Σοφὴ στοὺς σοφοὺς εἶναι ἡ στάση
Ἐτούτη ἐδῶ θὰ ἦταν μᾶλλον ἡ χρονιὰ τῶν ἀποφθεγμάτων. Ξεκίνησε μὲ τὶς δυό τους σκυμμένες πάνω ἀπὸ ἕνα μικρὸ βιβλίο μὲ λιτὸ ἄσπρο ἐξώφυλλο: Ἱστορίες τοῦ κ. Κόυνερ. Ἡ διαλεκτικὴ σὰν τρόπος ζωῆς. Μπέρτολτ Μπρέχτ.
Οἱ δυό τους, δηλαδὴ ἡ Τατιάνα καὶ ἡ Εἰρήνη. Ἡ Τατιάνα ἦταν καινούργιο εὕρημα, μέλος τῆς παράταξης βέβαια, γεννημένη ἀκριβῶς τὴ χρονιὰ καὶ τὴ μέρα ποὺ χτίστηκε τὸ «τεῖχος τοῦ αἴσχους» στὸ Βερολίνο. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη πληροφορία ποὺ ἔδινε γιὰ τὸ ἄτομό της μόλις τὴν γνώριζες. Τὴν μετέδιδε μὲ μάτια διεσταλμένα, σὰν νὰ κουβαλοῦσε κι ἡ ἴδια λίγο ἀπὸ τὸ «αἶσχος», σὰν νὰ ἔβλεπε κάπου μακριὰ ἀνθρώπους νὰ προσπαθοῦν νὰ γλιτώσουν ἀπὸ τὴν καταπίεση καὶ νὰ πέφτουν ἡττημένοι. Ἡττημένοι ἀπὸ τὸ καθεστὼς ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει πράξη τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄχ, ἦταν φοβερὰ γοητευτικὴ ἡ νέα φίλη: σοκολατένια χωρὶς μαύρισμα ἀπ’ τὸν ἥλιο, μὲ τέλειες ἀναλογίες, γήινη, μὲ χαρακτηριστικὰ χυμώδη καὶ συνάμα χαριτωμένα, μὲ μύτη ποὺ ἀνασηκωνόταν πρὸς τὰ πάνω. Ἡ αἰθέρια ὀμορφιὰ τῆς Χαρᾶς, μὲ τὰ ντροπαλὰ κοκκινίσματα στὰ μάγουλα, ἐπισκιάστηκε ἀρκετά. Τώρα ἡ Εἰρήνη εἶχε νὰ θαυμάζει καὶ νὰ ἀναμετριέται μὲ τὴν Τατιάνα.
Μαζὶ προσπαθοῦσαν μὲ πάθος νὰ ἐξιχνιάσουν τὶς περίεργες ἱστορίες τοῦ Μπρέχτ. Αὐτὸ τὸ ὀλιγοσέλιδο ἄσπρο βιβλιαράκι κόντευε νὰ γίνει φύλλο καὶ φτερό. Ἡ πρώτη ἱστορία ἦταν ἡ ἀγαπημένη τους καὶ τὴν εἶχαν μάθει ἀπέξω. Ἕνας καθηγητὴς πάει στὸν κύριο Κόυνερ καὶ τοῦ λέει διάφορες σοφίες, ἐνῶ κάθεται στὴν πολυθρόνα μὲ τρόπο ἐνοχλητικό. Ὅταν ὁ «σοφὸς» ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κόυνερ νὰ τοῦ σχολιάσει τὶς θεωρίες του, αὐτὸς τὸν ἀποπαίρνει γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κάθεται, καὶ στὸ τέλος τοῦ λέει: «Βλέποντας τὴ στάση σου παύει νὰ μ’ ἐνδιαφέρει ὁ στόχος σου».
