- H τέλεια ομορφιά
Η Τέλεια Ομορφιά *****
Ιταλία, Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Πρωταγωνιστούν: Τόνι Σερβίλο, Κάρλο Βερντόνε, Σαμπρίνα Φερίλι
Διάρκεια: 142’
Η επιφανειακότητα και η επίδειξη δείχνουν να κατέχουν τα ψηλότερα κλιμάκια στο βάθρο των σημερινών κοινωνικών αξιών. Ας μη διεισδύσει κανείς βαθύτερα, υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης με το άνοιγμα στον περίγυρο. Αντ’ αυτού, ας αφιερωθούμε στο να προβάλλουμε κεφάλαιο και στάτους για να είμαστε ασφαλείς. Ανήκουμε και στην ανώτερη τάξη; Έκτακτα, μπορούμε να τσιρίζουμε αδιαλείπτως για το βιοτικό μας επίπεδο και τις άσκοπες, άπληστες εμπειρίες που ο λαουτζίκος φθονεί μα δεν έχει και προσπαθεί να αποκτήσει.
Κάτω από αυτούς τους εσωτερικούς διαλόγους και λουσμένο από τους προβολείς της Ρώμης μοιάζει να γράφτηκε και να πραγματοποιήθηκε το νέο φιλμ του Πάολο Σορεντίνο, Η Τέλεια Ομορφιά. Ο Τζεπ, πρώην επιτυχημένος μυθιστοριογράφος και νυν δημοσιογράφος, έχοντας στα μπαγκάζια του ένα και μοναδικό βραβευμένο μπέστσελερ, κλείνει τα 65. Νιώθοντας πως οι μέρες του αρχίζουν και λιγοστεύουν πραγματοποιεί μια αναδρομική αυτοκριτική στις νύχτες που αλώνιζε και συνεχίζει να αλωνίζει στα κλαμπ της Ρώμης. Επανεκτιμά τη σχέση του με τους μπουρζουάδες «φίλους» του και τις γνωριμίες του, υμνώντας ταυτόχρονα το θανατηφόρο υπνωτισμό μιας πόλης που, σαν τις Σειρήνες, έλκει και κατασπαράζει τους διαβάτες.
Με εμφανή τη λατρεία του στους Ιταλούς auteur του ’50, κυρίως τον Φελίνι του 8½ και λιγότερο τον Αντονιόνι της Νύχτας, και με το λογοτεχνικό στυλιζάρισμα των σεναρίων του Ρενέ, ο σπεσιαλίστας Σορεντίνο παραδίδει μαθήματα σκηνοθεσίας. Ονειρικά τράβελλινγκ, πανέμορφα γκρο πλαν και γενικά πλάνα συνθέτουν μερικές από τις ωραιότερες σεκάνς που είδαμε το ’13. Το παράλογο και το οραματικό αποτελούν δύο από τις συνισταμένες με τις οποίες ο σκηνοθέτης συνθέτει ένα δριμύ «κατηγορώ» στην ανέπαφη με την πραγματικότητα ανώτερη τάξη, αποκαλύπτωντας σιγά σιγά τη δυσωδία μιας σήψης που καμία σχέση δεν έχει με το πανάκριβο Γκούτσι σύνολο υφάσματος (και δέρματος) που την καλύπτει.
Με μια λέξη: εκθαμβωτικό. Εμπνευσμένο και προβληματισμένο, φτιαγμένο με πάθος και κρατώντας ακέραιη τη μοναδική του γοητεία.
