Ο Λέναρντ Κόεν θυμάται ότι είχε δει πολλές φορές τη Μαριάννε με τον Άξελ και το μωρό, πριν τον πρωτοπαρατηρήσει εκείνη. Τους είχε δει να καταπλέουν στο λιμάνι –ξανθοί, όμορφοι και μαυρισμένοι– σκεπτόμενος, τι όμορφη Αγία Τριάδα, σκεπτόμενος πως η μικρή αυτή νορβηγική οικογένεια ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα που είχε στο μυαλό του για την Ύδρα.
Το γεγονός ότι ο Λέναρντ είχε βρεθεί στην Ύδρα ήταν, εν ολίγοις, τυχαίο. Είχε φύγει ταξίδι στο Λονδίνο για να δουλέψει πάνω στο πρώτο του μυθιστόρημα, αλλά ένιωσε πως η λονδρέζικη βροχή δεν επρόκειτο ποτέ να σταματήσει. Είχε μεγαλώσει στο Μοντρεάλ, όπου χιονίζει και κάνει κρύο, μα οι άνθρωποι ξέρουν να ζεσταίνουν τα σπίτια τους. Στο Λονδίνο υπήρχαν ατελείωτες βροχερές ημέρες, μα καθόλου εσωτερική θέρμανση. Όση ώρα και να έβαζε τη θερμοφόρα στο κρεβάτι, τα ρούχα του και τα κλινοσκεπάσματά του παρέμεναν συνεχώς υγρά.
Μια μέρα πήγε στην Τράπεζα της Ελλάδος για να εξαργυρώσει μια επιταγή. Στο ταμείο καθόταν ένας ηλιοκαμμένος, χαμογελαστός νεαρός. Ο Λέναρντ τον ρώτησε: «Πώς αποκτήσατε αυτή την έκφραση στο πρόσωπό σας; Όλοι εδώ γύρω είναι κατάλευκοι και σκυθρωποί». Ο νεαρός τού απάντησε ότι μόλις είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, όπου ο ήλιος έλαμπε κι είχε μπει η άνοιξη. Την επομένη κιόλας ο Λέναρντ βρισκόταν στο αεροπλάνο για την Αθήνα. Από την Αθήνα πήρε το πλοίο για την Ύδρα κι από εκεί έγραψε στη μητέρα του στο Μοντρεάλ, σε μια καρτ ποστάλ: Δε νιώθω κανένα πολιτισμικό σοκ. Νιώθω σα να ήρθα σπίτι μου.
Η ανατροφή του Λέναρντ, όπως και της Μαριάννε, υπήρξε παλιομοδίτικη. Είχε μεγαλώσει με παλιές παραδόσεις –η μητέρα του ήταν Ρωσίδα και ο πατέρας του αξιωματικός του στρατού– κι είχε βρει την κλίση του από μικρός: γνώριζε ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας. Όχι δημοφιλής συγγραφέας, αλλά ένας συγγραφέας που θα έγραφε για τους μεγάλους, παλιούς συγγραφείς, που είχαν προ πολλού αποδημήσει. Θα έγραφε για τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Όχι για τον Σαίξπηρ –τον οποίο ποτέ δεν είχε και σε μεγάλη υπόληψη– αλλά για άλλους μεγάλους, νεκρούς ποιητές. Θα γινόταν ένας από αυτούς. Κι αν τα κατάφερνε να γίνει ένας τέτοιος συγγραφέας, ένας συγγραφέας με ακεραιότητα, αν του είχε πραγματικά δοθεί αυτό το δώρο, τότε θα έρχονταν και τα χρήματα, θα έρχονταν κι οι γυναίκες. Όχι σε μεγάλες ποσότητες, αλλά όσο του χρειαζόταν. Κι ύστερα, θα είχε μια στέγη πάνω από το κεφάλι του κι όμορφη θέα από το παράθυρο.
Ο Λέναρντ Κόεν έφτασε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου του 1960. Επισκέφθηκε την Ακρόπολη, πέρασε μια νύχτα στον Πειραιά και την επόμενη μέρα πήρε το πλοίο για την Ύδρα. Ο γοητευτικός Καναδός σύντομα συμπεριλήφθηκε στη μικρή κοινότητα των ξένων του νησιού. Στην αρχή έμεινε με τους Τζόνστονς, μέχρι που βρήκε το δικό του σπιτάκι, το οποίο νοίκιαζε για δεκατέσσερα δολάρια το μήνα. Τα έσοδά του προέρχονταν από μία υποτροφία που είχε λάβει στον Καναδά, μετά την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου ποίησης.
