Θα του χρωστάω για πάντα μια από τις πιο αγαπημένες μου παραστάσεις. Τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση, στο Θέατρο Τέχνης, την περίοδο 2019-20. Την προλάβαμε στο τσακ πριν μας κλείσουν μέσα. Πριν οι απαιτήσεις μας για επανάληψη βρουν τον τοίχο της πανδημίας. Δεν ξέρω πόσες παραστάσεις που ξεχωρίζεις τόσο, μπορείς να κλείσεις μέσα στη χούφτα σου όλα αυτά τα χρόνια που βγαίνεις από το ένα θέατρο και μπαίνεις στο άλλο, αλλά στη δική μου αν την ανοίξεις, σίγουρα θα βρεις τη συγκεκριμένη μέσα.
Ανεκτίμητη και για την υπόκωφη υπερδύναμη της ερμηνείας του πρωταγωνιστή της Νέστορα Κοψιδά, αλλά ακόμη περισσότερο για τη σκηνοθετική «ανάλυση» που εξερεύνησε τα πρόσωπα ισότιμα με την εποχή που τα «δημιούργησε». Ντοκιμαντέρ στο θέατρο; Θα μπορούσε. «Παίρνεις ένα κείμενο και με έναν τρόπο πρέπει να βρεις ένα άλλο κείμενο που να το στηρίζει. Άρα φτιάχνεις έναν ιστό πραγμάτων. Η συγκεκριμένη παράσταση ήταν προσωπική επιλογή, γιατί η περίοδος της Χούντας, της επταετίας, η εικόνα που έχω εγώ για την επταετία από τις αφηγήσεις στον περίγυρο μου, είναι η εικόνα του “πίσω”. Μου φαινόταν αδιανόητο που ο κόσμος αντιλαμβανόταν την επταετία από την πλευρά του lifestyle. Η στάση των Ελλήνων ήταν θλιβερή. Η λούφα είναι η στάση των Ελλήνων. Άμα στο σπίτι μου όλα είναι καλά, δεν με αφορά τίποτε άλλο. Τα τελευταία χρόνια, το μόνο πράγμα που έχει κινητοποιήσει κάπως τον κόσμο είναι το θέμα της ακρίβειας. Αυτό που μπαίνει στην τσέπη του. Δεν τον κινητοποιεί τίποτε άλλο κοινωνικά. Νομίζω ότι με αυτή την παράσταση ήθελα κατά κάποιο τρόπο μάλλον να ξεμπροστιάσω το ίδιο μου το σόι».
Εγώ είμαι στην Αθήνα, αυτός στο πατρικό του στο Ηράκλειο, του αγίου ζουμ το ανάγνωσμα, ανταλλάσσουμε θύμισες, επαρχιακές οικογενειακές «αισθήσεις» από εκείνη την εποχή, επανέρχομαι στο τώρα, κοιτώ το σαλόνι του, διακρίνω το κλασικό τραπέζι που έχει δραπετεύσει έντιμο και ανέπαφο στο χρόνο, εγώ από το αθηναϊκό δικό μου και το παλιό γραφείο- μια τυχαία συνάντηση στο Μοναστηράκι του ’96 που κρατά γερά από τότε, αυτός φορά ακουστικά, εγώ όχι, αυτός μιλά σχετικά σιγά γιατί οι γονείς, μέσα, κοιμούνται, εγώ πατάω απλά που και που τις φωνές στα γατιά που θεωρούν πως πρέπει να εισχωρήσουν στην κουβέντα και να εισακουστούν. Βλέπω από πίσω του στον τοίχο έναν χάρτη, ίσως δύο. Εντυπωσιάζομαι και το αναφέρω.
Γελάει και μου λέει: «Μάλλον δεν ξέρεις ότι σε όλα τα Κρητικά σπίτια υπάρχουν χάρτες. Σε όποιο αστικό σπίτι μπεις στο Ηράκλειο, θα βρεις κρεμασμένους χάρτες. Η μητέρα μου είναι από την Πελοπόννησο, οπότε έχουμε και αυτή σε χάρτη. Γι’ αυτό δύο». Ψάχνω τη λογική. «Του σωβινισμού, φυσικά», διευκρινίζει χαμογελώντας.