Συγγραφείς που έκαναν όνομα μέσω του συζύγου, ιερωμένοι που εμπορεύονται τους εν ζωή «αγίους», πρώην τηλεοπτικοί σταρ που η ζωή τους είναι τα πάρτυ, η κοκαίνη και το γκλάμουρ. Ο Τζεπ (ο Τόνι Σερβίλο ως Μαρτσέλο Μαστρογιάνι των καιρών μας) είναι ένας από αυτούς, μα είναι και ο εκλεκτός που θα αφυπνιστεί και θα διερωτηθεί σχετικά με το νόημα των πράξεών του. Οι πρωινές ώρες δεν ανήκουν στη σφαίρα της καθημερινότητάς του, και το βράδυ απαστράπτον και (όπως θέλουν να νομίζουν) απρόβλεπτο. Το γυαλιστερό κρύο μάρμαρο της Ρώμης είναι η ψυχή του: μνημειώδης, θελκτική μα ψυχρή και άβολη. Υπάρχει ελπίδα να περάσει στην απέναντι όχθη; Είναι η Τέλεια Ομορφιά μια ουτοπία;
Παράλληλα, με μια ασύλληπτη φωτογραφία και με μια θεϊκή μουσική συνθέτει και το ερωτικό πορτραίτο της πόλης. Μικρά καθημερινά περιστατικά απεικονίζονται σχεδόν τελετουργικά, εξυμνώντας τον αισθησιασμό της ιταλικής πρωτεύουσας, ένα πανέμορφο αναγεννησιακό γυμνό, με όγκο και τελετουργική εσάνς. Ο ήλιος την κάνει να λάμπει, τα νυχτερινά νέον φώτα έλκουν σεξουαλικά, μια βόλτα στην Πιάτσα Ναβόνα, ένας τουρίστας που λιποθυμά θαμπωμένος από τα κάλλη της πόλης. Μαγικά τρικ και αναμνήσεις από ένα ένδοξο παρελθόν. Αλλά στο βυθό της κρύβονται οι απειλές και πρέπει να ξέρεις να σουλατσάρεις για να μείνεις αγνά και όχι νοσηρά ερωτευμένος μαζί της.
Μικρό παράπονο: θα μπορούσε να είναι ένα μισάωρο μικρότερη. Παρά την ομορφιά που υπάρχει σε όλες τις ακολουθίες, το νόημα, αν και παραμένει σταθερό, μοιάζει να ξεχειλώνεται μέσα από τη φλυαρία που επικρατεί στο τελευταίο μισάωρο. Σίγουρα όλες οι σεκάνς έχουν κάτι να προσθέσουν, μια μικρή λεπτομέρεια που συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των λεγομένων του Σορεντίνο, μα θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν και μέσα από ένα προσεκτικότερο κόψε-ράψε να δημιουργήσουν το απόλυτο φελινικό αριστούργημα της χρονιάς.
Με μια λέξη: εκθαμβωτικό. Εμπνευσμένο και προβληματισμένο, φτιαγμένο με πάθος και κρατώντας ακέραιη τη μοναδική του γοητεία. Μετά το «ατόπημα» του Εκεί που Χτυπά η Καρδιά Μου, ο Σορεντίνο ανακάμπτει δυναμικά κάνοντας διάφορους συναδέλφους του να σκίσουν σενάρια.