Ὁ ἀδελφὸς τῆς Τατιάνας, ποὺ ἦταν τρία χρόνια μεγαλύτερος καὶ μαοϊκὸς ἀπὸ καιρό (ἡ Τατιάνα εἶχε ἐκμυστηρευθεῖ στὴν Εἰρήνη ὅτι ὁ Σπύρος πότε πότε μαύριζε τὰ νύχια του μὲ μολύβι γιὰ νὰ μοιάζει μὲ ἐργάτη, ἀλλὰ τὴν εἶχε ἐξορκίσει νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανέναν), τὶς εἶχε βοηθήσει νὰ καταλάβουν τὴν ἱστορία. Ἔλεγε πὼς ἦταν μιὰ ἀντιστροφὴ τῆς σταλινικῆς νοοτροπίας τοῦ «ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα». Ὄχι, καθόλου δὲν τὰ ἁγιάζει. Δὲν μπορεῖς νὰ διαστρεβλώνεις τὴν ἀλήθεια, νὰ παραπλανᾶς τὸν λαό, νὰ φιμώνεις τὶς διαφορετικὲς ἀπόψεις, νὰ θυσιάζεις ἀνθρώπους, ἐν ὀνόματι κάποιας μελλοντικῆς κοινωνίας. Πὲς ὅτι ὁ σκοπὸς εἶναι ἀγαθός· ἂν ὅμως τὰ μέσα εἶναι ἄτιμα, τότε ὁ σκοπὸς κηλιδώνεται, μπορεῖ καὶ νὰ ἀκυρώνεται ὁλωσδιόλου. Βλέποντας τὴ στάση σου (τὰ μέσα), παύει νὰ μὲ ἐνδιαφέρει ὁ στόχος σου – δὲν πιστεύω πιὰ ὅτι μπορεῖς νὰ καταφέρεις ὅ,τι ὑπόσχεσαι.
Ἡ Εἰρήνη καὶ ἡ Τατιάνα ἦταν ἐνθουσιασμένες μὲ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη ποὺ ἔγινε μπρὸς στὰ μάτια τους: πῶς μιὰ «ἱστορία» μὲ ἕναν καθηγητὴ ποὺ κάθεται μὲ ἄσχημο τρόπο σὲ μιὰ πολυθρόνα μπορεῖ νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τόσο βαθιὰ νοήματα! Στὴν οὐσία λοιπὸν «στάση» σημαίνει τὸ πῶς τοποθετεῖται κανεὶς ἀπέναντι στὰ πράγματα, ἂν ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φέρεται ἀντανακλᾶ αὐτὰ ποὺ πιστεύει. Ἡ στάση τοῦ σώματος ἀντὶ γιὰ τὴ στάση στὴ ζωή. Ὁ Μπρὲχτ ἔκανε τὴ μεταφορὰ κυριολεξία. Πολὺ ἔξυπνος τρόπος γιὰ νὰ μιλήσει κανείς! Γεννᾶ εἰκόνες ἀντὶ νὰ προβάλλει σκέτες ἔννοιες. Βλέπεις τὸν ἴδιο τὸν καθηγητὴ μπροστά σου καὶ λὲς «ἐγώ, ὄχι ἔτσι». Χμ, ἐνδιαφέρον, πολὺ ἐνδιαφέρον.
Κάποιες ἄλλες ἱστορίες, ὅμως, ἦταν πιὸ δύσκολο νὰ τὶς καταλάβει κανείς, καὶ ὁ Σπύρος ὄχι πάντα πρόθυμος νὰ τὶς ἐξηγήσει. Εἶχε σοβαρότερα πράγματα νὰ κάνει. Ἐννοεῖται. Στὶς διακοπές του πῆγε μιὰ φορὰ καὶ δούλεψε σὲ ἐργοστάσιο! Ἤθελε νὰ γνωρίσει τὶς συνθῆκες ζωῆς τῶν ἐργατῶν, ὅπως ἐξήγησε ἡ Τατιάνα, ἴσως καὶ νὰ στήσει κάποιον μαοϊκὸ «πυρήνα» (τὸ τελευταῖο δὲν ξεκαθαρίστηκε). Δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ ἀφιερώνει πολὺ χρόνο στὴν ἀδελφή του. Ὅσο γιὰ τὴ φίλη της, προφανῶς δὲν τοῦ κινοῦσε ἰδιαίτερα τὸ ἐνδιαφέρον – αὐτὸς πολιορκοῦσε μιὰ κοπέλα τῆς τάξης του μὲ ξανθὰ κυματιστὰ μαλλιὰ καὶ ἀπόμακρο βλέμμα (ἀλλὰ φαίνεται πὼς ἡ πολιορκία ἀργοῦσε νὰ φέρει ἀποτέλεσμα).