Ο Μάνος γεννήθηκε στη Ρόδο, αλλά όταν ήταν πολύ μικρός μετακόμισαν οικογενειακώς στην Κρήτη. Ο μπαμπάς του ήταν αξιωματικός στην Πυροσβεστική. Του ζητάω να ταξιδέψει προς τα πίσω, να θυμηθεί. «Πάρα πολύ ωραία ήταν στην εφηβεία μου. Στα 18 έφυγα για την Αθήνα. Το Ηράκλειο τώρα δεν έχει σχέση με αυτό που ήμουν παιδί. Ήταν πιο μαζεμένο, πιο κοσμοπολίτικο, πιο αστικό. Με τον μαζικό τουρισμό έπεσε το νέο χρήμα και άλλαξαν οι σχέσεις των ανθρώπων». Τον ρωτάω πως μπήκε το θέατρο στη ζωή του. «Η μαμά μου, που ήταν δασκάλα, κάποια στιγμή πήγε σε μια ερασιτεχνική ομάδα που είχαν φτιάξει στο σχολείο και επειδή οι χρόνοι ήταν κάπως πιεσμένοι μας έπαιρνε με την αδερφή μου μαζί στις πρόβες. Με έναν τρόπο, το θέατρο ήταν ένα κομμάτι της παιδικής και εφηβικής μου ζωής συνεχώς. Το έσκαγα από το φροντιστήριο για να πάω στις παραστάσεις της μητέρας μου. Πρώτα κατάλαβα τι σημαίνει πρόβα και μετά τι σημαίνει το έργο».
Στην Αθήνα σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και έκανε ένα μεταπτυχιακό πάνω στην Ενετοκρατία στην Κρήτη. «Γιατί οι Κρητικοί ιστορικοί ασχολούνται μόνο με την Κρήτη», μου λέει με νον στοπ χαμόγελο. «Έχουμε και ειδική κατηγορία: Οι Κρητολόγοι. Και είναι πάρα πολλοί. Δεν μας αφορά τίποτε άλλο». Τελείωσε τις σπουδές του εντελώς στην ώρα του. Υποψιάζομαι πως δεν έχει τον «δαίμονα» της αναβλητικότητας. Μου το επιβεβαιώνει. «Το χειρότερό μου», λέει. «Προγραμματίζω ακόμη και αυτό που θα φάω το μεσημέρι. Το έχω γράψει από το προηγούμενο βράδυ στο ημερολόγιό μου για να μην ξεχάσω να μαγειρέψω. Και στις παραστάσεις το κάνω. Είναι έτοιμες μια εβδομάδα πριν την πρεμιέρα. Δεν τρέχω ποτέ τελευταία στιγμή για τίποτα. Αν μιλήσεις με ηθοποιούς μου, θα σου πουν πόσο βαρετή είναι η τελευταία εβδομάδα γιατί είναι όλα έτοιμα και απλά διαβάζουμε και κάνουμε περάσματα. Βοηθάει, ξέρεις, αυτός ο ρυθμός τους ηθοποιούς, να δουν τι ροή έχει η παράσταση. Αντί να χάσουμε την πρώτη εβδομάδα μέχρι να προσαρμοστούν στον ρυθμό, εμείς κερδίζουμε μια εβδομάδα προβών. Αυτό το σύστημα που έχουμε στην Ελλάδα είναι πολύ λάθος. Εμένα μου αρέσει και αυτό που κάνουν στην Αμερική, δηλαδή που κάνουν μερικά preview. Ξέρουν πότε θα είναι έτοιμη η παράσταση και μπορούν να φέρουν στην αρχή δέκα ανθρώπους και μετά δεκαπέντε και σιγά σιγά αυξάνουν τον αριθμό ώστε όταν έρθει η νύχτα της πρεμιέρας να μην πάθουν σοκ. Στην Αμερική μάλιστα τα κάνουν ανοιχτά και στο μισό εισιτήριο. Βλέπεις την παράσταση χωρίς να είναι εντελώς έτοιμη και απλά βλέπεις πώς θα πάει. Κατεβαίνουν παραστάσεις ακόμη και από το preview. Το βλέπει το κοινό, το βλέπει και ο παραγωγός πόσο χάλια είναι. Δίνει ένα καλό feedback στον σκηνοθέτη. Λες να ανοίγω έναν δρόμο με αυτά που λέω;». Μακάρι, του απαντώ, σίγουρα θα έχει πολύ ενδιαφέρον με τις δεκάδες παραστάσεις που πλέον ανεβαίνουν κάθε τρίμηνο…
