Λίγους μήνες μετά τις εκλογές, και πιο συγκεκριμένα το Φεβρουάριο του 1982,η κυβέρνηση,  αποφεύγοντας τη διενέργεια δημοψηφίσματος για να αποφασίσει ο λαός την παραμονή ή όχι στην Κοινότητα, υπέβαλε ένα “Μνημόνιο” με τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

 

  • Οι διατυπώσεις άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο αποχώρησης, αλλά στην πράξη το μνημόνιο επέτρεπε την παράκαμψη προεκλογικών δεσμεύσεων μέσα από μια χρονοβόρα διαπραγμάτευση και αποκάλυπτε τη ρεαλιστική εκτίμηση ότι η αποχώρηση θα είχε τεράστιο κόστος.

  • Κατά την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης, οι κανόνες της κοινής αγοράς είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και όξυναν τα προβλήματά τους. Ο Βασίλης Κεδίκογλου, εισηγητής της πλειοψηφίας, δήλωνε ότι “η ένταξη στην ΕΟΚ επιτείνει τον περιφερειακό ρόλο της χώρας, κάνει δύσκολο αν όχι αδύνατο τον εθνικό και κοινωνικό προγραμματισμό για την ανάπτυξη της Ελλάδας, δημιουργεί εμπόδια και κινδύνους για σημαντικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας”.

  • Τις αρνητικές επιπτώσεις δεν αντισταθμίζουν οι μεταφορές πόρων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Για τους λόγους αυτούς, η κυβέρνηση πρόβαλλε δυο αιτήματα: εξαίρεση από τους κανόνες της “κοινής αγοράς” για “αναγκαίο χρονικό διάστημα” και περισσότερη βοήθεια. Το πρώτο αίτημα, θα μπορούσε να προσφέρει κίνητρα ανάπτυξης στις επιχειρήσεις, προσωρινή προστασία νεοϊδρυόμενων βιομηχανιών, εξαγωγικές ενισχύσεις για μικρομεσαίους, απαλλαγές από τους περιορισμούς της παραγωγής. Το δεύτερο αίτημα, η αύξηση της βοήθειας, στηριζόταν στην  πεποίθηση ότι οι (τότε) προβλεπόμενες μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού δεν αντιστάθμιζαν τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις από την ελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου της χώρας και άλλων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών.

  • Για την πολιτική αξιολόγηση του μνημονίου έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι το θεμέλιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν και παραμένουν οι κανόνες της “κοινής αγοράς” (σήμερα “εσωτερικής αγοράς”) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας, κεφαλαίου και υπηρεσιών.

  • Υπήρχε όμως και κάποια ευελιξία στην εφαρμογή τους με μεταβατικές ρυθμίσεις και εξαιρέσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν ρεαλιστικό να αναμένεται ότι επιτρεπόταν στην ελληνική κυβέρνηση να μην τους εφαρμόζει επ’αόριστον.

  • Η Επιτροπή των Ε.Κ στην απάντησή της παρέπεμπε στο κοινοτικό κεκτημένο, στο σύνολο δηλαδή των κανόνων που είχαν εμπεδωθεί στην Κοινότητα, στις δυνατότητες που έδινε το Πρωτόκολλο 7 της Πράξης Προσχώρησης (Π.Π) του 1979 για οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα και στα προετοιμαζόμενα ήδη τότε Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ). Το Πρωτόκολλο αναγνώριζε ότι έπρεπε να πετύχει η αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης με “όλα τα μέσα και τις διαδικασίες”.

  • Ο στόχος ήταν να προετοιμάσουν τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Νότια Ιταλία, Ελλάδα, Νότια Γαλλία) για την ένταξη της ανταγωνιστικής Ισπανίας και Πορτογαλίας.

Θα μπορούσε να κρατάει και το Μνημόνιο του 1982. Η φωτογραφία όμως είναι από το 1974. Τότε που το ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε να ακούει για ΕΟΚ. Μετά ήρθαν τα μνημόνια!

Θα μπορούσε να κρατάει και το Μνημόνιο του 1982. Η φωτογραφία όμως είναι από το 1974. Τότε που το ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε να ακούει για ΕΟΚ. Μετά ήρθαν τα μνημόνια!

  • Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η ελληνική κυβέρνηση στις πρώτες αντιδράσεις της δήλωνε μέσω του υφυπουργού Γρηγόρη Βάρφη ότι τα ΜΟΠ δεν έδιναν ικανοποιητική απάντηση στα ελληνικά αιτήματα όπως είχαν διατυπωθεί στο μνημόνιο. Αργότερα όμως θα θεωρούσε τα ΜΟΠ δική της επιτυχία!

  • Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμα, παρότι ο Ανδρέας Παπανδρέου εκτιμούσε στα Νέα στις 9 Οκτωβρίου 1982 ότι η εξέλιξή τους ήταν γενικά θετική για τη χώρα.

  • Ο κανονισμός για τα ΜΟΠ υιοθετήθηκε το 1985.

  • Η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε πάντως ότι ο κανονισμός για τα ΜΟΠ που ακολούθησε “δικαίωσε” το μνημόνιο. Οπωσδήποτε, τα προγράμματα αυτά αποτέλεσαν ένα ακόμη βήμα για τη διαμόρφωση μιας “πολιτικής για την οικονομική και κοινωνική συνοχή”, όπως έμελλε να αποκληθεί αργότερα, και πρόβλεπαν βοήθεια για συγκεκριμένες προτεραιότητες, μεθόδους άντλησης και έργα. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι τα ΜΟΠ επέτρεψαν τον αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που έκτοτε, “άρχισε να προσλαμβάνει σταδιακά εντονότερο φιλο-ενοποιητικό περιεχόμενο”.

  • Από την άλλη πλευρά, οι επαφές επιτρόπων και οι διαπραγματεύσεις για το μνημόνιο και τα ΜΟΠ απέφεραν την κατανόηση της κοινοτικής πλευράς για τα ελληνικά προβλήματα.

  • Και οι δυο πλευρές κέρδισαν χρόνο, η ελληνική για να οριστικοποιήσει τη στάση της έναντι της Κοινότητας και να αφομοιώσει τις πρωτόγνωρες στην κλίμακά τους εμπειρίες από τη συμμετοχή της στο “πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης” που λέγεται Ε.Ε, η κοινοτική για να πείσει την ελληνική πλευρά για τις δυνατότητες του “κεκτημένου” και των ενωσιακών διαδικασιών.

  • Όταν ξέσπασε στην Ελλάδα η Κρίση του ισοζυγίου των πληρωμών το 1985 και η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα χρεοκοπίας, η Κοινότητα έσπευσε να βοηθήσει τη χώρα με ένα μεγάλο δάνειο ύψους 1.750 εκ. δολαρίων για τη σταθεροποίηση της οικονομίας (την εφαρμογή του οποίου ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης) και αποδέχθηκε την παράταση της προστασίας πιεζόμενων κλάδων παραγωγής μέσω δασμών (“αντισταθμιστικού φόρου”).

  • Όλες αυτές οι διεργασίες δεν απέτρεψαν τελικά την οικονομική στασιμότητα και την αύξηση της ανεργίας, αλλά, μακροχρόνια, σημάδεψαν την πορεία προσαρμογής στα δεδομένα της ένταξης.

Πηγή: Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80. Εκδόσεις: το πέρασμα