“Θες μήπως να καθίσουμε μέσα;” λέω στον Αύγουστο Κορτώ, ενώ απορώ πως γίνεται ο ήλιος που πέφτει πάνω μου να είναι τόσο δυνατός ώστε να χρειάζεται να κλείσω ελαφρώς τα μάτια μου ακόμη και πίσω από τα γυαλιά ηλίου. “Όχι μωρέ, μια χαρά είναι”, μου λέει, γιατί όντως μια χαρά είναι, καθώς ανάβει το πρώτο από τα εκατομμύρια τσιγάρα που θα καπνίσει μέχρι τελικά να σηκωθούμε, να δώσουμε τα χέρια για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες και να πάει ο καθένας μας προς διαφορετική μεριά της πλατείας Εξαρχείων, να επιστρέψει εκεί από όπου ήρθε.

Όταν κοντεύει ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου αλλά ο καιρός θυμίζει τον δεύτερο μήνα της άνοιξης, ο κόσμος χωρίζεται συνήθως σε δύο κατηγορίες. Οι μισοί θα πουν “νισάφι πια, πότε θα έρθει ο χειμώνας επιτέλους;”, οι άλλοι μισοί θα πουν “καλοκαίρι για πάντα” και κάπως έτσι, για λίγες ημέρες όλες οι εποχές θα μπλεχτούν μεταξύ τους, θα κερδίσουν μία αναφορά στις περισσότερες συζητήσεις καθώς όλοι μαζί θα ψάχνουν ένα κενό τραπεζάκι κάτω από τον ήλιο, γιατί στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουν ότι αυτές οι μέρες δε θα κρατήσουν πολύ ακόμη και αυτή η συμφιλίωση με την αίσθηση ενός τέλους εποχής που δε θα αργήσει να έρθει, μας κάνει τελικά όλους αν όχι λίγο πιο χαρούμενους, τότε σίγουρα αρκετά πρόθυμους ώστε να θελήσουμε να πιστέψουμε ότι όλα θα πάνε καλά ακόμη κι αν φοβόμαστε ή είμαστε σίγουροι ότι τίποτα δεν θα μείνει όρθιο τελικά.

Είναι μια συνθήκη που όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ως αυτοάμυνα στη ζωή τους, κάποιοι σε περιστάσεις τόσο ασήμαντες όσο αυτή και κάποιοι, σαν τον Αύγουστο Κορτώ, όταν όντας πια συμφιλιωμένοι με την ιδέα της δικής τους ψυχικής ασθένειας, αποφασίζουν να γράψουν ένα βιβλίο σαν “Το βιβλίο της Κατερίνας” για  να κάνουν την ειρήνη τους (ή έστω, ό,τι πιο κοντινό σε αυτό μπορούν να κάνουν) με κάτι τόσο σημαντικό όσο είναι το ότι είχαν από πολύ μικροί συμφιλιωθεί με την ψυχική ασθένεια της μάνας τους, που μπορεί κάποια στιγμή να πίστεψαν ότι “κάτι θα μπορούσε να γίνει”, αλλά τελικά το μόνο που έγινε ήταν αυτό που ήξεραν από την πρώτη στιγμή ότι αργά ή γρήγορα θα γινόταν.

_MG_3630

Η εξομολογητική φύση της γραφής είναι που με τράβηξε στο γράψιμο. Ότι μπορείς να μιλήσεις ανοιχτά για τον εαυτό σου, χωρίς ντροπή. Είναι σαν το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Λες ό,τι θέλεις, χωρίς λογοκρισία. Με ξαλαφρώνει αυτό το πράγμα.

Αν έχω μια ενδιαφέρουσα ιστορία που με ιντριγκάρει, ένα στόρι που θα ήθελα να εξερευνήσω, δε χρειάζεται να το βασανίσω πολύ, δε χρειάζεται να κρατήσω σημειώσεις. Πέφτω με τα μούτρα και το γράφω. Αυτή είναι μία ευκολία που απέκτησα μετά από χρόνια συστηματικής δουλειάς.

Όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει. Αν θες να γράψεις, θα γράψεις. Αν θες να μεταφράσεις θα μεταφράσεις. Για μένα είναι ανάγκη να μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους. Οπότε όσο και να χαζολογήσω, είναι κάποιες ώρες το πρωί που βάζω το κεφάλι κάτω και δεν κάνω τίποτα άλλο. Δε χάλασε ο κόσμος αν κάνω ένα status update στο facebook.