Ὁ σοσιαλισμὸς ἢ θὰ εἶναι δημοκρατικὸς ἢ δὲν θὰ ὑπάρξει καθόλου
Ἡ λέξη «πυρήνας» κάπως τάραξε τὴν Εἰρήνη ὅταν κατάλαβε ὅτι συμμετεῖχε καὶ ἡ ἴδια σὲ ἕναν. Εἶχε κατὰ κάποιον τρόπο ἐνηλικιωθεῖ, ἀφοῦ εἶχε γίνει δεκτὴ στὴν Ὀργάνωση, ἕνα σκαλὶ παραπάνω ἀπὸ τὴν παράταξη, στὴν ἴδια τὴν ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραῖος. Ρήγας Φεραῖος! Τί ἐξαίρετη ἐπιλογὴ γιὰ τὸ ὄνομα τῆς Ὀργάνωσης! Ὁ συμπαθέστατος ἐπαναστάτης, ὁ διεθνιστής, ὁ τραγικὸς ἥρωας. «Ὅποιος ἐλεύτερα συλλογᾶται, συλλογᾶται καλά». Τόσο ἁπλὸ καὶ τόσο τέλειο!
Ἡ Εἰρήνη ἄρχισε νὰ γράφει παντοῦ τὰ ἀρχικά: Ρ.Φ., Ρ.Φ., Ρ.Φ. Οὔτε ἡ ὑπογραφή της νὰ ἤτανε! Ὅσο γιὰ τὸ ΕΚΟΝ, Ἑλληνικὴ Κομμουνιστικὴ Νεολαία, συμφωνοῦσε. Τὴν εἶχαν πληροφορήσει ὅτι ἡ ἄλλη ἐπιλογή, ΠΟΝ, Πανελλήνια Ὀργάνωση Νέων, εἶχε μειοψηφήσει στὴ «συνδιάσκεψη». Ἡ Εἰρήνη τάχθηκε μὲ τὴν πλειοψηφία.
Βέβαια κάποιες λέξεις, ὅπως αὐτὸς ὁ «πυρήνας», τὴν ἔκαναν νὰ νιώθει ἄβολα. Ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιατὶ ἀποκάλυπταν ὅτι ἀνῆκε πιὰ κανεὶς σὲ ἕναν χῶρο μὲ εἰδικὴ γλώσσα, ἕναν ὁρισμένο κύκλο μὲ συνθηματικὴ ὁρολογία. Γρήγορα ὅμως τὸ συνήθισε καὶ μποροῦσε νὰ ἐκφέρει μὲ φυσικότητα ἀκόμα καὶ τὴ λέξη «ἀκτίφ», δηλαδὴ συνάντηση τῶν ἐκπροσώπων τῶν πυρήνων.
«Ὁ σοσιαλισμὸς ἢ θὰ εἶναι δημοκρατικὸς ἢ δὲν θὰ ὑπάρξει καθόλου». Αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο ἀπόφθεγμα τῆς χρονιᾶς καὶ τὸ εὐαγγέλιο τῆς Ὀργάνωσης. Ἡ δημοκρατία, δηλαδή, ὡς βάση καὶ προϋπόθεση. Τὸ μοντέλο ὅπου μιὰ μειοψηφία, τὸ ἐπαναστατικὸ κόμμα, ἀποφάσιζε γιὰ τοὺς ἄλλους στὸ ὄνομά τους ἦταν ξοφλημένο· εἶχε ὁδηγήσει σὲ μιὰ κοινὴ δικτατορία. Τὴν εἶχαν ὀνομάσει «δικτατορία τοῦ προλεταριάτου», οὐσιαστικὰ ὅμως δὲν διέφερε ἀπὸ τὶς ἄλλες. Καὶ μετὰ τὸ πικρὸ αὐτὸ μάθημα, τὸ μάθημα τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ», τώρα γνώριζε κανεὶς ὅτι ὁ σοσιαλισμὸς καὶ ἡ δημοκρατία ἔπρεπε νὰ συμβαδίζουν, ἦταν ἄρρηκτα συνδεδεμένα.