Μετά τις «επίσημες» σπουδές του, έδωσε στο Εθνικό, πέρασε, ήθελε να γίνει ηθοποιός, χωρίς αντιπερισπασμούς. Παράλληλα όμως ήταν μέλος της ερασιτεχνικής ομάδας θεάτρου της Ιατρικής Σχολής Αθηνών. Και υπήρχε μια «υποχρέωση» – παγίδα όπως αποδείχθηκε. Όποιος τελείωνε τη Σχολή, επέστρεφε για να σκηνοθετήσει την ομάδα, να σκηνοθετεί τους επόμενους. Έμεινε τέσσερα χρόνια και έκανε πέντε παραστάσεις. Ανακάλυψε πως η καθοδήγηση των ηθοποιών είναι αυτό που του άρεσε περισσότερο από όλα. Παράλληλα με τις προσωπικές του δουλειές, είναι και μέλος μιας ομάδας. Το όνομα της RMS MATAROA και έχει για (άλλα) μέλη, τους Στέλλα Βογιατζάκη, Χαρά-Μάτα Γιαννάτου, Κατερίνα Ζησούδη, Κατερίνα Παπανδρέου και Κωνσταντίνο Πλεμμένο. Η τελευταία παράσταση που ανέβασαν ήταν το «ΤΑΝΚ/Όλη Νύχτα Εδώ» στο θέατρο Τέχνης πέρυσι. Από το 2016 και την πρώτη του δουλειά, το «Salem», ο ίδιος έχει κάνει ένα ταξίδι γεμάτο όμορφες στάσεις. Ας μου επιτραπεί να θυμάμαι με μεγάλη αγάπη Το έξυπνο πουλί (Tempus Verum, 2017), τη Νύχτα των Δολοφόνων (ΘΝΚ, 2019), το Βικτώρ ή Τα παιδιά στην εξουσία του Roger Vitrac (Σφενδόνη, 2020), το ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ. Κάποιες κυρίες διασκεδάζουν (Θέατρο Τέχνης, 2023), και πάνω και πρώτα από όλα, όπως ήδη έχω πει, τους Ανθρωποφύλακες (Θέατρο Τέχνης, 2019-20).
Αναρωτιέμαι πότε μπορεί να ήταν αυτή η πρώτη στιγμή που είπε εδώ είμαι, αυτό είναι, δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. «Νομίζω από την πρώτη στιγμή», λέει. «Θα σου δώσω δύο απαντήσεις. Η πρώτη είναι αυτή που δίνω εγώ και που είναι πιο ψυχαναλυτική γιατί ξέρω πολύ καλά τον εαυτό μου: είναι ένας τρόπος να χειριστείς τον θάνατο πιο άνετα. Φτιάχνεις έναν κόσμο κάθε βράδυ και αυτός ο κόσμος είναι νομοτελειακά σίγουρο ότι οδηγείται στον θάνατο. Αυτό είναι ανακουφιστικό. Αν κάθε βράδυ βιώνεις έναν μικρό θάνατο ασυνείδητα, όταν έρθει ο μεγάλος θα είσαι πιο προετοιμασμένος. Ελπίζω… Μετά, ένας ηθοποιός μου που δεν θα εκθέσω, μου έχει πει ότι αυτό που βλέπει σε μένα είναι ότι απολαμβάνω να παίζω με τα playmobile (γέλια). Αυτή είναι η δεύτερη απάντηση».