Οι ξένοι που διέμεναν στο νησί μαζεύονταν συχνά στο λιμάνι τα βράδια, όταν τελείωναν τη δουλειά της ημέρας. Μια από αυτές τις έναστρες βραδιές, με τη μυρωδιά της άνοιξης να πλανάται στον αέρα, η γνωστή παρέα βρίσκεται καθισμένη στην πίσω αίθουσα του μπακάλικου του Κάτσικα. Μαζί τους είναι κι ο Λέναρντ Κόεν. Κι η Μαριάννε κι ο Άξελ με την ερωμένη του, Πατρίσια. Υπό το φως λαμπών πετρελαίου, πίνουν ρετσίνα από δρύινα βαρέλια και συζητούν. Στη μέση της αίθουσας βρίσκεται ένα τσίγκινο μαγκάλι γεμάτο κάρβουνα. Η Σοφία ξαγκριστρώνει ένα αποξηραμένο χταπόδι από το ταβάνι και το ετοιμάζει για την καυτή σχάρα. Στη Μαριάννε δεν αρέσει να παίρνει μαζί της το μικρούλη Άλεξ σα βγαίνει έξω τα βράδια. Μια μελαχρινή, νεαρή γειτόνισσα, με μακριές πλεξούδες φροντίζει το αγόρι να βρίσκεται ήδη στο κρεβάτι του, ντυμένο με τις πυζάμες του.
Η Μαριάννε δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Ο Λέναρντ, με την τραγιάσκα του και τις ελβιέλες του, κάθεται σε μια από τις ξύλινες καρέκλες· ο Άξελ κι η Πατρίσια πίνουν το κρασί τους γύρω από το ίδιο τραπέζι. Η διάθεση ανεβαίνει, καθώς η συζήτηση αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από το νόημα της τέχνης και της ζωής. Η Πατρίσια είναι όμορφη και λεπτοκαμωμένη σαν πουλάκι. Η Μαριάννε νιώθει μια μαχαιριά στο στήθος, αλλά δεν κάνει σκηνή. Έχει γίνει σχεδόν σαν τη μητέρα της, που κάποτε της έλεγε ότι αν έπρεπε να σπάσει κάποιο ποτήρι, ας έσπαγε τουλάχιστον αυτό που κόστιζε λιγότερο.
Ο Άξελ, σιγά σιγά, μεθάει ολοένα και περισσότερο. Αργά πια τη νύχτα, οι τέσσερίς τους βγαίνουν έξω να πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Ο Λέναρντ, η Μαριάννε, ο Άξελ κι η Πατρίσια. Ξαπλώνουν στο λείο λιθόστρωτο και ακουμπούν τα κεφάλια τους στην άκρη του πεζοδρομίου, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό. Είναι όλοι τους γύρω στα εικοσιπέντε. Βρισκόμαστε στα 1960, δυόμιση χρόνια μετά την άφιξη της Μαριάννε στην Ύδρα. Το λιμάνι είναι ήσυχο. Δεν υπάρχουν τουρίστες ούτε εστιατόρια με δυνατή μουσική. Μονάχα οι τέσσερίς τους.
Λίγο αργότερα, η παρέα χωρίζεται κι ο καθένας τραβάει το δρόμο του. Η Μαριάννε κι ο Άξελ ξεκινούν ν’ ανεβούν προς το σπίτι τους. Υπάρχει ένταση μεταξύ τους, τα προεόρτια ενός καβγά. Λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό τους, η Μαριάννε σταματάει δίπλα σ’ ένα περβάζι, ακουμπάει κάτω το καλάθι της με το γάλα και τις τροφές και ζητάει από τον Άξελ να φύγει από την Ύδρα και να πάρει και την Πατρίσια μαζί του. «Πήγαινε σ’ εκείνην, πήγαινε στην Πατρίσια, αφού εκεί προτιμάς να είσαι!» λέει, χωρίς πραγματικά να το εννοεί, αλλά είναι κάτι που πρέπει να βγάλει από μέσα της, πρέπει να το πει ξεκάθαρα, δεν αντέχει άλλο την προδοσία. Ο Άξελ γίνεται έξω φρενών.
