος να εστίαζε στην ελληνική πραγματικότητα όταν τα έλεγε, τα λόγια του όμως δεν είναι χωρίς εφαρμογή και στην ευρύτερη, παγκόσμια πολιτιστική παραγωγή, που δεν έχει άλλο πιο μεγάλο φάρο απ’ τη Χολιγουντιανή. Η οποία, απ’ το Body of Lies / Η Πλεκτάνη (2008) που κόστισε $70 μύρια για να ενώσει τον Leonardo DiCaprio με τον Russell Crowe και να φέρει πίσω μόλις $115Μ στις εισπράξεις, ως το Green Zone / Ουδέτερη Ζώνη (2010) που συναρμολόγησε ο Matt Damon για $100 εκατομμύρια κι απέφερε $95M (κι αυτά τα νούμερα χωρίς τα $150Μ που κοστίζει κατά μέσο όρο το marketing μιας οποιασδήποτε μεσαιομεγάλου βεληνεκούς στουντιακής παραγωγής), έχει για χρόνια υποφέρει στα ταμεία, ποδηγετούμενη απ’ τις πιέσεις των αριστερόστροφων αστέρων της να κάνουν το κοινωνικά υπεύθυνο: να παράξουν αποφασιστικά αντιπολεμικές ταινίες, που κανείς δεν ήθελε στ’ αλήθεια να δει.
Απ’ τον έναν εμπορικό βούρκο στον επόμενο, το σύγχρονο Χόλιγουντ έχει ακολουθήσει στωικά αυτήν την πορεία σβησίματος της πολεμικής ταινίας σε ότι αφορά την πρόσφατη αμερικανική μιλιταριστική πολιτική, κι ετούτη η αριστερόστροφη τακτική έχει αφήσει μονάχα ένα πολύ περιορισμένο φάσμα στη ρεπουμπλικανική οπτική: οι μόνες πολεμικές ταινίες που επιτρέπεται να πάρουν σαφώς φιλοαμερικανική μορφή, είναι αυτές που αναφέρονται στην εποχή που η Αμερική είχε φανεί -κατά κοινή παραδοχή- ηρωική. Απ’ την επική Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν / Saving Private Ryan (1998) του Steven Spielberg στο πανηγυρτζίδικο Pearl Harbor (2001) του Michael Bay, κι από ‘κει στο Eastwood-ικό δίπτυχο των Letters from Iwo Jima / Γράμματα απ’ την Ίβο Τζίμα (2006) και Flags of Our Fathers / Οι Σημαίες των Προγόνων μας (2006), ως το περσινό Monuments Men / Μνημείων Άνδρες (2014) και το φετινό Fury (2015), το μόνα πεδία μάχης στα οποία οι Αμερικανοί στρατιώτες είχαν το δικαίωμα να είναι απερίφραστα ήρωες, ήταν ήταν αυτά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, τα χαρακώματα πολέμων όπως αυτών στα The Hurt Locker (2008) και Zero Dark Thirty (2012) της Kathryn Bigelow, ήταν γεμάτα προδοσίες, πολιτικές ακροβασίες και ανήθικες δολοπλοκίες. Στοιχεία πραγματικά, υπαρκτά και αξιέπαινο που καταγράφηκαν, αλλά κι αναμενόμενο που δυσαρέστησαν, ή εν πάση περιπτώσει δεν έλαχαν ιδιαίτερα καλής υποδοχής από το φιλοθεάμον κοινό. Το οποίο με τη σειρά του μπορεί να μην επικροτούσε απαραίτητα τις πολιτικές των ηγετών του, αλλά δεν ήταν και διατεθειμένο να λούσει με ντροπή την πατριωτική του τιμή.
