Ένα μοναχικό παγκάκι σ’ ένα σκοτεινό, αθέατο πάρκο. Ένας μεσόκοπος άντρας με βγαλμένα τα παπούτσια κάθεται διαβάζοντας ύμνους από ένα μικρό ψαλτήριο. Δίπλα του ακουμπισμένη μια παλιά καφέ βαλίτσα. Αυτή η βαλίτσα είναι όλη κι όλη η ζωή του Χρυσοβαλάντη, ενός πρώην εργαζόμενου στο χώρο των εκδόσεων και των γραφικών τεχνών, ο οποίος βρέθηκε άξαφνα χωρίς δουλειά και αναγκάζεται να παλέψει απ’ την αρχή για μια θέση στον ήλιο. Ολομόναχος, άστεγος και απένταρος, αποδιωγμένος και κατατρεγμένος από ανθρώπους και συγκυρίες, προσφεύγει στο Θεό γυρεύοντας τη δικαίωση και την καταξίωση που η κοινωνία πεισματικά του αρνείται.
Βασισμένος στο ομότιτλο εξαιρετικό μυθιστόρημα του Μάκη Τσίτα (που τιμήθηκε φέτος με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και σε διασκευή του ίδιου του συγγραφέα, ο θεατρικός μονόλογος Μάρτυς μου ο Θεός συμπυκνώνει στη μιάμιση ώρα της διάρκειάς του 270 περίπου σελίδες έντυπης αφήγησης, βγάζοντας στην επιφάνεια όλο το κωμικοτραγικό παράλογο της μοίρας ενός ανθρώπου ο οποίος παραδέρνει σ’ έναν φαύλο κύκλο κακοτυχίας, δυσβάστακτο για τις ψυχικές και πνευματικές του αντοχές. Και συγχρόνως, τον κοινωνικοπολιτικό σουρεαλισμό της τελευταίας εικοσαετίας στην Ελλάδα, μέσα απ’ την ανελέητα σαρκαστική αναπόληση μιας εποχής δανεισμένης ευημερίας – τότε που «λεφτά υπήρχαν» και αγόραζαν τα πάντα: συνειδήσεις, επαγγελματική αφοσίωση, ιατρικές παροχές, καθημερινές ανέσεις, ακόμα και τον έρωτα ή τους οικογενειακούς δεσμούς.
Το όνομα του Χρυσοβαλάντη είναι από μόνο του μια τραγική ειρωνεία, τόσο βαρύγδουπο για την ταλαίπωρη ύπαρξή του, ώστε συνοψίζει τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα στις οποίες παραπαίει όχι μονάχα ο ίδιος, αλλά και η κοινωνία ολόκληρη. Από πανηγύρι σε πανηγύρι ξεκινά και καταλήγει η περιδιάβαση στα τραυματικά (ως επί το πλείστον) γεγονότα-σταθμούς της ζωής του: από την Ολυμπιάδα της Αθήνας (μάλιστα μέσα απ’ το πουκάμισό του φοράει το ανάλογο αναμνηστικό μπλουζάκι) ως την παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Σύνταγμα. Εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς, περνά γενεές δεκατέσσερις το διαβολικό πρώην αφεντικό του (ενσάρκωση της τότε κρατούσας νοοτροπίας και κατ’ επέκταση του πολιτικού καθεστώτος), την απατηλά ειδυλλιακή οικογένεια και τις κατά καιρούς ερωμένες του, ενώ είχε εν γνώσει του αφεθεί, αν όχι προσφερθεί, να τον εκμεταλλευτούν. Θρησκόληπτος από τη μια, δέσμιος των σαρκικών και υλικών πειρασμών από την άλλη – καλοπροαίρετος μα δίχως θέληση, άκων υποκριτής όπως όλοι μας.
Στον κεντρικό (και μοναδικό) ρόλο, με τη λιτή, καίρια σκηνοθετική καθοδήγηση της Σοφίας Καραγιάννη, ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης υποδύεται στην ουσία όλα τα πρόσωπα του δράματος και συναρμολογεί με τα λόγια και την ερμηνεία του εικόνες, περιστατικά και αναμνήσεις. Η βαλίτσα με τα λιγοστά υπάρχοντα του Χρυσοβαλάντη περικλείει το ίδιο το σκηνικό, με στοιχεία που εμφανίζονται την κατάλληλη στιγμή για να υποδηλώσουν αναδρομή στο παρελθόν ή τις μεταβολές τόπου και χρόνου. Η γυμνότητα του σκηνικού χώρου εντείνει την αίσθηση της εσωτερικής ερημιάς του πρωταγωνιστή μέσα στην υποτίθεται χαρμόσυνη ατμόσφαιρα, καθώς και τη νύξη ότι πίσω απ’ το τσουχτερό, αθυρόστομο χιούμορ του παραμιλητού του κρύβεται ένα προσωπικό μαρτύριο που θα αποκαλυφθεί σταδιακά – και το οποίο αντικατοπτρίζει τη βαθμιαία αποσάθρωση της ελληνικής πραγματικότητας πίσω απ’ τις γιορτινές φωταψίες και τις ιαχές του θριάμβου.
Καθηλωμένος στο παγκάκι του, αστείος και συγκινητικός σαν τους παιδιάστικα αφελείς και μαζί ανησυχητικά ιδιόρρυθμους (αντι)ήρωες του Μπέκετ, ο Χρυσοβαλάντης έχει ξεμείνει από ένα προσφάτως παρωχημένο σύστημα αξιών και αντιλήψεων, προσμένοντας μάταια την άφιξη του δικού του «Γκοντό» – ενός «θεούλη» κομμένου και ραμμένου στα μέτρα του, απ’ τον οποίο ζητά (ή μάλλον απαιτεί) την υλοποίηση της υπέρτατης παραληρηματικής του φαντασίωσης: να χριστεί μητροπολίτης και μάλιστα με το όνομα Μάξιμος (δηλαδή μέγιστος, ό,τι δεν κατάφερε να είναι στην ίσαμε τώρα ζωή του).
Κι εδώ η ιστορία πετάει απότομα, αμετάκλητα τη μάσκα του δηκτικού σχολιασμού και φανερώνει την αληθινή της ταυτότητα – αυτήν της καθαρόαιμης τραγωδίας. Και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ο οποίος έχει «φορέσει» το ρόλο του σαν δεύτερο δέρμα, σφραγίζει την ήδη καθηλωτική ερμηνεία του με ένα ξέσπασμα σπαρακτικό, ένα ξεγύμνωμα ψυχής και σώματος που εξιλεώνει μέσα απ’ την παράκρουση της οδύνης.
Οι παραστάσεις του Μάρτυς μου ο Θεός δίνονται κάθε Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή στις 21:00 στη σκηνή του Vault στον Βοτανικό, από την Εταιρία Θεάτρου GAFF.