Το internet αποτελεί έναν ανεξάντλητο θησαυρό. Είτε μιλάμε για τη διάδοση της πληροφορίας – η Wikipedia είναι πολυτιμότερη από όλες τις εγκυκλοπαίδειες του παρελθόντος μαζί – είτε για το πόση ψυχαγωγία μπορεί να σου προσφέρει, το ότι μπορεί κάποιος ανά πάσα στιγμή να κατεβάσει μια ταινία ή ένα δίσκο.

Αυτό που με κάνει να θέλω να συνεχίσω να γράφω τόσο απελπισμένα και αχόρταγα είναι ότι ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. 

Το να μεταφράζεις ειδικά Αγγλοσάξονες που είναι επιρρεπείς στη βρούβα και στη φυσιολατρεία και ξαφνικά να σου σκάει μια σελίδα που είναι τίγκα στην ιδιότυπη χλωρίδα της Ουαλίας… αποκλείεται να έκανα τη δουλειά του μεταφραστή αν δεν υπήρχε το Internet.

Λατρεύω τον Φράνζεν σαν συγγραφέα αλλά είναι κρυόκωλος, μουντρούχος, στριφνός και μονήρης, όπως φαίνεται και από το αγαπημένο του χόμπι, το bird watching. Από μόνο του είναι κάτι τρομερά μοναχικό. Αν το πάρεις συμβολικά, είναι μια αναζήτηση της ομορφιάς που δεν την αγγίζεις καν. Ο Ναμπόκοφ, ας πούμε, είχε την τρέλα με τις πεταλούδες αλλά τις έπιανε. Με το bird watching κάθεσαι απλά και περιμένεις πότε θα σου κάνει τη χάρη η κοκκινόφτερη γαλιάντρα να χέσει από ψηλά και να αγναντεύεις.

Τα βιβλία μου αποτελούν από μόνα τους τόσο έντονο και αποκαλυπτικό «ξεγύμνωμα» που οτιδήποτε περαιτέρω και να πω, σε κάποια συνέντευξη ή οπουδήποτε αλλού, ξέρεις, δεν έγινε και τίποτα.

Καταλαβαίνω ότι οι περισσότεροι  συγγραφείς λειτουργούν γράφοντας και ξαναγράφοντας ένα βιβλίο μέχρι να φτάσουν στο τελικό draft. Εγώ πάλι, προκειμένου να κάνω ένα βιβλίο που έχει ήδη γραφτεί λίγο καλύτερο, προτιμώ να γράψω ένα καινούργιο βιβλίο, ει δυνατόν αρκετά καλύτερο.

_MG_3695

Όταν τελειώνω ένα βιβλίο, κάθε φορά λέω ότι δε θα ξεκινήσω στα καπάκια το επόμενο, για να χαλαρώσει λίγο το μυαλό μου. Σε μια  βδομάδα έχω αρχίσει να γίνομαι ευερέθιστος και ο Τάσος, ο φίλος μου, μου λέει «σε παρακαλώ πάρα πολύ ξεκίνα».

Ποτέ δε δείχνω σε κανέναν αυτό που γράφω πριν το ολοκληρώσω. Μου φαίνεται μάταιο. Όταν με το καλό τελειώσει, γιατί γράφω και γρήγορα, όποιος θέλει ας το διαβάσει.

Αυτό που με κάνει να θέλω να συνεχίσω να γράφω τόσο απελπισμένα και αχόρταγα είναι ότι ποτέ δεν είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα. Αφού ολοκληρώσω ένα βιβλίο, αρχίζω να υποφέρω από αμφιβολίες. Ποτέ δεν νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό αφότου γράψω ένα βιβλίο με τον ενθουσιασμό που ένιωθα όταν το σχεδίαζα στο μυαλό μου ή όταν ήταν στα πρώτα κεφάλαια του. Οπότε μπορώ να καταλάβω ποια βιβλία μου είναι που πιέστηκα και δεν αξίζουν.