Κομμάτι αυτουνού του κοινού ήταν κι ο Clint Eastwood ο ίδιος βέβαια, ο οποίος είχε αντιτεθεί δημόσια τόσο στην εισβολή των Bush / Chaney στο Ιράκ, όσο και στην κλιμάκωση του Obama στο Αφγανιστάν, χωρίς αυτό να τον κάνει ούτε λιγότερο Αμερικανό, ούτε λιγότερο ρεπουμπλικάνο. Άλλωστε, αν υπάρχει κάτι που υποφώσκει ως κυρίαρχος άξονας της φιλμογραφίας ολόκληρης του μνημειώδους ηθοποιού που μετεξελίχθηκε σε ένα απ’ τα πολυτιμότερα σκηνοθετικά κεφάλαια του αμερικανικού κινηματογράφου, είναι αυτή η συνεχής του πίστη στην ατομική τιμή. Είτε αυτή φοράει αμερικανική στολή, είτε ιαπωνική. Είτε καβαλάει ένα άλογο κραδαίνοντας το εξάσφαιρο του Ασυγχώρητου άγγελου εκδικητή, είτε οδηγεί μια Gran Torino στην οδό που θα τον μετατρέψει σε μάρτυρα για τις αξίες που έχτισαν την Αμερική. Αξίες που, στο American Sniper του, συνοψίζονται σε μια πρόταση αφοπλιστικά χαρακτηριστική: Τρία ήδη ανθρώπων υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Οι λύκοι, τα πρόβατα και οι σκύλοι-φρουροί. Κι η οικογένεια της ταινίας, σίγουρα δεν βγάζει πρόβατα.
Η μεθοδική απεικόνιση του πώς ένας άνθρωπος χάνει κομμάτι-κομμάτι την ψυχή του υπηρετώντας έναν σκοπό που πιστεύει ως ανώτερο απ’ τον εαυτό του, είναι εξίσου συγκλονιστική με τον τρόπο που ο Eastwood σωματοποιεί την ολοκληρωτική απόρριψη των θυσιών των Αμερικανών στρατιωτών, απ’ την κοινωνία που υπερασπίστηκαν στην αμμοθύελλα του πολέμου.
Βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Chris Kyle, η ταινία του Eastwood παρακολουθεί την πορεία του πιο θανάσιμου ελεύθερου σκοπευτή στην ιστορία του αμερικανικού στρατού. Γόνος Τεξανού διακόνου, ο Kyle μεγάλωσε προσπαθώντας όλη του τη ζωή να ταιριάξει στο καλούπι του πατέρα του για τους ανθρώπους που «είναι ευλογημένοι με το χάρισμα της επιθετικότητας και μια ισοπεδωτική ανάγκη να προστατεύσουν το ποίμνιο» από τα «αρπακτικά που λυμαίνονται τους αδυνάτους». Ο αληθινός Chris Kyle ήταν βέβαια μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, που μετά από τέσσερις τουρνέ στον πόλεμο του Ιράκ, γύρισε στην Αμερική σέρνοντας μαζί του τη σκιά του θανάτου. Αναμφίβολα το ιλιγγιώδες νούμερο των 160 επιβεβαιωμένων πτωμάτων που είχε αφήσει πίσω του, δεν το κουβαλούσε μονάχα ως παράσημο, αλλά κι ως σφραγίδα του πεπρωμένου του. Δεν είναι βέβαια λυτρωτική η πεποίθηση πως και στους 160 απ’ αυτούς δεν άξιζε τίποτα λιγότερο απ’ τον θάνατο, σίγουρα όμως θα ήταν ανακουφιστική η στιγμή που έπεισε τον εαυτό του πως όλοι τους ήταν μια «κατάπτυστη ενσάρκωση του κακού», όπως τους χαρακτήριζε στην αυτοβιογραφία του – άγριοι λύκοι όπως θα τους αποκαλούσε ο πατέρας του.