Σοσιαλισμὸς μὲ ἀνθρώπινο πρόσωπο, σοσιαλισμὸς μὲ ἐθνικὰ χρώματα. Τὸ Κόμμα τους ζητοῦσε τὴν ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, ὅπου ὁ σοσιαλισμὸς εἶχε γίνει ἀπάνθρωπος καὶ στρατοκρατικός (τρανὴ ἀπόδειξη ἡ εἰσβολὴ στὴν Τσεχοσλοβακία), τὸν αὐτοπροσδιορισμὸ μὲ βάση τὶς ἐθνικὲς ἰδιαιτερότητες. Ἄλλα τὰ προβλήματα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἐπιλυθοῦν στὴν ἀγροτικὴ Ρωσία τῆς ἐποχῆς τοῦ Λένιν καὶ ἄλλα ὅσα ὄφειλε κανεὶς νὰ λάβει ὑπόψη στὴν Ἑλλάδα τοῦ 1976. Ὅσο κι ἂν κορόιδευαν τὸ «ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν» τοῦ Καραμανλῆ, δέχονταν ὅτι ἡ μοίρα τοῦ τόπου ἦταν συνυφασμένη μὲ τὴ μοίρα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, μὲ τοὺς ἀνεπτυγμένους θεσμούς, τὸ ἀνεπτυγμένο ἐργατικὸ κίνημα, τὶς ἀντιλήψεις γιὰ τὸν πλουραλισμό.
Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ μάθαιναν κατὰ τὴ «διαφώτιση», ποὺ πραγματοποιόταν στὴν ἀρχὴ κάθε συνεδρίασης. Ἦταν τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ἰδεολογίας τους, αὐτὸ ποὺ τοὺς ξεχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅσο γιὰ τὸν ὅρο «διαφώτιση», κάποιοι σκέφτονταν πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν ἀλλάξουν. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα ἀπολίθωμα ἀπὸ τὰ παλιά, ἔλεγαν, ὅταν κάποιος ὑποτίθεται ὅτι κατεῖχε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν μετέδιδε. Κανεὶς ὅμως δὲν ἦταν ὁ ἀποκλειστικὸς κάτοχος τῆς ἀλήθειας, οὔτε ἐκπορευόταν ἡ ἀλήθεια σὰν τὸ «φῶς τὸ ἀληθινὸ» ἀπὸ κάποια πηγή. Ἡ ἀλήθεια συνδιαμορφωνόταν, ἦταν ἀποτέλεσμα «ζύμωσης». Ἑπομένως θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντικαταστήσουν τὴ «διαφώτιση» μὲ τὴν «ἰδεολογικὴ δουλειά». Πόσο σωστοὶ ἦταν αὐτοὶ οἱ προβληματισμοί! Ἡ Εἰρήνη, παρατηρώντας τὰ πρόσωπα γύρω της, ἀπαντοῦσε διαρκῶς νοερὰ στὴ μάνα της: «Ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζει, καὶ βέβαια ἀλλάζει!».
Μὲ νέα ἐφόδια πῆγαν φέτος στὴν πορεία τοῦ Πολυτεχνείου. Τὸ σύνθημα «ΕΟΚ καὶ ΝΑΤΟ τὸ ἴδιο συνδικάτο» δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸ φωνάξουν. Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονομικὴ Κοινότητα μποροῦσε, μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα, νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ «Εὐρώπη τῶν ἐργαζομένων», ἔπρεπε νὰ παλέψουν γι’ αὐτό, ὄχι νὰ καταδικάζουν ἐκ τῶν προτέρων. Οὔτε κόλαση οὔτε παράδεισος· ἁπλῶς ἕνα πεδίο ἀντιπαράθεσης. «Τὰ βλέπετε ὅλα ἄσπρο-μαῦρο», κατηγοροῦσαν τοὺς συντρόφους τῆς «ἄλλης ὄχθης» ἀλλὰ καὶ τοὺς Πασόκους· «μάθετε νὰ ξεχωρίζετε τὶς ἀποχρώσεις».
Μετὰ τὴν πορεία, μὲ τὴ Λίνα καὶ τὸν Ἠλία, κατέληξαν στὸ σπίτι τῆς Τατιάνας ποὺ βρισκόταν κοντά. Εἶχαν μόλις φύγει οἱ καλεσμένοι τῆς μητέρας της, ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει τὴν πορεία ἀπὸ τὸ μπαλκόνι. Σὲ κάτι δίσκους εἶχαν ἀπομείνει μερικὰ γλυκίσματα μέσα στὶς μικροσκοπικὲς χάρτινες φωλίτσες τους. Ζύμη, κρέμα κι ἕνα κομμάτι λαχταριστὸς ἀνανὰς ἀπὸ πάνω. Τὸ ἔκανες μιὰ χαψιά. Ἡ Εἰρήνη πρώτη φορὰ ἔτρωγε τέτοιο γλυκό, ποὺ ἦταν γλυκὸ καὶ ταυτόχρονα ἄγλυκο. Πάστα σοκολατίνα, πάστα ἀμυγδάλου: αὐτὰ μονάχα διέθετε τὸ ζαχαροπλαστεῖο τῆς γειτονιᾶς της.
