Ο κεντρικός ισόγειος χώρος στο Δίπυλον δεν έχει σκηνή, όχι όπως την έχουμε συνηθίσει δηλαδή. Οι θεατές κάθονται στην κορυφή ενός ανοιχτού χώρου, όπως και δεξιά και αριστερά. Κοιτούν τους ηθοποιούς κατάματα, σε ευθεία γραμμή. Όταν αυτοί θα «μανιάσουν», όταν θα σε βάλουν στον κόσμο τους, όταν «θα στην πουν», τα μάτια τους θα κοιτάνε τα δικά σου στο ίδιο ύψος. Η οργή τους έτσι θα διπλασιαστεί, η απλωσιά της «εναλλακτικής σκηνής» θα σμικρυνθεί, η ένταση θα στριμωχτεί με μεγαλύτερη πίεση μέσα στα κύτταρα σου.
Κάτσε όμως γιατί μπήκα κάπως απότομα. Ας το πάρω από την αρχή. Η δοκιμασμένη χορογράφος, σκηνοθέτρια, δραματουργός Ζωή Χαζηαντωνίου είδε μια ταινία. Και της άρεσε πολύ. Και εμπνεύστηκε κάτι από αυτή. Για μια μεγάλη σκηνή. Η Μέρα της Φούστας (La Journée de la Jupe) του 2008, σε σκηνοθεσία του Ζαν-Πολ Λίλιενφελντ, είχε προλάβει ήδη να κάνει τους πρώτους της θεατρικούς βηματισμούς σε Γαλλία και Γερμανία. Με διαφορετικό τρόπο, από ό,τι μαθαίνουμε, σε κάθε χώρα, καθώς αλλού στέκεται τελικά ο καθένας περισσότερο. Η δομή εξάλλου του έργου, κινηματογραφικού και θεατρικού, σηκώνει πολλές αναγνώσεις. Όπως και στα καθ’ ημάς, που η Χατζηαντωνίου μαζί με το μπουκέτο των απίθανων ηθοποιών της έκανε τη δική της (τους) «μετάφραση». Την οποία αφιερώνει στην Ιρανή ακτιβίστρια Αχού Νταριέι, που αρνήθηκε να φορέσει το χιτζάμπ μια μέρα στο δρόμο, έβγαλε τα ρούχα της μένοντας με τα εσώρουχα και μέσω των παγκόσμιων σόσιαλ μίντια έγινε σύμβολο αντίστασης κατά της κυβέρνησης της χώρας της.
«Μπορεί χωρίς βία να εξευγενισθεί η βαναυσότητα του ανθρώπου; Είναι απαραίτητη η βία προκειμένου να επιτευχθεί ό,τι θεωρείται «μορφωτικό»; Πρέπει η κοινότητα να αναζητήσει τον θύτη εντός της ή είμαστε όλοι θύματα ενός έξωθεν βίαιου μηχανισμού που μας διαμορφώνει και μας εξαναγκάζει σε έναν διαρκή καθημερινό πόλεμο μέχρι τελικής αλληλοεξόντωσης;»
Η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σε ένα δημόσιο σχολείο. Η Σόνια είναι μια τρομαγμένη καθηγήτρια λογοτεχνίας. Φοβάται τους μαθητές της. Τους παραβατικούς ημιάγριους μαθητές της που την στοχοποιούν. Μια μέρα, μετά από ένα τυχαίο γεγονός, ένα όπλο που πέφτει από την τσάντα ενός μαθητή και καταλήγει στα χέρια της – οι ρόλοι θα αλλάξουν. Η χιονοστιβάδα των απρόβλεπτων εξελίξεων θα τους παρασύρει όλους. Κι έτσι η Σόνια, σε κατάσταση ακραίας σύγχυσης – ή ακραίας διαύγειας, θα κρατήσει ομήρους τους μαθητές στην τάξη και θα τους κάνει μάθημα θεάτρου διά της βίας – το μάθημα θα γίνει πάνω στο έργο «Οι Ληστές» του Γερμανού Φρίντριχ Σίλλερ. Ένα έργο του 18ου αιώνα που “δυστυχώς παραμένει επίκαιρο, καθώς θέματα όπως η βία, η καταπίεση, η λαχτάρα για ελευθερία, η ανεπαρκής πολιτική εξουσία, το χρήμα, η έλλειψη δημοκρατίας, δεν έχουν ξεπεραστεί”. Και όπως είναι φυσικό, η κατάσταση θα ξεφύγει από τον έλεγχο με «θαυμαστά» αποτελέσματα.