Του ζητάω να σταθούμε λίγο παραπάνω στη δεύτερη. «Αυτό που συνειδητοποιώ», διευκρινίζει «είναι πως οι ηθοποιοί είναι πολύ ευαίσθητα πλάσματα. Όπως και όλοι οι άνθρωποι θα έλεγα βεβαίως. Οπότε χρειάζεται πρώτα να φτιάξεις ένα ασφαλές περιβάλλον προτού τους ζητήσεις να κάνουν πράγματα που τους εκθέτουν. Αυτό δεν έχει να κάνει με το θέμα της ντροπής όταν τους ζητάς να κάνουν κάτι extreme, αλλά όταν τους ζητάς να εκτεθούν με πολύ προσωπικές στιγμές. Ως ηθοποιός δεν τις μοιράζεσαι εύκολα λεκτικά. Κάποια στιγμή θα πρέπει να ερμηνεύσεις πράγματα που σου έχουν συμβεί με έναν τρόπο για να εμβαθύνει ένας ρόλος. Οπότε θα έλεγα ότι μου αρέσει να καθοδηγώ ανθρώπους. Μου αρέσει να φτιάχνω δρόμους για να μπαίνουν και να περπατούν. Έπαιζα συνέχεια με playmobile μικρός, τα έστηνα και μετά καθόμουν και τα απολάμβανα. Το βασικό σκηνικό ήταν το σαλόνι στο σπίτι, όπου και έφτιαχνα διάφορες σκηνές».
Τον ρωτάω αν είναι από τους σκηνοθέτες που ακούν τους ηθοποιούς τους. «Ακούω πάρα πολύ», λέει. «Αναγνωρίζω την πρόθεση πολύ εύκολα. Αν αυτή είναι για να φανείς εσύ μέσα από την παρατήρησή σου, σε διαολοστέλνω κατευθείαν. Συνήθως δεν είναι έτσι. Όποιος νομίζει ότι ξέρει τα πάντα, δεν ξέρει τίποτα. Ακούω και αντιμιλάω όμως…».
Σκέφτομαι πως αυτό είναι πράγματι ένα ωραίο «χάρισμα» στην καθημερινότητα ενός σκηνοθέτη. Να μπορείς να αναγνωρίζεις την πρόθεση. Και να ξεφεύγεις έτσι από τις κακοτοπιές «Να ακούει και να μελετάει, νομίζω, είναι πιο βασικά», συνεχίζει, «να έχει ανοιχτές προσλαμβάνουσες. Αυτό που κάνουμε συνήθως είναι ότι μπαίνουμε βαθιά σε ένα υλικό, σε έναν κόσμο, και ξεχνάμε ότι είναι ένα κομμάτι ενός μεγαλύτερου πυρήνα. Τώρα που κάνουμε τον “Θεό της Σφαγής”, τον πρώτο μήνα που καθόμασταν, η επικαιρότητα ήταν πολύ διαφορετική, ήμασταν με τους ηθοποιούς στον χώρο προβών και δουλεύαμε πάνω στις σχέσεις του έργου. Ξαφνικά, όταν άνοιξαν τα σχολεία, είδαμε πως τα περιστατικά του σχολικού εκφοβισμού πολλαπλασιάστηκαν, το έργο είναι τελικά κομμάτι ενός άλλου πράγματος που θέλει να το φέρεις μέσα. Όχι το ψευτοεπίκαιρο, να βάλεις μέσα δηλαδή φράσεις των ημερών, τύπου για να το εκμοντερνίσεις. Αλλά να έχεις στη σκέψη σου αυτό που συμβαίνει έξω – αυτό είναι σημαντικό, αλλάζει ακόμη και ο τρόπος του παιξίματός σου στο έργο. Οπότε και αυτό είναι κομμάτι του “ακούω”. Γενικά έχω ανοιχτές αντένες».
Μου ξεκαθαρίζει πως το «ακούω» σημαίνει και ενσυναίσθηση και θυμάται πως έχει σταματήσει πρόβες επειδή κάποιος ή ο ίδιος δεν αισθανόταν πως είχε το σωστό ψυχικό απόθεμα για να προχωρήσει παρακάτω. Προτιμά να πάνε για καφέ. «Η ζωή είναι πάνω από το θέατρο», μου λέει. «Το φωνάζω γιατί πολλοί το έχουν μπερδέψει».
Στην Κρήτη κατεβαίνει «για δουλειά» ως προσκεκλημένος από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης. Η πρώτη ήταν το 2021, όταν ανέβασε την «Πανώρια» του Χορτάτση. Φέτος η δεύτερη. «Οι μισές σκηνοθεσίες που έχω κάνει», μου λέει, «είναι από προτάσεις άλλων που αισθάνομαι ευγνώμων που ήρθαν στη ζωή μου. Γιατί με έβγαλαν από το καβούκι των έργων που επιλέγω πάντα εγώ, που πάντα έχουν ένα πολιτικό πρόσημο και μια ιστορική τοποθέτηση. Είναι ωραίο καμιά φορά να κάνεις ένα έργο σχέσεων ή μια κωμωδία που δεν είχες σκεφθεί».
