«Ο κόσμος και η ιστορία του είναι γεμάτος με απουσίες. Και οι απουσίες γίνονται ένα μουρμουρητό, μια ισχυρή λέξη, ένα κλάμα ή μια κραυγή. Δεν ουρλιάζουμε για μεταμέλεια. Δεν κλαίμε για οίκτο. Δεν παραπονιόμαστε για παραίτηση. Αυτά τα κάνουμε, έτσι ώστε εκείνοι που λείπουν, να μπορέσουν να βρουν το δρόμο τους πίσω.» (Ζαπατίστας, Διακήρυξη Σεπτεμβρίου 2015)
Πόνεσε το 2018. Έτσι όπως πήραμε μια καλοκαιρινή ανάσα και γυρίσαμε λίγο αισιόδοξες, λίγο αλατισμένες, λίγο ηλιοκαμένες, μας έδωσε μια κατραπακιά και μας πέταξε κατευθείαν στο ζόφο. Οι τζαμαρίες της βαρβαρότητας θρυμματίστηκαν πάνω στα σώματα μας και γεμίσαμε πληγές που ρέουν κοκκινόμαυρο αίμα και πηχτή οργή. Ναι για τον Ζακ θα μιλήσω, για τη Zackie που τέτοιες μέρες θα ετοίμαζε ένα show για να γαργαλίσει το «πνεύμα των Χριστουγέννων», την ψυχαναγκαστική ευδαιμονία των γιορτών και την κοινωνική υποκρισία της εκκλησιαστικής αγάπης που συσπειρώνεται σε φιλανθρωπικά γκαλά και πλαστικές φάτνες ,όταν γύρω μας πέφτουν κορμιά. Θα βαφόταν, θα έβρεχε, θα έπρεπε να της κρατήσουμε την ομπρέλα για να μη χαλάσει το μακιγιάζ αλλά επειδή θα φόραγε το δωδεκάποντο, καμία δε θα την έφτανε και θα τρεχε η μάσκαρα μέχρι το λαιμό. Η Zackie δε θα χορέψει ξανά και οι drag queens όλου του κόσμου θα περιστρέφονται στο εξής λίγο πιο θλιμμένες στη σκηνή. Ο Ζακ δε θα κάνει άλλη ανάρτηση, δε θα γράψει άλλο άρθρο, δε θα μας κλείσει το μάτι στην επόμενη πορεία, γιατί οι επόμενες πορείες θα είναι για τον Ζακ, για το μαρτυρικό του θάνατο.
Μας τσάκισε αυτή η απουσία του. Χάνεις έναν άνθρωπο που αγαπούσες, μοιραζόσουν, γελούσες, τσακωνόσουν, θαύμαζες και τώρα μουρμουρίζεις στο πνιγηρό κενό. Και τον χάνεις έτσι. Μ’ έναν τρόπο αδιανόητο και εφιαλτικό, όπου η εξουσία φοράει την πιο μισητή της μουτσούνα και σέρνει την πομπή του θανάτου. Ολοι όσοι τόσα χρόνια μυξοκλαίνε για τα σπασμένα τζάμια των καταστημάτων , τα πέταξαν ξεδιάντροπα στο κεφάλι του Ζακ και έριξαν από πάνω ψέμα με το κιλό. Το ψέμα – έγραφε ο Μιχαήλ Μπαχτίν – είναι η ιδρυτική στιγμή όλων των επίγειων εξουσιών. Αυτό το ψέμα προσπαθούμε να καθαρίσουμε αλλά είναι οδυνηρό να πενθείς και να τσαλαπατάνε το πένθος σου. Να πρέπει να εκτεθείς εκατοντάδες φορές στο βίντεο της φρίκης και αναγκαστικά να αποσυνδεθείς ψυχικά με τον εαυτό σου για να αντέξεις να το δεις ξανά και ξανά, να σε διαπερνούν τα εχθρικά βλέμματα και η ένοχη ομερτά κάθε φορά που στρίβεις στη Γλάδστωνος, να λες στην τηλεόραση να σκάσει και το φάλτσο της να σου τρυπάει το μυαλό, να σε κοροϊδεύει το πολιτικο – δικαστικό προσωπικό μες στη μούρη σου ότι συμπάσχει κι από πίσω να κανακεύει τους νταήδες της ελληνικής Αστυνομίας. Άνθρωπο σκότωσαν και δεν τους επιβλήθηκε μισή ποινική κύρωση. Ελεύθεροι – όπως και οι δύο ιδιοκτήτες -, χωρίς περιοριστικούς όρους, με τον Πλεύρη και τον – έχοντας δια βίου απολέσει τη δικηγορική του ιδιότητα – Μαντούβαλο παραμάσχαλα.
Εμάς περιορίζουν μόνο, τον ορίζοντα μας, τις επιθυμίες μας, τα όνειρα μας. Τις δικές μας ζωές σημαδεύουν, κακοποιούν , εξοντώνουν. Γιατί οι ζωές μας δε χωράνε στη νόρμα της κανονικότητας που είναι φτιαγμένη από τη βία της ματσίλας και του φασισμού. Ως θηλυκότητα δολοφονήθηκε ο Ζακ, ως μια μορφή υποκειμενικότητας που θεωρήθηκε κατώτερη στις έμφυλες ιεραρχήσεις , που βρισκόταν στον αντίθετο ακριβώς πόλο από την κυριαρχία της τοξικής αρρενωπότητας. Και γίναμε όλες λίγο πιο ευάλωτες από τις 21 Σεπτεμβρίου. Συνειδητοποιήσαμε ότι το τέρας βρυχάται, ακονίζει τα νύχια του και θα μας βρει. Όχι τη νύχτα σε κάποιο ερημικό στενό αλλά μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας μπροστά σε δεκάδες περαστικούς που πρόθυμα θα πάρουν το ρόλο του θεατή στην αρένα του κοινωνικού δαρβινισμού.