- Ραγισμένα Όνειρα
Ραγισμένα Όνειρα ***1/2**
Βέλγιο, Ολλανδία, 2012, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Φέλιξ Βαν Γκρόνινγκεν
Πρωταγωνιστούν: Βερλ Μπάτενς, Γιόχαν Χέλντεμπεργκ, Νελ Κατρίς
Διάρκεια: 111’
Αυτός (Ντιντιέ) γουστάρει την Αμερική, τον Μπιλ Μονρό και το μπάντζο του. Εκείνη (Ελίζ) μαρκάρει το δέρμα της με τα ονόματα των εραστών της και μόλις τελειώνουν οι σχέσεις τα καλύπτει. Ερωτεύονται και παίζουν μαζί στη bluegrass μπάντα του. το ειδύλλιό τους θα καρποφορήσει στο προσωπάκι της Μέημπελ, μιας γλυκύτατης μικρούλας που απορεί σχετικά με τον κόσμο που την περιτριγυρίζει. Η Μέημπελ έχει καρκίνο. Θα το παλέψουν. Θα ταραχτούν. Θα στιγματιστούν όπως το δέρμα της Ελίζ. Μα μπορεί μια δεύτερη στρώση μελανιού να σβήσει ολικά αυτό που έχει ήδη γραφτεί;
Ο Φέλιξ Βαν Γκρόνινγκεν στα Ραγισμένα Όνειρα δεν προσπαθεί να επανεφεύρει τον τροχό, συντελώντας μια τομή στο βέλγικο κινηματογράφο. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιεί την ευαισθησία και τις μουσικές του αναζητήσεις ως πυξίδα για να χτίσει ένα δράμα χαρακτήρων. Άλλοτε συντρίβει με το ψυχρό λευκό του, άλλοτε θυμίζει στιγμές μεγαλείου παρόμοιες με τα συναυλιακά πλάνα του I Walk The Line, καίει κύτταρα με ψυχεδελικές απεικονίσεις και χαμογελάει βουρκωμένος μπροστά στην αποδοχή της συνέχειας της ζωής. και όλα αυτά χωρίς να ακολουθεί -ή ακόμα πιο εγωιστικά να προσπαθεί να δημιουργήσει- μια συγκεκριμένη σκηνοθετική σχολή.
Καταθλιπτική ως επί το πλείστον, όχι λόγω μιας σκυθρωπής φιλοσοφικής προσέγγισης, μα λόγω του καθόλα ρεαλιστικού λυρισμού της.
Βασίζει τις ελπίδες του σε ένα σενάριο και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Ούτε το μεν ούτε οι δε πρωτοτυπούν, μα με την λιτότητα και τη θέλησή τους επιβεβαιώνουν ότι το παρατράβηγμα δεν είναι απαραίτητα η συνταγή με την οποία διαμορφώνεται μια καλή ταινία. Θυσιάζει τη γραμμικότητα της πλοκής για να δείξει τις αντιθέσεις μεταξύ του πεσιμισμού της κατάληξης και της παρορμητικότητας του ξεκινήματος, καθιστώντας έτσι ευκολότερη τη συμπόνοια προς το δράμα και την κατεδάφιση των ρομαντικών ονείρων. Κρατάει τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του θεατρικού πάνω στο οποίο βασίζει το φιλμ του για να προβληματίσει ποιητικά. Και στο τέλος αφήνει τα δάκρυα να τρέξουν στις άκρες ενός χαμόγελου που προσκυνά την ένδοξη ζωή.
Θα ήταν τεράστια παράλειψη να μην αναφερθώ στο πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση της μουσικής και η ανάδειξή της από ατμοσφαιρικό μέσο σε κεντρικό πρωταγωνιστή. Εκεί που ο άνθρωπος αποτυγχάνει να δείξει μόνος του πηγαία τις βαθύτερες φολίδες του έρχονται οι bluegrass ρυθμοί και τα επιλεκτικά πλάνα του Βαν Γκρόνινγκεν να καλύψουν το όποιο κενό με επιτυχία. Και περιττό να πούμε πως, έστω και ανίδεος να είναι κανείς στο συγκεκριμένο ιδίωμα (yours truly), το σάουντρακ της ταινίας προσφέρει αρκετά ονόματα καλλιτεχνών και κομμάτια ως πρότυπο εγχειρίδιο αρχαρίων για να συνεχίσει το ψάξιμο.
Καταθλιπτική ως επί το πλείστον, όχι λόγω μιας σκυθρωπής φιλοσοφικής προσέγγισης, μα λόγω του καθόλα ρεαλιστικού λυρισμού της. Ακούστε από La Dispute το I See Everything, βγάλτε το απαισιόδοξο κλείσιμό του, αντικαταστήστε τα πανκ ριφς με Americana ήχους (όπως η μουσική στροφή του Ντιντιέ) και έχετε ένα μήνυμα παρόμοιο με αυτό των Ραγισμένων ονείρων.