Εν μέσω πανδημίας και του πρωτόγνωρου εγκλεισμού που τη χαρακτήρισε, η «επιστροφή της φύσης» και των καθαρών ουρανών έφερε στο προσκήνιο τη σημασία του περιβάλλοντος. Η στιγμή αυτή ισοδυναμεί με την απόφαση της Ευρώπης να φέρει ένα νομικό και θεσμικό πλαίσιο για την αποκατάσταση της φύσης, η πρωτοτυπία του οποίου βασιζόταν στο ότι στόχος δεν ήταν μόνο η διατήρησή της, αλλά η επαναφορά φυσικού χώρου, εκτάσεων και γης για προστατευόμενα είδη σε περιοχές που έχουν υποβαθμιστεί.
Έτσι, το 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη υιοθέτησαν τη νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε η δέσμευση της Ευρώπης να προτείνει ένα νέο νομικό πλαίσιο για την αποκατάσταση της φύσης. Έκτοτε, υπήρξε μια μακρά περίοδος προετοιμασίας, ώστε τον Ιούνιο του 2022 να ανακοινωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η πρόταση ενός νέου νόμου για την αποκατάσταση του 20% της ξηράς και της θάλασσας έως το 2030.
Για κάθε πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρέπει στη συνέχεια να γνωμοδοτήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και το Συμβούλιο των υπουργών Περιβάλλοντος, ως τα δύο νομοθετικά όργανα της ΕΕ. Αρχικά, υπήρξε πανηγυρική υποδοχή της πρότασης, αφού ήταν η πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια που η Ευρώπη πρότεινε έναν ολοκληρωμένο νόμο για τη φύση. Στην πρόταση της Επιτροπής περιλαμβάνονταν μετρήσιμοι στόχοι, που δεν αφορούν μόνο στις περιοχές Natura, αλλά και στα αγροτικά οικοσυστήματα, το αστικό περιβάλλον, τους μη προστατευόμενους υγροτόπους κ.ά. Η θεώρηση της φύσης είναι συνολική και ολιστική, θέτοντας παράλληλα σαφείς χρονικούς στόχους και βελτιώνοντας στο σύνολό της τη νομοθεσία για τη φύση στην Ευρώπη.
Παρά το γεγονός ότι στις 17 Ιουνίου του 2024 ο Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης πέρασε τελικά στην ΕΕ, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από την απλή προστασία και διατήρηση της φύσης στην ενεργή αποκατάστασή της, η πορεία που διαγράφηκε μέχρι την ψήφισή του υπήρξε ακανθώδης, φανερώνοντας πως δεν αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο όλες οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές ομάδες στην Ευρώπη τη σπουδαιότητά του.
Μιλώντας στην Popaganda, η Ιόλη Χριστοπούλου, συνιδρύτρια και διευθύντρια πολιτικής του Green Tank, εξηγεί πώς ένας τόσο κρίσιμος νόμος για το μέλλον της φύσης έφτασε να αμφισβητείται από ορισμένα κράτη-μέλη και πολιτικές ομάδες, ενώ αναδεικνύει τους βασικούς στόχους του για την αποκατάσταση της ξηράς και της θάλασσας στην Ευρώπη.
Οι πρώτες αντιδράσεις και η κορύφωσή τους
Αν και ο χαιρετισμός της πρότασης του νέου νόμου ήταν θερμός το 2022, ακολούθησαν φωνές που ισχυρίζονταν πως ο νόμος θα έχει πολύ μεγάλο χρηματικό κόστος για τα κράτη-μέλη, ενώ θα επιβαρύνει διάφορες δραστηριότητες – κυρίως τις αγροτικές. «Αυτό κινήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια εκστρατεία παραπληροφόρησης από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα» εξηγεί η Ιόλη Χριστοπούλου. «Κύριο επιχείρημα ήταν ότι θα μειωθεί η αγροτική έκταση και αυτό θα δημιουργήσει προβλήματα επισιτιστικής ασφάλειας. Αυτά τα επιχειρήματα προήλθαν είτε από πολιτικούς που προσπαθούσαν με λαϊκιστική ρητορική να εμποδίσουν την πρόοδο που γίνεται στην Πράσινη Μετάβαση στην Ευρώπη, είτε από ένα ισχυρό “λόμπι” βιομηχανικής γεωργίας, που επιμένει να χρησιμοποιεί πολλά φυτοφάρμακα και να εφαρμόζει πρακτικές που εξαντλούν τη γη, αντί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα ώστε να έχουμε υγιή και ανθεκτικά αγροτικά οικοσυστήματα».
Απαντώντας σε αυτά τα επιχειρήματα, 6.000 επιστήμονες υπέγραψαν μια επιστολή τεκμηριώνοντας την ανάγκη ενός νόμου για την αποκατάσταση της φύσης. Επισήμαναν ότι πραγματικές απειλές για την επισιτιστική ασφάλεια είναι η κλιματική κρίση και η απώλεια της βιοποικιλότητας και των οικοσυστημικών υπηρεσιών, όπως η επικονίαση και ο έλεγχος των παρασίτων. Επίσης, ορισμένες μεγάλες πολυεθνικές όπως η Danone, η Nestle, η Coca-Cola Europe, η H&M Group και η ΙΚΕΑ, τοποθετήθηκαν θετικά για τον νέο νόμο, αναγνωρίζοντας τα σημαντικά του οφέλη.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις πήραν τέτοιες διαστάσεις που το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ζητούσε επίμονα να αποσυρθεί ο νόμος, ενώ συμμάχους σε αυτό βρήκε και σε πιο συντηρητικά μέτωπα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οριακά οι προτάσεις για απόσυρση του νόμου απορρίφθηκαν και ακολούθησε η έγκριση μιας σειράς από τροπολογίες. Οι περισσότερες βρέθηκαν στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης του κειμένου που είχε προτείνει αρχικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυρίως στα σημεία που αφορούσαν στην αποκατάσταση των αγροτικών οικοσυστημάτων.
