Το κρασί και τα δάκρυα που πότισαν τη Θυμέλη, η μαύρη γάτα που ακουλουθούσε το βηματισμό ηθοποιού στην Ορχήστρα, το πιάνο που αντήχησε στις 3 η ώρα τα ξημερώματα στις άδειες κερκίδες του αρχαίου αργολικού θεάτρου. Αλλόκοτες επιδαυρικές ιστορίες που μας αφηγήθηκαν, ενώ τα Επιδαύρια 2016 είναι σε εξέλιξη, οι ηθοποιοί Νίκος Κουρής, Σοφία Φιλιππίδου και Όλια Λαζαρίδου και ο αναπληρωτής καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, συνθέτης και σκηνοθέτης Θοδωρής Αμπαζής.
«Έριξε το κρασί ως χοή στην Ορχήστρα»
Nίκος Κουρής
Μπήκαμε στο χώρο του αρχαίου θεάτρου. Ο Γκότσεφ, που ετοίμαζε τους Πέρσες μαζί μας (2009) στο Εθνικό, είχε φέρει ένα κρασί. Το έριξε ως χοή στην Ορχήστρα, κάθισε και είπε «δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να κάνω πρόβα». Και απλώς καθόμασταν και κοιτούσαμε. Η γυναίκα του δίπλα μας έκλαιγε από συγκίνηση.
«Γιατί κλαίτε, κυρία Φιλιππίδου, δεν ακούτε το χειροκρότημα;»
Σοφία Φιλιππίδου
Η πιο έντονη απ όλες τις θεατρικές μου αναμνήσεις ήταν εκείνη το 2001 με τον Πλούτο του Αριστοφάνη του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή… Σ’ αυτην την παράσταση έπαιζα την Πενία με Πλούτο τον μεγάλο μας καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιο Σπαθάρη. Ηταν η παρθενική μου φορά στην Επίδαυρο. Θυμάμαι πως πήγα στον χώρο με χαρά, έκανα πρόβα με ενθουσιασμό, έτρεξα σαν παιδί, από βραδύς πάνω στην σκηνή του θεάτρου, χωρίς φόβο και ρούφηξα με λαχτάρα την ενέργεια όλων των ανθρώπων και των καλλιτεχνών που άφησαν εκεί ένα κομμάτι από την ψυχή τους όλα τα χρόνια πριν απο μένα . Την άλλη μέρα όμως της πρεμιέρας μας, τα πράγματα δεν ήταν καλά. Οι νέοι ηθοποιοι που ήταν στο Χορό είχαν όλοι μεγάλο άγχος που μεταφερότανε στον χώρο. Από το απόγευμα ήδη όλοι με ρωτούσαν πως νιώθω κι αν είμαι ακόμη χαρούμενη και ενθουσιασμένη, αν δεν νιώθω το δέος. Να μην τα πολυλογώ, άρχισε να έρχεται με μορφή μικρών κυμάτων ο φόβος. Έκανα τα πάντα για να τον ελέγξω. Έφυγα μακριά από τον θίασο, ξάπλωσα πάνω σε μια πέτρα και προσπάθησα με εισπνοές και εκπνοές να τον διώξω… Εν μέρει τα είχα καταφέρει όταν στην πομπή, πριν απο την έναρξη της παράστασης, ένας συνάδελφος στράφηκε μέσα στο σκοτάδι προς το μέρος μου -η μουσική είχε αρχίσει, το θέατρο ήταν κατάμεστο- και μου είπε «θα λιποθημήσω». «Μην ανησυχείς, εγώ θα σε χαστουκίσω», του απάντησα ψυθιριστά, αλλά με θυμό, γιατί είχα καταλάβει πως το κακό είχε γίνει: Έχασα τον αυτοέλεγχο και όταν βγήκα στην σκηνή ήμουνα πλέον σε κατάσταση πανικού. Πέταξα τις πέτρες μου, φώναξα, έστρωσα την κουρελού μου, τύλιξα το κουβάρι μου, έκανα τους κύκλους μου, χάιδεψα την θυμέλη, που απαγορεύεται να πατάμε, αλλά ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί, είχα «φύγει».