H αναζήτηση μιας απούσας μάνας, ήταν ένα θέμα που με απασχολούσε ακόμα και πριν πεθάνει η Κατερίνα, γιατί το ήξερα ότι θα πεθάνει, η κατάσταση της καθιστούσε το τέλος αναπότρεπτο. Είτε όπως συνέβη, με μία αυτοκτονία, είτε επειδή με τη χρόνια κατάχρηση φαρμάκων και αλκοόλ θα έκανε το λεγόμενο «οργανικό ψυχοσύνδρομο». Η Κατερίνα αν ζούσε τώρα – θα ήταν εξήντα – θα συνέχιζε τις ίδιες καταχρήσεις, οπότε θα είχε αρχίσει να κάνει μια βαρβάτη άνοια. Αυτός είναι ο φρικτότερος θάνατος. Αυτό φοβόταν και η ίδια.

_MG_3878_1

Η εξοικείωση ήρθε δυστυχώς πολύ νωρίς. Η πρώτη απόπειρα ήταν όταν πήγαινα Β Γυμνασίου. Εγώ την είχα βρει πάλι. Ήταν σε κωματώδη κατάσταση. Από τότε, από τα δώδεκα-δεκατρία, ήξερα ότι η Κατερίνα έχει αυτή την αρρώστια, και ότι με τον τρόπο που έχει επιλέξει η ίδια να τη χειρίζεται, χωρίς ψυχοθεραπεία και με ότι να ‘ναι χάπια, δε θα μακροημερεύσει.

Αυτό πρέπει να ευθύνεται σε κάποιο βαθμό για το γεγονός ότι πέρασα κι εγώ κλινική κατάθλιψη τρεις φορές. Από την άλλη κατέστησε τον χειρισμό του θέματος, και τη ψυχική νόσο σε ό,τι αφορά τη συγγραφή, ένα ανοιχτό και ελεύθερο πεδίο.

Θυμάμαι, το 2002, την τελευταία της χρονιά, μπήκε ξαφνικά σε μια ιδιωτική κλινική με επιληπτική κρίση. Εκεί ένας βλάκας γιατρός δεν είχε μάθει ότι δεν πρέπει να της κόψει μαχαίρι τα φάρμακα που έπαιρνε για μήνες, οπότε… Την τρέξαμε στο Παπανικολάου, για δυο τρεις μέρες τελείως κουκουρούκου, δεν ήξερε ποιος ήμουν, μου χαμογελούσε σαν χαμένη. Οπότε αυτό το πράγμα μοιραία άρχισε να μπαίνει στα βιβλία μου. Μανάδες καλές, μανάδες κακές, μανάδες ανάποδες.

«Το βιβλίο της Κατερίνας» είναι το επιστέγασμα της ενασχόλησης μου με τη μητρότητα, όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας από το «Αυτοκτονώντας Ασύστολα». Δε θα μπορούσα όμως να το γράψω πριν από χρόνια. Τώρα κάνω το μάγκα αλλά έχω το όφελος τεσσάρων ετών ψυχανάλυσης, η οποία με ωφέλησε απίστευτα και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα. Πριν είχα νευρώσεις που εξαφανίστηκαν, φοβίες που υποχώρησαν, συμπεριφορές παθολογικές βασισμένες σε μια διαρκή κυκλοθυμία η οποία εξομαλύνθηκε. Εντάξει, σε αυτό βοήθησε και η φαρμακευτική αγωγή. Ακόμα παίρνω φάρμακα. Αλλά ναι, ήταν ευεγερσία η ψυχανάλυση για μένα.

Ήμουν ανυπόφορος άνθρωπος, πολύ πιο επιρρεπής σε γκρίνιες και υστερίες. Όταν ταξίδευα, τις δυο πρώτες μέρες «σταύρωνα» τον φίλο μου γιατί όλα μου φταίγανε, ήμουν σα τη γάτα που της αλλάζεις διαρρύθμιση στο σπίτι. Είχα μια παθολογική σχέση με το αλκοόλ, μεθούσα υπερβολικά συχνά. Ακόμα και σε συγγραφικό επίπεδο, ήμουν πιο απρόσεχτος, πιο επιπόλαιος.

Αυτό που κάποιοι καλλιτέχνες και κάποιοι συγγραφείς φοβούνται ότι η ψυχανάλυση θα ρουφήξει το ταλέντο τους, δεν υπάρχει μεγαλύτερη βλακεία. Από την ψυχοθεραπεία, μόνο όφελος έχεις να εισπράξεις, όποια δουλειά και να κάνεις. Πόσο μάλλον όταν κάνεις μια δουλειά που έχει να κάνει με το «ξεγύμνωμα».

Στην επόμενη σελίδα: γιατί ο Αύγουστος Κορτώ δεν ήθελε να ηρωοποιήσει την Κατερίνα;