Καβγαδίζουν μεγαλόφωνα· μια μικρή συμπλοκή, μερικές σπρωξιές. Η Μαριάννε αποτραβιέται με μανία κι ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά μέχρι το σπίτι. Ο Άξελ την παίρνει στο κατόπι. Ο μικρούλης Άξελ κοιμάται σε μια ξύλινη κούνια στο ισόγειο. Η γειτόνισσα σπεύδει να φύγει με το που τους βλέπει. Ο Άξελ εξαφανίζεται στο στούντιό του, εκεί που έχει το γραφείο του κι η Μαριάννε ακούει τις καρέκλες που σπάνε στους τοίχους, καθώς ξεσπάει την οργή του τριγύρω. Αναποδογυρίζει ό,τι βρεθεί μπροστά του και πετάει ό,τι βρει έξω απ’ το παράθυρο: βαλίτσες και ρούχα, κρεμάστρες και βιβλία· εκπαραθυρώνονται όλα, μες την ελληνική νύχτα.
Η Μαριάννε παίρνει το μωρό από την κούνια του και στέκεται πίσω από την πόρτα, με την ελπίδα ότι ο Άξελ θα ηρεμήσει. Φοβάται. Περιμένει για λίγο κι ύστερα φεύγει, τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο σπίτι του Τζωρτζ και της Τσάρμιαν και τους χτυπά την πόρτα. Τους ζητά να την βοηθήσουν. Τους δίνει το παιδί ζητώντας τους να το προσέξουν για να μπορέσει εκείνη να γυρίσει σπίτι, να δει τι συμβαίνει με τον Άξελ. Ο Τζωρτζ κι η Τσάρμιαν τη σταματούν κι η Μαριάννε τους αφήνει να την πείσουν να μείνει, μαζί με το μωρό, που τώρα έχει ξυπνήσει για τα καλά. Μετά από λίγο καταφθάνει ο Άξελ, τρέχοντας, ξυπόλυτος, φορώντας τη μακριά τζελάμπα που φορούσε στη Σαχάρα. Στέκεται στο κατώφλι, κατακομμένος κι αιμορραγώντας από τα σπασμένα γυαλιά που έχει πατήσει· ανακοινώνει ότι ήρθε να παραλάβει τη γυναίκα του και το παιδί του. Ο Τζωρτζ τον ηρεμεί και τον οδηγεί στο γραφείο του. Η Τσάρμιαν ετοιμάζει ένα κρεβάτι και βάζει τη Μαριάννε και το μωρό για ύπνο.
Το επόμενο πρωί, έχουν τελειώσει όλα. Η Μαριάννε κι ο Άξελ πηγαίνουν τα σπασμένα παραθυρόφυλλα στον Φρανσίσκο τον ξυλουργό και του παραγγέλνουν καινούρια. Για τον καβγά αυτό δε θα ξαναμιλήσουν. Όπως δε μίλησαν ποτέ για εκείνο το επεισόδιο με το μαχαίρι που έχωσε στο χέρι του ο Άξελ, στη βίλα στο Μπύγκντοϊ.
[Αργό βαλς]
Αφού έφυγε ο Άξελ, η Μαριάννε προσκάλεσε μερικούς φίλους στο σπίτι. Κάθισαν έξω στη βεράντα, πίνοντας ρετσίνα και συζητώντας. Η Μαριάννε ήταν ευδιάθετη· ήθελε να πιστεύει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Τα πάντα άνθιζαν. Ήταν τέλη Μαΐου. Η βεράντα ήταν στρωμένη με μικρά λευκά και κίτρινα λουλούδια. Η Μαριάννε έσκυψε κι έκοψε μερικά, τα έβαλε σ’ ένα φάκελο κι έγραψε: Σ’αγαπώ. Παραλήπτης: Άξελ Γιένσεν, American Express poste restante, Αθήνα. Ήξερε ότι ο Άξελ έπρεπε να περάσει από εκεί κάποια στιγμή.