Όταν τέλειωσα κατάλαβα πως τέλειωσαν και οι αντοχές μου και πως δεν είχα δύναμη να φύγω από την σκηνή και ότι το θηρίο είναι πιο δυνατό από μένα και θα με νικήσει. Έκανα το πρώτο βήμα προς την έξοδο και βάζοντας μεγάλη δύναμη το δεύτερο και το τρίτο, αλλά κοιτάζοντας πίσω μου έβλεπα πως η απόσταση από την θυμέλη αντί να μεγαλώνει μίκραινε. Κάτι με τραβούσε δυνατά προς το κέντρο. Η απόσταση προς την έξοδο αντιθέτως μεγάλωνε. Δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο την καρδιά μου… Με ένα τελευταίο μεγάλο βήμα και με μεγάλο κόπο ξεκόλλησα από την κεντρομόλο δύναμη κι έφτασα στην έξοδο. Γύρισα τότε πίσω μου να ρίξω ακόμη μια ματιά και είδα εκεί δίπλα στην θυμέλη, εκεί όπου πριν λίγο είχα απλώσει την κουρελού μου, ένα μαύρο σκυφτό πράγμα…το σκήνωμά μου… Άλλα δυο βήματα κι έπεσα κατω. Ήμουν έξω απο το θέατρο. Δύο φυλακές του χώρου ήρθαν προς το μέρος μου, με σήκωσαν και μου είπαν «γιατι κλαίτε κυρία Φιλιππίδου, δεν ακούτε το χειροκρότημα;» Δεν απάντησα και για να πω την αλήθεια δεν άκουγα τίποτα. Καθώς άρχισα να συνέρχομαι είδα απο αριστερά να έρχεται προς το μέρος μου τρέχοντας ο Μίμης Κουγιουτζής με το άσπρο του καθαρό πουκάμισο. Τα μαλλιά του, θυμάμαι, τα σήκωνε το αεράκι. Με αγκάλιασε και μου είπε: «συγχαρητήρια, Σοφία! Εκανες μεγάλη επιτυχία! Αυτό ήταν…!»
Ένα μικρό ρυάκι δάκρυα ποτίζει το ιερό χώμα
Ολια Λαζαρίδου
Είμαι στη σχολή ακόμα του Κουν (Θέατρο Τέχνης), στο Χορό των Επτά επί Θήβας. Φοράμε μάσκες και έχουμε κουραστεί από την πολύωρη πρόβα. Έχω γείρει πάνω στον θύρσο, που κρατώ, όταν ακούω τη φωνή του Κουν σαν κεραυνό. «Παιδί μου, ξύπνα, τι στάση είναι αυτή; Κι είσαι και μπρος μπρος! Πήγαινε πίσω να μη σε βλέπω.» Ακρα του τάφου σιωπή έχει επικρατήσει. Σα βρεγμένη γάτα σηκώνομαι και πάω να χαθώ πίσω πίσω… Δάκρυα τρέχουν και σχηματίζουν μικρές λιμνούλες μέσα στη μάσκα που τα εμποδίζει να κυλήσουν ελεύθερα. Κάθε τόσο τη μισανοίγω με τρόπο και ένα μικρό ρυάκι κυλάει και ποτίζει το ιερό χώμα. Tι μου ’χει μείνει απ’ όλο αυτό; Η λέξη μόχθος. Που την συνάντησα κατόπιν πολλές φορές εξασκώντας την τέχνη αυτή.
Οπου εμφανίζεται μια γάτα μαύρη και όπου πάει η Αννα την ακολουθεί
Θοδωρής Αμπαζής
Μια μέρα νωρίτερα από το Χορό, ετοιμάζοντας τις Τρωάδες το 2013 (ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε δική του σκηνοθεσία και με δικές του μουσικές), έχουμε φτάσει στην Επίδαυρο εγώ, η Άννα Κοκκίνου και η βοηθός μου Ελεάννα Τσίκλη. Φεύγουν όλοι και αφήνουν το θέατρο άδειο. Και μένουμε οι τρεις μας ολομόναχοι στις 11 περίπου το βράδυ. Επικρατεί απόλυτη μοναξιά. Υπάρχει ένα φοβερό φεγγάρι. Για μισή ώρα καθόμαστε σιωπηλά σε διαφορετικά σημεία των κερκίδων και ακούμε το θέατρο. Ξαφνικά πάει η Αννα στο κέντρο της Ορχήτρας και δοκιμάζει μόνη της κάποια πράγματα πολύ ήσυχα. Όπου εμφανίζεται μια γάτα μαύρη και όπου πάει η Αννα την ακολουθεί. Είναι διαρκώς γύρω της. Καταλαβαίνεις ότι ήταν μια στιγμή υπερβατική, θεϊκή, δεν ξέρω τι γινόταν εκείνη την ώρα. Οταν φύγαμε έφυγε κι η γάτα μαζί μας. Ηταν σαν η Επίδαυρος να μας έστειλε το καλωσόρισμά της.
Μια άλλη στιγμή, το 2003 με το Λιβαθινό κάνουμε φώτα μεταεσονύκτια για τη Μήδεια. Υπάρχει ένα λευκό πιάνο στη σκηνή. Εχει πάλι full moon. Kάνουν διάλειμμα οι τεχνικοί και κάθομαι μόνος στο πιάνο στις τρεις η ώρα τη νύχτα και παίζω, ενώ το τεράστιο θέατρο είναι λουσμένο απ’ το φεγγάρι. Έχω παίξει σε πολλά θέατρα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τέτοιο δέος δεν το ένιωσα ποτέ. Ένιωσα πως έγινα θεός για λίγο.