Περισσότερο ταινία δράσης με μηχανορραφίες να παίρνουν τη θέση ενός εμβληματικού κακού (εδώ υπάρχουν τρεις και ο έμμεσος είναι ο καλύτερος) παρά επικό δράμα σαν τον προκάτοχό του, το Μονομάχος ΙΙ ξαναφέρει τον σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ στην αρχαία Ρώμη για άλλον ένα γύρο ηρωισμού από έναν αινιγματικό σκλάβο, αυτοκρατορικής τρέλας και θεαματικών μαχών στο Κολοσσαίο, αυτή τη φορά με καρχαρίες στην πλημμυρισμένη αρένα που φλερτάρουν επικίνδυνα με την εύκολη χρήση της φράσης “jumped the shark” γι’αυτό το Αχρείαστο Σίκουελ, μέχρι τη συνειδητοποίηση ότι όντως μια φορά οι βαριεστημένοι Ρωμαίοι γέμισαν με νερό το Κολοσσαίο για να στήσουν την αναπαράσταση μιας ναυμαχίας.
Εν τω μεταξύ, η ανάμνηση του πρώτου Μονομάχου είναι τόσο θολή που το ρωμαϊκό έπος του Σκοτ έχει μεταλλαχθεί στα κεφάλια των περισσότερων σε ταινία-πρεστίζ (ναι, κέρδισε 7 Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου ενός για τον πρωταγωνιστή, Ράσελ Κρόου, αλλά δεν παύει να είναι μια ταινία στην οποία ένας άντρας παλεύει με τίγρεις, όπως ακριβώς στο πρόσφατο ινδικό μπλοκμπάστερ RRR – παρεμπιπτόντως, πού είναι τα Όσκαρ αυτού του αριστουργήματος;). Ωστόσο, ναι, we were entertained τόσο και από εκείνη την ταινία όσο και από την καινούργια, η οποία πατάει στα γνώριμα αφηγηματικά μονοπάτια της πρώτης και άρα ίσως γι’αυτό καταφέρνει να ψυχαγωγεί (ένας συλλογισμός που θα ζήλευε και ο Μάρκος Αυρήλιος), με έναν αινιγματικό αιχμάλωτο να ξεσηκώνει τα αιμοδιψή πλήθη επιδεικνύοντας εκπληκτικές μαχητικές ικανότητες στην αρένα ενώ στο μυαλό του έχει μόνο την προσωπική εκδίκηση για την οικογενειακή τραγωδία που του προκάλεσε η άρχουσα τάξη της Ρώμης.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Πολ Μέσκαλ κάνει ένα σημαντικό βήμα προς το stardom που η τύχη, το ταλέντο και το ίντερνετ θέλουν να του εξασφαλίσουν από την breakout εμφάνισή του στη σειρά Normal People. Υποδύεται τον Λεύκιο, που επιστρέφει στην Ρώμη από την Αφρική όπου ήταν εξόριστος ως αιχμάλωτος μιας εκστρατείας του στρατηγού Ακάκιου (Πέδρο Πασκάλ, μια καλή επιλογή για έναν εκ πρώτης όψεως “κακό” που σταδιακά εξιλεώνεται) η οποία άφησε πίσω της καμμένη γη και τη σύζυγό του νεκρή. Αποφασισμένος να σκοτώσει τον Ακάκιο που θεωρεί υπεύθυνο για τον άδικο θάνατο της αγαπημένης του, ο Λεύκιος καταλήγει στην κατοχή του Μακρίνου (Ντένζελ Γουάσινγκτον), ενός πρώην σκλάβου με πολιτικές βλέψεις που πλέον συγχρωτίζεται με τη ρωμαϊκή ελίτ ως προμηθευτής αναλώσιμης ανθρώπινης σάρκας και θεαμάτων σε κάθε event που απαιτεί μονομαχία (καθότι είμαστε στην αρχαία Ρώμη, δηλαδή… σε κάθε event). Θα φανταζόμασταν έναν λιγότερο επαγγελματία από τον Γουάσινγκτον να δυσκολεύεται να μην γυρίζει κάθε λεπτό στην κάμερα για να ουρλιάξει από ευχαρίστηση, αλλά ο βετεράνος ηθοποιός ολοφάνερα το καταδιασκεδάζει σε μια ερμηνεία σίγουρα ανώτερη του υλικού, με χιούμορ και πολυπλοκότητα που λείπουν από το σενάριο του Ντέιβιντ Σκάρπα (έγραψε και τον περσινό Ναπολέοντα του Σκοτ.) Από την άλλη, ο Λεύκιος του Πασκάλ θα ήταν αγαπημένος ήρωας του Τόνι Σοπράνο: ενσαρκώνει τον τύπο του “δυνατού, σιωπηλού άντρα” που θαύμαζε ο μαφιόζος δεν-θα-πούμε-της-καρδιάς-μας, έναν οργισμένο πολεμιστή που βλέπει μόνο τον στόχο του και θα περάσει μέσα από οποιαδήποτε κόλαση χρειαστεί προκειμένου να ολοκληρώσει την εκδίκησή του.
Γι’ αυτό και όταν η ταινία περιπλέκει τα πράγματα σχετικά με τους ουσιαστικούς εχθρούς της δημοκρατίας και της ηθικής στην ιστορία αυτή, ο Μέσκαλ αφήνεται λίγο μετέωρος και σοφά απομακρύνεται από τη δράση μέχρι όλα τα κομμάτια του παζλ να μπουν στη θέση τους (ακόμα και τότε, η κρίσιμη αλλαγή του απέναντι στη Λουκίλλα της Κόνι Νίλσεν σε απόσταση δύο σκηνών μοιάζει με σεναριακή ευκολία). Τη Ρώμη διοικούν οι ψυχοπαθείς δίδυμοι αυτοκράτορες Γέτας και Καρακάλλας (Τζόζεφ Κουίν και Φρεντ Χέσινγκερ, αρκούντως γλοιώδεις αλλά όχι πραγματικά τρομακτικοί), οι οποίοι αγνοούν τον δυστυχισμένο, πεινασμένο λαό τους, προσφέροντας στους μεν υπηκόους μόνο θεάματα και όχι άρτο, στους δε θεατές μια one size επίκαιρη πολιτική αλληγορία. Ο θυμός του κεντρικού ήρωα γίνεται καύσιμο για το υπερθέαμα του Σκοτ, που, όπως και το 2000, έτσι και τώρα χρησιμοποιεί τις προόδους της τεχνολογίας για να δημιουργήσει φαντασμαγορικές σκηνές που απεικονίζουν τη διεφθαρμένη, σάπια καρδιά της Ρώμης περισσότερο από κάθε λόγο του Μέσκαλ ή ατάκα των διδύμων. Από μάχες με ρινόκερους και μπαμπουίνους μέχρι την προαναφερθείσα μετατροπή του Κολοσσαίου σε θάλασσα για την αναπαράσταση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (κάτι σαν το νέο ΟΑΚΑ για τους Παναθηναϊκούς), ο Μονομάχος ΙΙ διαπρέπει ξεκάθαρα όταν αγωνίζεται μέσα στην αρένα.