Στα απομνημονεύματά του, ο Chris Kyle ήταν τόσο αμείλικτος όσο και στον πόλεμο τον ίδιο. Είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική η ηδονή που έγραφε ότι αντλούσε όταν τραβούσε τη σκανδάλη που τους έληγε τη ζωή. Όμως, όπως η άρνηση είναι η τελευταία κι ισχυρότερη άμυνα της ψυχικής ισορροπίας απέναντι στο ντεραπάρισμα προς την παραφροσύνη, έτσι και το γκρι είναι το πιο δυσδιάκριτο χρώμα για όποιον έχει μάθει να βλέπει τον κόσμο σε άσπρο και μαύρο. Σε αντίθεση με τον Kyle όμως, το χάρισμα του Eastwood είναι η ολοκληρωτική του αδυναμία να δει οποιοδήποτε άλλο χρώμα εκτός απ’ τις αλλεπάλληλες αποχρώσεις του γκρι. Γι’ αυτό και η ταινία του ούτε τον πόλεμο ωραιοποιεί, ούτε τον μιλιταρισμό ειδωλοποιεί: Αν κάποιος βλέπει έναν παιάνα για τον πόλεμο σε μια ταινία που έχει για εναρκτήρια σκηνή της έναν στρατιώτη να έρχεται σε πρώτη επαφή με το πεδίο της μάχης πυροβολώντας ένα 10χρονο παιδάκι, ή αν κάποιος βλέπει ως ύμνο στον μιλιταρισμό την ανικανότητα ενός πατέρα να αγκαλιάσει το νεογέννητο παιδί του, μάλλον έχει περίεργη θεώρηση των πραγμάτων.
Η μεθοδική απεικόνιση του πώς ένας άνθρωπος χάνει κομμάτι-κομμάτι την ψυχή του υπηρετώντας έναν σκοπό που πιστεύει ως ανώτερο απ’ τον εαυτό του, είναι εξίσου συγκλονιστική με τον τρόπο που ο Eastwood -και κατ’ επέκταση ο για τρίτη συνεχόμενη φορά υποψήφιος για Όσκαρ Bradley Cooper στο ρόλο του Kyle- σωματοποιεί την ολοκληρωτική, πρακτική και ηθική απόρριψη των θυσιών, σωματικών και ψυχικών των Αμερικανών στρατιωτών, απ’ την κοινωνία την οποία υποτίθεται ότι υπερασπίστηκαν στην αμμοθύελλα του πολέμου. Κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αντιπαραθέσεις τον αυθεντικό βετεράνο του American Sniper, μ’ εκείνη τη μεθυσμένη καρικατούρα που περνάει απ’ το Boyhood, για να καθησυχάσει τους anti-war θεατές ότι ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μονάχα μια κομπίνα για να βάλει χέρι στα πετρέλαια η Αμερική. Γιατί αυτό σε διευκολύνει να ξεχάσεις πως, ό,τι κι αν τους έστειλαν εκεί κάτω να κάνουν, οι άνθρωποι αυτοί έχασαν κομμάτια από την ψυχή τους, κομμάτια απ’ το κορμί τους, κομμάτια απ’ τη ζωή τους, τη ζωή τους την ίδια, προκειμένου να κάνουν το μόνο πράγμα που όφειλαν να κάνουν: να κρατήσουν ο ένας τον άλλο ζωντανό.
Αυτό είναι που θαυμάζει μονίμως ο Eastwood στη φιγούρα του στρατιώτη, και μ’ αυτόν τον θαυμασμό έχει εμφυσήσει μια ταινία που, πολύ περισσότερο από φόρος τιμής στον Chris Kyle, είναι ένας φόρος τιμής σ’ αυτήν την ασίγαστη συντροφικότητα που συμβολίζει η ολοκληρωτική παράδοση σ’ αυτήν την έννοια του πατριωτισμού. Ένα κάπως παλιομοδίτικο ιδανικό, ειδικά σε εποχές που είναι πιο εύκολο για τις μάζες να στραφούν κατά των μαχητών ενός πολέμου ανεπαρκώς δικαιολογημένου, αντί να στραφούν κατά τον ανθρώπων που τον διέταξαν. Γιατί αυτούς που τον διέταξαν, κάποιος τους έχει εκλέξει. Αυτό έρχεται το American Sniper να στηλιτεύσει, και σε μια χρονιά, που μαζί με τις εισπρακτικές επιτυχίες των Lone Survivor και Unbroken, το κοινό δηλώνει εμφατικά πως θέλει τους ήρωες πολέμου του πίσω (τσακισμένους, τρελαμένους, με τον διάολο να τους έχει πάρει την ψυχή, κι όχι μονάχα ωραίους και μοιραίους σαν τον Captain America), το ερώτημα που αποτελεί ο Eastwood για την Ακαδημία είναι σαφές: μπορεί ο θείος Όσκαρ να δει την πολιτική ουσία μιας ταινίας, πέρα απ’ τα πολιτικά φορτία της αντιπολεμικής υστερίας;