Η ταινία είχε ως πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Αντζανί, η παράσταση στο Δίπυλον έχει τη σπουδαία Θεοδώρα Τζήμου. Η ταινία θίγει με ανατριχιαστική οικειότητα καίρια κοινωνικά ζητήματα, όπως η βία, ο ρατσισμός, η έλλειψη σεβασμού και οι συγκρούσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η παράσταση παίρνει αυτές τις λέξεις και τις κάνει γροθιά, άγρια ζούγκλα, φωτάκι στο σκοτάδι. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα βίας στα σχολεία της Γαλλίας, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι πολιτισμικές και κοινωνικές αντιθέσεις είναι μεγάλες. Η ιστορία εδώ «ελληνοποείται» με έναν χαλαρό τρόπο – θα αργήσεις να το καταλάβεις και όταν αυτό γίνεται δε το φωνάζει, η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί εξάλλου σε πολλές γωνίες της Ευρώπης.
Υπάρχει μια μέρα, η πρώτη ηλιόλουστη μέρα του χρόνου, που στα σχολεία της Γαλλίας και του Καναδά οι μαθητές και οι καθηγητές πηγαίνουν στο σχολείο φορώντας φούστα. Για να «μιλήσουν» για τη βία και τον σεξισμό. Η «φούστα» στον τίτλο λειτουργεί ως σύμβολο της γυναικείας ταυτότητας και των αγώνων για σεβασμό και αποδοχή. Η δασκάλα, που αισθάνεται καταπιεσμένη, τη χρησιμοποιεί για να αντιπαρατεθεί με τους μαθητές που την υποτιμούν.
Η σκηνοθετική γραμμή της Χατζηαντωνίου είναι άρτια, δυνατή, δαιδαλώδης, με γωνίες και αιχμές, φορτωμένη από ένταση και ωμά συναισθήματα και ας νιώθεις σε περιπτώσεις όπως αυτή της μουσουλμάνας μαθήτριας να χάνει κάπως το βηματισμό της. Η «ανοιχτή» προσέγγιση της στον τρόπο με τον οποίο κατά κύριο λόγο πιάνει την ιστορία της -ο θεατής είναι αυτός που θα αποφασίσει στο τέλος τι θέση θα πάρει- εδώ σαν να χάνει λίγο τα διάπλατα του όρια. Το θέμα της μαντίλας, με τον συμβολισμό της απαγόρευσης ή της αποδοχής της, είναι ακόμη ένα ανοιχτό θέμα συζήτησης σε πολλές χώρες, εδώ ξάφνου σαν να γέρνει πιο ορατά προς μια απόφαση παρά σε ένα συνεχιζόμενο διάλογο.
Νομίζω πάντως πως το μεγαλύτερο της χάρισμα είναι το ένστικτο με το οποίο επιλέγει τους ηθοποιούς που θα μπορέσουν να ανέβουν στο όραμα της με τον πιο φυσικό τρόπο και μετά να βγάλει το καλύτερο από αυτούς. Η για μια ακόμη φορά έξοχη Θεοδώρα Τζήμου, σε έναν ρόλο που μοιάζει να έχει γραφτεί πάνω της, πλαισιώνεται από μια συλλογή νέων προσώπων που δίνουν υπόσχεση για ένα δυνατό θεατρικό αύριο. Η Μαρία Αρζόγλου, η Νατάσα Βλυσίδου, ο Βαγγέλης Παπαγιαννόπουλος (αν έπρεπε οριακά να ξεχωρίσω κάποιον, θα ήταν αυτός), ο Θάνος Κόνιαρης, ο Στέργιος Μικρούτσικος (τι ωραία έκπληξη), ο Τίτος Πινακάς, ο Γιάννης Σανιδάς, ο Πάνος Χατσατριάν.
Θα μείνω λίγο παραπάνω σε δύο σημεία. Στον διαδραστικό τρόπο με τον οποίο η παράσταση επικοινωνείται με το κοινό – τη μέρα που είχα πάει μια κυρία της πρώτης γραμμής, σαν να πήρε πιο προσωπικά κάποια από αυτά που συνέβαιναν επί σκηνής. Και στην αναπάντεχη χρήση της μουσικής του Γιώργου Μιζήθρα και κυρίως των τραγουδιών που τη συνοδεύουν. Μια «αλλόκοτη» ιδέα που λειτουργεί συναρπαστικά.