Ἰσμοὶ
Ὁ ὡραιότερος -ισμὸς μετά, ἐννοεῖται, τὸν σοσιαλισμό (μὲ ἀνθρώπινο πρόσωπο) ἦταν ὁ πλουραλισμός. Πλουραλισμός: ἡ πολιτικὴ βούληση νὰ μὴ φιμώνεται καμία φωνή, καμία πολιτικὴ τάση, καμία ἀπόχρωση. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἴδια ἡ δημοκρατία. Θὰ μποροῦσαν, μεταφράζοντας κατὰ κάποιον τρόπο, νὰ λένε «πολυφωνία», ἀλλὰ τότε ἡ λέξη δὲν θὰ ἐξέφραζε τὸ ἴδιο νόημα. Γιατὶ ὁ «πλουραλισμὸς» εἶχε τὴν ἰδιαίτερη ἀριστερὴ γεύση του, ποὺ ἐμπεριεῖχε τὴν κριτικὴ πρὸς τὸν αὐταρχισμὸ τοῦ σοβιετικοῦ συστήματος καὶ τὴν αὐτοκριτικὴ ἀκόμα. Σήμαινε: ὄχι πιὰ μονοκρατορία τοῦ ἑνὸς κόμματος, ὅσο κι ἂν αὐτὸ τὸ κόμμα λέει ὅτι ἐργάζεται γιὰ τὸ καλὸ τοῦ λαοῦ. Ὁ πλουραλισμὸς λοιπὸν χρειαζόταν στὸ σημερινὸ λεξιλόγιο – ἕνα τὸ κρατούμενο.
Ὁ ἀλτρουισμὸς πάλι ἦταν συμπαθητικὴ λέξη, ἂν καὶ ἔκανε κατάχρησή της ὁ θεολόγος. Ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἶχε πάρει καὶ ἡ Ἀλεξία, ποὺ τὴν συνδύαζε καὶ μὲ τὸν σαμαρακισμό της. Πῶς ἀλλιῶς μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς; Ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον; Τότε ὁ θεολόγος θὰ ἔχανε τὴ δεύτερη ἀγαπημένη λέξη του, θὰ ἔλεγε μόνο «ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη». Λοιπὸν καὶ ὁ ἀλτρουισμὸς χρειαζόταν – δεύτερο κρατούμενο.
Ὁ φεμινισμὸς μήπως; Ἀπολύτως ἀπαραίτητος! Εἶναι σχεδὸν ἕνα ὄργανο, ἡ ἴδια ἡ λέξη, γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἰσότητας. Ἂν προσπαθήσεις νὰ ἐμπλέξεις τὴ «γυναίκα» στὴν ὁρολογία, ἀκούγεται σὰν σκέτη ὀπισθοδρόμηση – «γυναικισμός», γιὰ φαντάσου, ἢ «γυναικότητα»! Τρίτο κρατούμενο.
Οἱ περισσότεροι -ισμοὶ πάντως δὲν δήλωναν συμπαθητικὲς ἔννοιες, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἦταν λιγότερο χρήσιμοι. Ρεβιζιονισμός: πῶς θὰ ἔβριζαν τοὺς Ρηγάδες οἱ Κνίτες ἂν χανόταν αὐτὴ ἡ λέξη; Τὸ «ἀναθεωρητισμὸς» δὲν λέει τίποτα, εἶναι σχεδὸν ἐπιστημονικό. (Ἂν καὶ μὲ τὸ ἐπίθετο κάτι γίνεται: «Εἶστε ἀναθεωρητές, φτού!».) Ἐνῶ μέσα στὸν ρεβιζιονισμὸ ἀκούγεται ὅλη ἡ ἀπαξίωση τοῦ γνήσιου ἐπαναστάτη γιὰ τοὺς συμβιβασμένους. Νὰ μείνει! Καὶ οἱ Ρηγάδες ἄλλωστε ἔχουν ἕνα σωρὸ -ισμοὺς γιὰ νὰ ἀπαντᾶνε.