Έστειλε το φάκελο με το ταχυδρομείο το επόμενο πρωί. Ένας από τους καλεσμένους, το προηγούμενο βράδυ, την είχε δει να βάζει τα λουλούδια μες το φάκελο. Ήταν ένας νεαρός Αμερικανός, με τον οποίο ζήτημα αν είχαν γνωριστεί παραπάνω από μία φορά. Τώρα, ταξίδευε με το πλοίο για την Αθήνα, με το ίδιο πλοίο που ταξίδευε και το γράμμα της Μαριάννε.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Αμερικανός βρισκόταν στα γραφεία της Αμέρικαν Εξπρές για να παραλάβει την αλληλογραφία του. Στην ουρά, δίπλα του, ένας ξανθός άνδρας, συνοδευόμενος από μια όμορφη γυναίκα, άνοιγε ένα γράμμα που μόλις είχε παραλάβει. Από το φάκελο έπεσε στο πάτωμα ένα μικρό μπουκέτο λουλουδάκια. Ο Αμερικανός, κοιτάζοντας μια τον άγνωστο και μια τα λουλουδάκια, σκέφτηκε: Αυτό πρέπει να είναι το γράμμα της Μαριάννε· κι αυτός πρέπει να είναι ο Άξελ. Όταν πήρε το πλοίο και γύρισε στην Ύδρα, πήγε στο σπίτι της Μαριάννε και της είπε απλά: «Έπρεπε να σου το πω, δε γινόταν αλλιώς. Είναι μαζί, οι δυο τους». Τότε κατάλαβε η Μαριάννε ότι όλα είχαν τελειώσει.
Ένιωσε ότι είχε ηττηθεί ολοκληρωτικά. Όταν η καρδιά της την καλούσε σε πιο θερμά κλίματα, δεν ονειρευόταν κάτι τέτοιο. Δεν είχε φανταστεί τον εαυτό της μόνη, μητέρα ενός παιδιού, σε μια ξένη χώρα, χωρίς εισόδημα ή δουλειά, χωρίς δίχτυ προστασίας. Τώρα έπρεπε να πάρει μια απόφαση: τι θα έκανε στη ζωή της; Δεν ήταν καλλιτέχνης· ούτε είχε κάποια δουλειά στην Ύδρα που θα της απέφερε χρήματα. Η προφανής λύση ήταν να φύγει πίσω στο Βορρά. Κι όμως, ένιωθε την Ύδρα σπίτι της, από κάθε άποψη. Είχε το σπιτάκι της, είχε καλούς φίλους, είχε γείτονες που τη στήριζαν.
Κι ύστερα, υπήρχε και ο Λέναρντ.
Η γνωριμία του Λέναρντ και της Μαριάννε ήταν σαν ένα αργό βαλς. Άρχισαν να συναντιούνται κατά τη διάρκεια της μέρας. Δεν έπαυε να της λέει πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει στη ζωή του. Η Μαριάννε έτρεμε, ταρασσόταν, αδυνατώντας να κατανοήσει πώς ο Λέναρντ μπορούσε να είναι τόσο υπομονετικός και φιλικός απέναντί της. Ένα μέρος της κατάφερε να σπρώξει μακριά τη ντροπή και τον πόνο που της είχε προκαλέσει ο Άξελ. Για χάρη του παιδιού της, μάζεψε τα κομμάτια της και τα ξανακόλλησε, έτσι ακριβώς όπως την είχε συμβουλέψει η μητέρα της. Αντί να σέρνεται κλαίγοντας στα σεντόνια της, ανέβηκε στο βράχο, δέκα μέτρα ψηλό, και βούτηξε στο κενό, προς τη θάλασσα: dance macabre.
Ο Λέναρντ καθόταν στη στεριά και την παρατηρούσε. Ύστερα, την πήρε από το χέρι και τη συνόδευσε σπίτι. Η Μαριάννε ήθελε να ξεχάσει όλες τις σκέψεις που την πονούσαν, ήθελε να χαθεί μέσα σ’ ένα καινούριο έρωτα. Όταν έπινε ρετσίνα και σηκωνόταν και συνόδευε τους Έλληνες στο χορό τους, ο Λέναρντ την περίμενε, υπομονετικά. Εκείνη δεν ήθελε να σταματήσει το χορό, γινόταν όμορφη κι επικίνδυνη, χόρευε, χόρευε για να βγει έξω απ’ το σώμα της. Ο Λέναρντ, που σχεδόν δεν άγγιζε το ποτό, εν αντιθέσει με τους περισσότερους ξένους του νησιού, την κοιτούσε. Και περίμενε. Κι ύστερα, την έπαιρνε και πήγαιναν μαζί στο σπίτι.
