

Οι «Άθλιοι», αυτό το μαύρο και σκληρόδετο δίτομο, που συνοδεύει τη ζωή της οικογένειάς μου μισό αιώνα και βάλε, βαριόταν μέχρι πρότινος ακίνητο στο τέταρτο ράφι της βιβλιοθήκης μου. Στήθηκε εκεί στη μετακόμισή μας στο σπίτι του βουνού – ίσως για να λέμε ότι διαβάζουμε και Ουγκώ και μάλιστα από μία μάλλον σπάνια έκδοση του 1955 (Μετάφραση Γ. Καζούλα για τον εκδοτικό οίκο «Δαρέμα»).
Κειμήλιο οικογενειακό θα περάσει στα παιδιά μας, που γρυ δεν θα καταλάβουν διαβάζοντάς το. Άλλη εποχή, άλλη γλώσσα και με όλα της τα στολίδια: δασείες, οξείες και περισπωμένες, που κι εμένα δυσκολεύουν. Τότε γιατί η επιμονή να τα βάλω με αυτό το έργο, που ξεπερνά -στη συγκεκριμένη έκδοση με τα μικρούτσικα γράμματα- τις 1.200 σελίδες;
Η σχέση μου με τους «Άθλιους» του Ουγκώ ξεκίνησε σε μια κρίση αϋπνίας κάπου στα έξι μου χρόνια. Τότε επιστρατεύτηκε το μαύρο μεγάλο βιβλίο, απ’ όπου ο πατέρας μου μού διάβαζε μονότονα -για να με νανουρίσει- εκατοντάδες σελίδες. Και κοντά στα μεσάνυχτα δεν έκλεινα μάτι, καθώς φανταζόμουν τους φτωχοδιάβολους πλην αγνούς ήρωες να τα βάζουν με τους κακούς. Κάπως έτσι το είχα καταλάβει εγώ τότε. Αγαπούσα τη μικρή Τιτίκα -απόδοση στα ελληνικά της Κοζέτ- και ξαγρυπνούσα γι’ αυτή. Έτσι, ένα βράδυ το βιβλίο έκλεισε για μένα. Το κόλπο δεν πέτυχε, η φαντασία μου μού τάραζε τον ύπνο και το βιβλίο ξεχάστηκε, μετακομίστηκε, έγινε stop για άλλα βιβλία στο ράφι… Και τώρα, ως εργαζόμενη με παιδιά που κοιμάται χωρίς να το καταλάβει από τις 10 το βράδυ, είπα να τα βάλω με το «θηρίο» και να αφήσω στην άκρη τα αγαπημένα μου σύντομα διηγήματα που τελειώνουν στο πι και φι, όπως και τις σειρές μιας σεζόν στα διάφορα «flix».
«… Όσον καιρό θα μένουν άλυτα τα τρία προβλήματα του αιώνα: ο ξεπεσμός του αντρός με την ανεργία, η εξαχρείωση της γυναίκας με την πείνα, το μαράγκιασμα του παιδιού με την αμάθεια. Όσον καιρό θα υφίστανται ορισμένα στρώματα κοινωνική ασφυξία. Με άλλα λόγια, και ακόμα γενικότερα, όσο θα σέρνεται στον κόσμο η αμορφωσιά και η ανέχεια, βιβλία σαν τούτο εδώ μπορεί να μην είναι περιττά.»
Ωτβίλ, 1 Ιανουαρίου 1862
Αυτές οι αράδες είναι από τον πρόλογο των «Αθλίων». Τις γράφει ο Ουγκώ, ενώ βρίσκεται στο Ωτβίλ, στο ονομαστό σπίτι όπου έμενε για μεγάλο διάστημα η οικογένειά του. Αντιγράφοντας τη μετάφραση του Γιώργου Καζούλα, έχασα τα στοιχεία του πολυτονικού, η βαρύτητα, όμως, του γραπτού που κοσμεί τον πρόλογο παρέμεινε άθικτη: Ο Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885), ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας του γαλλικού ρομαντισμού, ήταν ένα βαθιά πολιτικό ον, που αν και αστός μεγαλωμένος στα πλούτη μιλούσε στα μέσα του 19ου αιώνα για απάλειψη της κοινωνικής αδικίας και για υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών.

Πολιτικοί επιστήμονες και φιλόλογοι βάζουν στο μικροσκόπιο τους «Άθλιους» – το έργο αναφέρεται ως «Κοινωνικό Ευαγγέλιο» και πλήθος εργασιών περί των πεποιθήσεων του γάλλου συγγραφέα κινείται σήμερα και από το διαδίκτυο.
Στο δικό μου σύμπαν, πολύ μακριά από τις πανεπιστημιακές έδρες της αλλοδαπής, ο Βίκτωρ Ουγκώ έπεσε στο τραπέζι μιας παρέας κοινωνιολόγων, μαρξιστών και μη, που έπιναν ρακές σε μια κρητική ταβέρνα στην Ελληνορώσων. Αναρωτιούνταν πάνω-κάτω: Πού θα ανήκε πολιτικά σήμερα αν ζούσε; Ποιοι θα ήταν οι φτωχοδιάβολοί του; Μήπως οι μετανάστες; Θα ήταν Κεντροαριστερός; Ή μήπως φιλελεύθερος με κοινωνικές ευαισθησίες;
Αυτό ήταν! Χρειάστηκε μια κρητική βραδιά για να ξεσκονίσω τον πρώτο τόμο των «Αθλίων» και να ανακαθίσω στο κρεβάτι μια κρύα νύχτα του κουτσοφλέβαρου που θα με μυούσε και πάλι στη μαγεία του Ουγκώ. Σύμπτωση; 26 Φεβρουαρίου γεννήθηκε ο Βίκτωρ – ή Βικτώρ, όπως τον τονίζουν οι συμπατριώτες του.
Με πλοκή που θυμίζει θρίλερ και περιεχόμενο βαθιά κοινωνικοπολιτικό, οι «Άθλιοι» μιλούν για τη ζωή και τον θάνατο, τη φτώχεια και τον πλούτο, την παιδική ηλικία και τα γηρατειά, τη θρησκευτική πίστη και τον έρωτα. Κυρίαρχο πρόσωπο και κεντρικός ήρωας ο Γιάννης Αγιάννης, που αποφυλακίζεται το 1815 σε ηλικία 46 χρόνων. Είχε φυλακιστεί επειδή είχε κλέψει για να φάει. Στην πορεία της ιστορίας γίνεται ο κύριος Μαγδαληνής, επιτυχημένος εργοστασιάρχης. Σημαίνοντα ακόμη πρόσωπα στο έργο του Ουγκώ είναι:
Αν όχι στα παλαιοπωλεία ή στο σπίτι της άκληρης θείας σου, τότε στα ψαγμένα βιβλιοπωλεία. Εκεί μπορείς να αναζητήσεις την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» με τη μετάφραση του Γιώργου Κοτζιούλα σε επιμέλεια Σεβαστής Κοσμοπούλου και Βασίλη Καλαμαρά. Ακόμη ψάξτε για τους δύο σκληρόδετους τόμους των εκδόσεων «Βιβλιοθήκη για Όλους», με χρονολογία έκδοσης τον Δεκέμβριο του 1976 σε μετάφραση Μάρκου Αυγέρη.
«Η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν». Η φράση αυτή φέρεται να ανήκει σε αυτό τον μεγάλο γάλλο ποιητή, μυθιστοριογράφο και θεατρικό συγγραφέα, που γεννήθηκε στην Μπεζανσόν στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαΐου 1885.