Ὅπως, ἂς ποῦμε, τὸν μαξιμαλισμό. Πολὺ χρήσιμη λέξη. Οἱ Κνίτες πάσχουν ἀπὸ μαξιμαλισμό, δηλαδὴ προβάλλουν ἀνέφικτους στόχους, πολὺ μακρινούς. Κάτι σὰν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν τῶν χριστιανῶν… Καὶ χαντακώνουν τὸ παρόν, μὴ βλέποντας πὼς ἡ ζωὴ ἐδῶ καὶ τώρα ἔχει τὴν ἀξία της καὶ πρέπει νὰ βελτιωθεῖ. Ὁ πατερναλισμὸς μπορεῖ ἐπίσης νὰ χρησιμοποιηθεῖ γι’ αὐτοὺς ποὺ παριστάνουν τοὺς πατερούληδες τοῦ κινήματος. Μὲ πρότυπο τὸν μεγάλο πατέρα, αὐτὸν μὲ τὴ μουστάκα.
Ὀπορτουνισμός: πολὺ κακὸ πράγμα γενικῶς. Τὸ νὰ κυνηγᾶ κανεὶς τὶς εὐκαιρίες. Νὰ ἀλλάζει στάση, ἀνάλογα μὲ τὸ κατὰ ποῦ φυσᾶ ὁ ἄνεμος.
Σεχταρισμός: ἀρκετὰ κακός. Τὸν ἤξερε ὁ ἀδελφὸς τῆς Τατιάνας, ἐπειδὴ ἦταν καὶ ὁ ἴδιος ὀλίγον «σέχτα», ὅπως παραδεχόταν ἄλλωστε – ἡ τάση νὰ περιχαρακώνεσαι σὲ μιὰ πολὺ μικρὴ ὁμάδα.
Τὸν ντετερμινισμὸ τὸν ἐξηγοῦσαν τὰ βιβλία τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ. Σήμαινε πὼς κάτι θὰ γίνει ὁπωσδήποτε, γιατὶ ἐκεῖ ὁδηγοῦν ἀντικειμενικὰ οἱ καταστάσεις. Τὸ ἴδιο περίπου μὲ τὴ νομοτέλεια. Εἶναι ὅμως λάθος ἐντέλει νὰ σκέφτεται κανεὶς ἔτσι, γιατὶ ἀποκλείεται ἡ ἀνθρώπινη βούληση.
Ὅσο γιὰ τὸν σολιψισμό, οὔφ, αὐτὸς κι ἂν ἦταν δύσκολος ὅρος. Ἀπὸ τὸ solus ipse, μόνο ὁ ἑαυτός μου, δηλαδὴ ὅταν στὴ σκέψη κάποιου δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ὑποκείμενό του, μὲ ἄλλα λόγια τὸ ἄκρον ἄωτον τοῦ ἰδεαλισμοῦ…
Λατινογενεῖς ὅροι – νά ποὺ χρησίμευαν κάπου καὶ τὰ λατινικὰ ἐντέλει!
Ἡ Εἰρήνη εἶχε καταρτίσει ἕναν ὡραῖο κατάλογο μὲ τοὺς πιὸ ἐνδιαφέροντες -ισμοὺς ποὺ ἤξερε, τοὺς εἶχε γράψει μὲ κόκκινο στὸ πρόχειρό της καὶ δίπλα, μὲ μπλέ, τὴν ἐξήγησή τους. Εἶχε ἀνοιχτὸ τὸ πρόχειρο πλάι της, στὸ θρανίο, γιὰ νὰ περάσει ὁ μαθηματικὸς νὰ κάνει πάλι τὸ εἰρωνικό του σχόλιο. Τότε θὰ τοῦ ἀπαντοῦσε ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ -ισμοὶ εἶναι πολὺ χρήσιμοι, δηλώνουν μιὰ νέα κατάσταση, ἕνα νέο ἐπίπεδο σκέψης, καὶ πὼς εἶναι σκέτος συντηρητισμός (ὁρίστε, ἂν θέλει μιὰ παλαιότατη ἑλληνικὴ λέξη) νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ ἀναχαιτίσει τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας.