Η Μαριάννε ένιωθε ότι ο Λέναρντ την προστάτευε και τη φρόντιζε. Ήταν το ακριβές αντίθετο του Άξελ: ο Άξελ ήταν απρόβλεπτος κι εκρηκτικός· ο Λέναρντ, ήρεμος και ήπιων τόνων. Ήταν ευγενής, με ολίγον παλιομοδίτικους τρόπους, μεγαλωμένος σε μια παραδοσιακή εβραϊκή οικογένεια του Μοντρεάλ. Παρατηρώντας τον, η Μαριάννε αναγνώριζε όσα είχε μάθει στο σπίτι της γιαγιάς της: την ευγένεια μιας άλλης εποχής, την ευγένεια που σπάνια συναντούσε κανείς σε ανθρώπους της γενιάς τους. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που, βλέποντας μια γυναίκα να μπαίνει στον ανελκυστήρα, έβγαζε το καπέλο του σε ένδειξη σεβασμού.
Ο Λέναρντ συμπαραστάθηκε στη Μαριάννε όταν ο Άξελ έφυγε με την Πατρίσια. Πήγαιναν βόλτες κατά μήκος της ακτής του νησιού. Φορώντας το λευκό του καπελάκι, ο μικρούλης Άξελ ερχόταν μαζί τους στο καροτσάκι του, πάνω από τις πέτρες που οδηγούσαν στον όρμο στο Καμίνι, εκεί που οι βάρκες κούρνιαζαν σφιχτά και τα βότσαλα της παραλίας ήταν λεία και ζεστά κάτω από το πέλμα. Έτρωγαν μεσημεριανό σ’ ένα εστιατόριο στο χρώμα της ώχρας, με τα παραθυρόφυλλα βαμμένα κόκκινα. Όταν το μωρό κοιμόταν τ’ απογεύματα, ο Λέναρντ διάβαζε στη Μαριάννε τα ποιήματά του. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Let Us Compare Mythologies, είχε εκδοθεί τέσσερα χρόνια πριν κι ο Λέναρντ είχε έρθει στην Ύδρα για να δουλέψει πάνω στη δεύτερη, The Spice-Box Of Earth.
Τα βράδια, όταν ο μικρούλης Άξελ πήγαινε για ύπνο, η Μαριάννε έπρεπε να μένει σπίτι. Τότε ερχόταν ο Λέναρντ να τη βρει. Κάθονταν στη βεράντα κι αγνάντευαν το πέλαγος κι άλλα μικρά νησιά, με τα ασβεστωμένα τους ξωκλήσια να λεν σιωπηλά την προσευχή τους. Ο Λέναρντ σιγοτραγουδούσε νανουρίσματα στο μωρό κι η Μαριάννε καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα, μ’ ένα κομμάτι σχοινί δεμένο στην κούνια του μικρού, λικνίζοντάς το, μέχρι που αυτό κοιμόταν και το βράδυ ήταν πια μόνο δικό τους.
Λέναρντ:
Δεν υπήρχε ούτε ένας ανδρας που να μην ενδιαφέρεται για τη Μαριάνννε, που να μην ενδιαφέρεται να προσεγγίσει την ομορφιά και τη γενναιοδωρία της. Ήταν όμορφη, με αυτόν τον παραδοσιακά βόρειο τρόπο, αλλά ήταν επίσης καλοσυνάτη, μετριόφρων. Ποτέ δεν είχες την εντύπωση πως πόνταρε στην ομορφιά της· ήταν λες και δεν καταλάβαινε πόσο όμορφη ήταν. Κι η Αμερικανίδα ζωγράφος, με την οποία έφυγε ο άνδρας της κι αυτή αξιολάτρευτη ήταν. Ήταν όλοι τους νέοι και όμορφοι και ταλαντούχοι, βουτηγμένοι στη χρυσόσκονη. Καθένας τους είχε μοναδικά, ιδιαίτερα ταλέντα. Έτσι φυσικά, φαντάζει πάντα η νιότη, αλλά στο υπέροχο εκείνο πλαίσιο της Ύδρας, τα πάντα διογκώνονταν. Έλαμπαν, όλοι τους. Στα μάτια μου, ήταν όλοι υπέροχοι. Τα λάθη που κάναμε ήταν λάθη σημαντικά, οι απιστίες μας, απιστίες με σημασία. Ό,τι κάναμε, ήταν λαμπερό και σημαντικό. Έτσι είναι η νιότη.