Το τέρας είναι ο «φιλήσυχος νοικοκύρης» ή το «παιδί από καλή οικογένεια». Σκουπίζει πάντα τα αίματα πριν πάει για βραδινό. Αφήνει ίχνη όμως. Αφήνει σώματα δαρμένα, βιασμένα, παρατημένα σ’ έναν πεζόδρομο της μητρόπολης ή ξεβρασμένα στη θάλασσα της Ρόδου. Ναι, για την Ελένη θα μιλήσω. Την Ελένη δεν την ήξερα αλλά ξέρω πολλές «Ελένες» που γύρισαν σπίτι τους και δε μπορούσαν να ησυχάσουν από το τρέμουλο, που απειλήθηκαν ή παραβιάστηκαν από κάποιο «καλό παιδί», που βιάστηκαν και μάζεψαν το κουράγιο τους να πάνε μέχρι το τμήμα για να τους πει σχεδόν βαριεστημένα ο μπάτσος ότι «τώρα είναι αργά», άλλες πάλι έφτασαν μέχρι το δικαστήριο για να τους πει η έδρα ότι δε βιάστηκαν. Οι «Ελένες» αυτού του κόσμου δεν τη βγάζουν καθαρή. Αν βιαστούν και παγώσουν θα τις κατηγορήσουν ότι «τα ήθελαν», αν αντισταθούν μπορεί να τις ρίξουν στα βράχια ή να τις κάψουν ζωντανές, αν αμυνθούν μπορεί να περάσουν μια δεκαετία στη φυλακή. Διαπομπεύονται είτε ζωντανές, είτε νεκρές. Γίνονται μονάδα μέτρησης του κιτρινισμού και μισογυνικό σουπεράκι ανάμεσα σε διαφημίσεις. Η πατριαρχία τις «Ελένες» τις θέλει βουβές, υπάκουες και ατάραχες, να μην κάνουν φασαρία ούτε με το θάνατο τους.
Θα μιλήσω και για τον Πετρίτ, γι’ αυτόν εξάλλου μίλησαν ελάχιστοι. Γιατί αν είσαι Αλβανός εργάτης στη Λευκίμμη και σε δολοφονήσει ένας άντρακλας με χαραγμένη σβάστικα , δεν είναι είδηση. Κανένα μιντιακό μοιρολόι δε θα γραφτεί για σένα, κανένα κοινοβούλιο δε θα κρατήσει ενός λεπτού σιγή για το δικό σου θάνατο. Ούτε τον Πετρίτ ήξερα. Ξέρω πολλούς ανθρώπους , όμως, που περπάτησαν μερόνυχτα τα βουνά της Αλβανίας για να φτάσουν εδώ. Και κάποιοι δεν έφτασαν. Σε κάποια χωριά της παραμεθορίου κομπάζουν ακόμα για να πτώματα που πετάγονταν σωρηδόν στις χαράδρες της ανυπαρξίας. Κι όσοι έφτασαν δούλεψαν αλύπητα στις οικοδομές και τα δημόσια έργα της «εθνικής ανάπτυξης», στα χωράφια της αγροτικής παραγωγής, στις λάντζες της διασκέδασης και χαροπάλεψαν για κακοπληρωμένα, μαύρα και ενίοτε απλήρωτα μεροκάματα. «Αλβανοί» όταν ζητάνε ένσημα, όταν διεκδικούν δικαιώματα, όταν κάνουν αίτηση για χαρτιά και «βορειοηπειρώτες» όταν το έθνος χρειάζεται ανθρώπινα ολογράμματα για να θρέψει το δικό του αλυτρωτισμό. Τίποτα από τα δύο στην πραγματικότητα. Πάντα φασματικοί και πάντα ξένοι. Αν γλιτώσουν από τα εργατικά ατυχήματα , μπορεί ένας φασίστας να αδειάσει μια καραμπίνα πάνω τους.
Μας θέρισε η απώλεια το 2018. Ο Ζακ, η Ελένη, ο Πετρίτ ήταν μια/ένας από μας. Κι εμείς που το μοναδικό ιερό που ασπαστήκαμε ποτέ ήταν αυτό της ζωής, ξορκίζουμε το θάνατο τιμώντας τη μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν. Κλαίμε για τα δολοφονημένα μας αδέρφια για να μη πάνε άκλαυτα, να μη ξεχαστούν, να μην αφήσουμε τη θανατοπολιτική να γίνει νόμος του κράτους. Φυλάμε τους νεκρούς μας από τους τυμβωρύχους, από τις Τατιάνες, τους «κι αυτή τι γύρευε εκεί πέρα;», αυτούς που σχετικοποιούν την αξία της ζωής και γυρεύουν πάντα το λόγο από τα θύματα. Με τα τραύματα μας ορθάνοιχτα αλλά από κει μπαίνει το φως – που θα λεγε κι ο Χεμινγουει. Ούτε ένα δάκρυ δεν πήγε χαμένο. Ούτε μια στάλα γκλίτερ δε ρίχτηκε άδικα στα μητροπολιτικά νεφελώματα. Πότισαν τον καμβά της μνήμης και του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Όχι άλλο θάνατο.