Ἀλλὰ ὁ κύριος Εὐθυμίου, τώρα ποὺ τὸν προκαλοῦσε, δὲν ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸ τετράδιό της.
Τέχνη γιὰ τὸν λαό;
Τὴ Μαθητικὴ Πορεία τὴν πουλοῦσαν συστηματικὰ καὶ φρόντιζαν νὰ φτάσει σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα χέρια. Ἔτσι διαδίδονταν οἱ ἰδέες τους. Ἀλλὰ μιὰ μέρα ἡ Εἰρήνη ἀγανάκτησε. Εἶχε μέσα ἕνα διήγημα, μὰ τί διήγημα! Σαμαράκης ἦταν, ὅμως διαφορετικὸς ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παράξενα κείμενα ποὺ εἶχαν γοητεύσει πέρυσι τὴν τάξη. Ἴσως βέβαια καὶ νὰ εἶχε ἀλλάξει πιὰ τὸ γοῦστο της, ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλιῶς σὲ ὅλα ἐξελισσόταν. Ἰδοὺ ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος: Ἕνα πλουσιόπαιδο, λέει, ποὺ νοιαζόταν μόνο γιὰ ταξίδια καὶ λοῦσα, ἤθελε νὰ παραστήσει τὸν συγγραφέα καὶ νὰ γράψει ἕνα δοκίμιο μὲ τίτλο «Ναί, ἡ τέχνη γιὰ τὴν τέχνη!». Ἀλλὰ βρέθηκε κάποτε κατὰ τύχη μέσα σὲ φτωχοὺς ἀνθρώπους, ἀναγκάστηκε νὰ συντάξει γι’ αὐτοὺς κάποιες ἐπιστολές, καὶ τότε κατάλαβε τὸ λάθος τῆς ζωῆς ποὺ ζοῦσε ὣς τότε.
Τί φτιαχτὸ κείμενο, γραμμένο μονάχα γιὰ νὰ σὲ κάνει νὰ πεῖς μαζὶ μὲ τὸν συγγραφέα «ἡ τέχνη πρέπει νὰ εἶναι γιὰ τὸν λαό». Τελικὰ ὅμως ὁ Σαμαράκης κατέληξε νὰ μὴν κάνει τέχνη. Τὸ διήγημα ἦταν φοβερὰ ἁπλοϊκό! Ἕνας τόσο «κακὸς» ἥρωας νὰ γίνει μεμιᾶς τόσο «καλός»…
Ἡ Εἰρήνη κατέβηκε στὰ Ἐξάρχεια. Εὐτυχῶς τὸ λεωφορεῖο ἐξυπηρετοῦσε, γιατὶ ἦταν πολὺ φορτωμένη μὲ μαθήματα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διαθέσει ὅλο τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης γιὰ δουλειὲς τῆς Ὀργάνωσης. Ἐξάρχεια, ἄγνωστη περιοχή. Ἐντόπισε, ρωτώντας ἀδιάκοπα ὅποιον συναντοῦσε μπροστά της, τὴν ὁδὸ Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου βρίσκονταν τὰ γραφεῖα τῆς ΔΗΜΑΚ καὶ τῆς Μαθητικῆς Πορείας. Ζωοδόχου Πηγῆς: κάποια ἐκκλησία ὑπῆρχε ἐκεῖ, χαμηλότερα. Ὁμολογουμένως ἀκουγόταν λίγο ἀστεῖο νὰ βρίσκονται ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸν δρόμο τὰ γραφεῖα τους. Κάποτε μπορεῖ ὡστόσο νὰ τὸν μετονόμαζαν: «ὁδὸς Καρόλου Μάρξ», ἂς ποῦμε· δὲν ἀκουγόταν διόλου ἄσχημο.
Ἡ πολυκατοικία ἦταν σχεδὸν ἑτοιμόρροπη ἀλλὰ εἶχε ἀτμόσφαιρα. Στὴν εἴσοδο σὲ προϋπαντοῦσαν κάτι κοντάρια, ἀφημένα ἐκεῖ προφανῶς ἀπὸ τὴν τελευταία διαδήλωση. Τὰ σανίδια ἔτριζαν στὴ στριφογυριστὴ σκάλα καὶ σκόνη ἦταν καθισμένη παντοῦ. Στὴν Εἰρήνη εἶχαν πεῖ νὰ βρεῖ τὸν Ἀντριέν. (Τὸν Ἀντριέν! Τί πολλὰ ὑποσχόμενο ὄνομα!) «Ποῦ θὰ βρῶ τὸν Ἀντριέν;» ρώτησε ὅσο μποροῦσε πιὸ ψύχραιμα τὸν πρῶτο ποὺ συνάντησε. Τῆς ἔδειξε ἕνα γραφεῖο.