Πριν ανεβάσει μια παράσταση, του αρέσει να μελετά το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκε το έργο. Του είναι απαραίτητο. Το αγαπά. Είναι αυτό που ξεχωρίζει στη διαδικασία του, όταν στήνει μια παράσταση. Τον ρωτώ αν έκανε το ίδιο και στην περίπτωση του Θεού της Σφαγής. «Πέρα από το βιογραφικό της συγγραφέως και την εποχή που γράφτηκε», απαντά, «ξανακοίταξα παλιά ψυχαναλυτικά βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά με την ενηλικότητα και τον τρόπο που τα παιδιά υιοθετούν συμπεριφορές που βλέπουν στην οικογένεια ή στο περιβάλλον τους. Έκανα μια δήλωση στη συνέντευξη Τύπου που παρεξηγήθηκε: Ότι το έργο δεν μου αρέσει καθόλου». Να υποθέσω πως αναρωτήθηκαν γιατί κάνει αυτό το έργο αφού δεν το εκτιμά; «Αυτό το έργο», μου λέει χαμογελώντας, «μου φαίνεται ρηχό και επιφανειακό. Επίσης μιλάει για τη σχολική βία, αλλά λόγω εποχής που γράφτηκε δεν περιέχει την δικτυακή βία. Και δεν μπορείς να την προσθέσεις. Δηλαδή ό,τι μπορώ θα το κάνω. Βάζω το βίντεο που έχουν χτυπήσει τα παιδιά και έχω κάνει και μια άλλη προσθήκη που αντί να διαβάζει την εφημερίδα ο Αλέν διαβάζει ένα άρθρο από το κινητό του. Για να προσθέσεις αυτή την πολύ συνταρακτική συνιστώσα της δημοσιοποίησης ενός περιστατικού βίας, πρέπει να αλλάξεις δομικά το έργο ολόκληρο. Και δεν μπορείς».
Και συνεχίζει: «Το έργο ανοίγει άπειρα θέματα. Έχει φτιάξει τέσσερις πολύ στιβαρούς χαρακτήρες, αν και ο ένας από αυτούς, η Ανέτ, δεν έχει τόσο καλό βιογραφικό για έναν ηθοποιό που θα τον παίξει. Λείπουν πολλά κομμάτια αυτού του χαρακτήρα για να καταλάβεις γιατί αντιδράει έτσι. Εκτός αυτού, ανοίγει πολλά θέματα -από το αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας, τον σχολικό εκφοβισμό, τον καπιταλισμό- και όλα στέκονται στην επιφάνεια. Μια που τα αναφέρει, μια που τα κλείνει. Οι χαρακτήρες δεν εμβαθύνουν. Δουλεύοντας όμως με τα παιδιά, συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι και η δυναμική του έργου – έκανα το κακό καλό. Ξεμπροστιάζει την ευρωπαϊκή αστική τάξη που όλα τα προβλήματα είναι θέματα προς συζήτηση αλλά κανείς δεν θέλει να εμβαθύνει, ούτε φυσικά να τα λύσει».
Ακολουθεί ερώτηση: «Αν άλλαζες το τέλος, τι θα έβαζες»;
Ακολουθεί απάντηση: «Ω, πολύ καλή ερώτηση. Επιτέλους κάποιος με ρωτάει. Δεν το έχω σκεφτεί»
Ακολουθεί αντερώτηση: «Σου αρέσει, αλλά απάντηση δεν έχεις;».
Ακολουθεί ανταπάντηση: «Έχω! Ενώ έχει ξεκινήσει μια πολιτισμένη συζήτηση και εκθέτουν τις απόψεις τους, αυτό περνάει στη βαρβαρότητα, στα ένστικτα, στη βία. Κι ενώ βγαίνουν όλες αυτές οι τερατόμορφες συμπεριφορές, με έναν τρόπο, στο τέλος καταλήγουν σε μια ησυχία χωρίς να έχει μετακινήσει κανένας στο ελάχιστον την άποψή του. Δηλαδή στο τέλος δεν υπάρχει ούτε σύμπνοια σχετικά με το συμβάν του σχολικού εκφοβισμού, κανένας δεν έχει πει τίποτα σε κανέναν. Συνεχίζουν τη ζωή τους. Αν ήταν σουρεαλιστικό, θα έπρεπε να επέμβει μια θεότητα. Αν δεν ήταν σουρεαλιστικό δεν θα το άλλαζα. Ίσως να βάθαινα την κατάσταση μέσω της συζήτησης. Να γίνουν ο ένας η κόλαση του άλλου».