Ὁ Ἀντριὲν καθόταν πίσω ἀπὸ μιὰ γραφομηχανὴ καὶ χτυποῦσε προσηλωμένος τὰ πλῆκτρα. Ἡ Εἰρήνη μιὰ καὶ καλὴ τὸ πῆρε ἀπόφαση πὼς στὴ δική της τουλάχιστον παράταξη δὲν θὰ ἔβλεπε ποτὲ ἄντρα μουσάτο μὲ πράσινα μάτια. Ὁ Ἀντριὲν ἦταν καστανός, μὲ ἐπιμελῶς ξυρισμένο πρόσωπο καὶ ἀρχὴ φαλάκρας. Ὅταν σηκώθηκε καὶ τῆς ἔδωσε τὸ χέρι, διαπίστωσε πὼς ἦταν πανύψηλος. Τοῦ ἐξήγησε τί τὴν ἔφερε στὰ γραφεῖα. «Ἔ», τῆς εἶπε, «δὲν ἔχεις κι ἄδικο!» Καὶ τὴν ἐξουσιοδότησε νὰ ἐπιλέξει ἡ ἴδια τὸ ἑπόμενο διήγημα.
Ἡ Εἰρήνη ἐντυπωσιάστηκε ποὺ ἡ Ὀργάνωση τόσο εὔκολα ἐμπιστευόταν ἕνα καινούργιο καὶ νεαρὸ μέλος της, ἂν καὶ ἀπογοητεύτηκε κάπως ποὺ ὁ Ἀντριὲν δὲν εἶχε οὔτε κὰν γαλλικὴ προφορά. Στὸ λεωφορεῖο τῆς ἐπιστροφῆς σκεφτόταν πυρετωδῶς ποιό διήγημα θὰ πρότεινε γιὰ τὸ ἑπόμενο τεῦχος τῆς Μαθητικῆς Πορείας, ἐνῶ ταυτόχρονα κορόιδευε ἐλαφρῶς τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἐπιμέλεια ποὺ εἶχε δείξει τὸ προηγούμενο βράδυ στὸ στέγνωμα τῶν μαλλιῶν της μὲ τὸ πιστολάκι. Ἐπέλεξε γιὰ τὸ ἑπόμενο τεῦχος ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Συννεφιάζει (ὄχι τὸ «Ὁ ἀέρας φύσαγε σὰ γύφτος»). Λίγο ἀργότερα ἡ Εἰρήνη συμμετεῖχε στὴ συντακτικὴ ἐπιτροπὴ τῆς Μαθητικῆς Πορείας. Στὰ ἴδια αὐτὰ ἑτοιμόρροπα γραφεῖα, συνεδρίαση κάθε Τετάρτη.
Ἕνα σαββατόβραδο πῆγαν κιόλας σινεμὰ μὲ τὸν Ἀντριέν. Εἶδαν ἰταλικὸ νεορεαλισμό. Ἐπιτέλους εὐχαριστήθηκε ἔργο! Θυμήθηκε τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ τάξη της κόντεψε νὰ τὴν λιντσάρει γιὰ τὴν ἐπιλογή της (ἀμάν, βρὲ πρόεδρε!) καὶ μακάρισε τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν καινούργια οἰκογένεια ποὺ εἶχε βρεῖ. Ὅμως ὁ Ἀντριὲν ἦταν πολύ… ἦταν πολὺ ξυρισμένος. Εἶχε ἐντελῶς ἄδειο τὸ μέτωπό του καὶ τὸ σαγόνι του. Κατὰ τὰ ἄλλα, ἐξαιρετικὸ παιδί, καλλιεργημένος, φοιτητὴς τῆς φιλολογίας. (Ἡ μάνα του ἦταν Γαλλίδα, γι’ αὐτὸ τὸν ἔλεγαν ἔτσι.) Ἦταν ὡραῖα ποὺ πῆγαν μαζὶ σινεμά.
Το βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.