Ένα γρήγορο γκουγκλάρισμα αν κάνεις, θα δεις πως αυτό το έργο ανεβαίνει τακτικά, πολύ τακτικά, λες και υπάρχει ένα κρυφό τάμα που προεξοφλεί την παρουσία του. «Μάλλον είναι εμπορικοί λόγοι», μου λέει ο Μάνος. «Έχει μόνο τέσσερις ηθοποιούς. Ένας χώρος. Το έργο διαρκεί μία ώρα. Είναι ελαφρύ, με πολλή δόση χιούμορ. Έχει όλα τα συστατικά μιας μεγάλης εμπορικής επιτυχίας. Παίζεται κάθε βράδυ στα Χανιά και είμαστε φίσκα». Του λέω πως οι ενήλικες σε αυτό θα μπορούσαν να είναι οι ανήλικοι για τους οποίους ανησυχούν. Μου λέει: «Είναι ένας από τους άξονες που έχουμε δουλέψει στο έργο. Το πώς οι ενήλικοι χαρακτήρες της παράστασης, σε πολλά σημεία, υιοθετούν μια παιδόμορφη συμπεριφορά».
Και συνεχίζει: «Εδώ υπάρχει μια κατάρρευση ενός χαρακτήρα και απομονώνεται από τους άλλους τρεις. Συνειδητοποίησα λοιπόν σε πρόβα ότι πιο βαθιά ψυχαναλυτικό για να πετύχουμε το ζήτημα για την παιδική ηλικία που βγαίνει ξαφνικά στην επιφάνεια είναι να τον πάρει αγκαλιά η άλλη γυναίκα. Αυτή η μητρότητα να γίνεται κάπως τερατόμορφη». Του λέω πως ό,τι ταυτοποιήσεις κι αν γίνονται εδώ, ένα είναι το θέμα: αν είσαι γονιός, αν έχεις παιδί ειδικά στην εφηβεία, όλο αυτό σε αφορά εύκολα, νοιώθεις ίσως πως ξεφυλλίζοντας τις λέξεις και τις εικόνες του έργου, θα βρεις κώδικες, εργαλεία, ιδέες που θα σε βοηθήσουν σε μια καθημερινότητα απαιτήσεων. «Αυτό εξαρτάται από τον καθένα», λέει. «Αλλά έχει μια συγκλονιστική φράση μέσα, και το αντιλαμβάνομαι τώρα που η δική μας η γενιά αρχίζει και αποκτάει παιδιά και μπαίνουν άλλες προτεραιότητες. Λέει ο Μισέλ: “Τα παιδιά μας ρουφάνε τη ζωή και τη διαλύουν. Τα παιδιά μας οδηγούν στην καταστροφή και είναι νόμος”. Σε αυτό το σημείο, σε κάθε παράσταση, μα σε κάθε παράσταση, υπάρχει η ίδια νεκρική σιγή. Ρωτώντας πολλούς γνωστούς που έρχονται, συνειδητοποιώ ότι αυτό είναι το πιο πυρηνικό πράγμα που έχει το έργο. Οι γονείς βλέπουν ότι είναι μπλεγμένοι σε έναν κόσμο, των παιδιών, ο οποίος δεν έχει γυρισμό. Και το βλέπω σε ανθρώπους της γενιάς μου. Αλλάζουν οι προτεραιότητες».
Δευτέρα, 14/10, Αίθουσα Εκδηλώσεων Δήμου Κισσάμου – Κίσσαμος, Χανιά
Τετάρτη, 16/10, ΠΣΚΗ – Αίθουσα Ανδρέας και Μαρία Καλοκαιρινού – Ηράκλειο
Παρασκευή, 18/10, Θέατρο ΡΕΞ Αγίου Νικολάου – Άγιος Νικόλαος, Λασίθι
23-27 Οκτωβρίου: Θέατρο Πορεία, Τρικόρφων 3-5, Αθήνα