«Ήταν μία πολύ οριακή κατάσταση μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκείνο το διάστημα. Την ίδια στιγμή που γινόντουσαν οι συζητήσεις στις Επιτροπές και μετά στην Ολομέλεια, παράλληλα γινόντουσαν και οι συζητήσεις στο Συμβούλιο μεταξύ των υπουργών Περιβάλλοντος. Παρά τις αντίθετες φωνές, τα κράτη-μέλη ψήφισαν και είπαν ότι πρέπει να προχωρήσουμε με τον νόμο. Η θέση τους ήταν θετική. Κατέθεσαν κάποιες τροπολογίες και αλλαγές, αλλά η συνολική κατεύθυνση ήταν ότι πρέπει να προχωρήσουμε με αυτόν τον νόμο», θα πει η συνιδρύτρια του Green Tank. Ανάμεσα στις χώρες που τάχθηκαν υπέρ της απόσυρσής του βρέθηκαν η Ιταλία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Σουηδία και η Φινλανδία.
Έτσι, οι δύο νομοθετικοί θεσμοί, προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις για τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου, επιδιώκοντας από τη χαλάρωση των προβλέψεων που είχε προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέχρι την πλήρη απαλοιφή τους. «Εν μέσω έντονων διαφωνιών, πολλές από τις τροπολογίες που είχε φέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έγιναν δεκτές από το Συμβούλιο των υπουργών, με αποτέλεσμα στα τέλη του 2023 να διαμορφώνεται το τελικό κείμενο ενός πιο αποδυναμωμένου νόμου. Όμως υπήρξε συμφωνία».
Φτάνοντας στην ψήφιση του νόμου «διά πυρός και σιδήρου»
Μια ανάσα πριν από το συνήθως τυπικό βήμα για την έγκριση της τελικής συμφωνίας από το Συμβούλιο, η Ουγγαρία άλλαξε απροσδόκητα θέση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει επαρκής ενισχυμένη πλειοψηφία. «Η Βελγική Προεδρία του Συμβουλίου ήθελε να υιοθετήσει τον νόμο πριν τις Ευρωεκλογές και την αλλαγή φρουράς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και πριν δώσει τη σκυτάλη της Προεδρίας στην Ουγγαρία. Όμως με την αλλαγή στάσης της Ουγγαρίας, στο Συμβούλιο του Μαρτίου δεν υπήρξε επαρκής πλειοψηφία και η ψηφοφορία αναβλήθηκε».
«Έχοντας πλέον ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο, η Ευρώπη ανοίγει τον δρόμο για την επίτευξη και των παγκόσμιων στόχων»
Όσο πλησίαζε το Συμβούλιο υπουργών Περιβάλλοντος της 17ης Ιουνίου, η αγωνία κορυφωνόταν. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήταν γνωστό αν θα υπάρχει επαρκής πλειοψηφία ώστε να τεθεί το ζήτημα σε ψηφοφορία. Ακολουθεί μια νέα ανατροπή. Την περασμένη Κυριακή, η υπουργός Περιβάλλοντος της Αυστρίας, Λεονόρε Γκεβέσλερ, η οποία βρίσκεται στο κόμμα των Πρασίνων και διανύει προεκλογική περίοδο για τις εθνικές εκλογές στη χώρα, ανακοίνωσε πως αλλάζουν την ψήφο τους από «παρών» σε «ναι». Κάπως έτσι, ο νόμος για την αποκατάσταση της φύσης περνάει με οριακή ενισχυμένη πλειοψηφία (66,07%, με ελάχιστο απαιτούμενο το 65%), με 20 χώρες να τον έχουν ψηφίσει, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Τον καταψήφισαν η Ιταλία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ουγγαρία.
Ένα νομοθέτημα που θεωρείται παγκοσμίως πρωτοποριακό, καθώς είναι το πρώτο που θέτει νομικούς δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση της φύσης, αναγκάστηκε να «επιβιβαστεί» σε ένα πολιτικό ρόλερ κόστερ. «Παρά τις τροπολογίες που τον αποδυνάμωσαν, έχει μεγάλη αξία το ότι τελικά η Ευρώπη έχει ένα πλαίσιο σαν κι αυτό. Εκτιμούμε πως σε μερικά χρόνια ο νόμος θα αναθεωρηθεί και θα επανέλθουν ορισμένες από τις διατάξεις που αφαιρέθηκαν. Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη απέδειξε ότι είναι πρωτοποριακή σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, διότι τον Δεκέμβριο του 2022 η παγκόσμια κοινότητα συμφώνησε σε ένα νέο πλαίσιο για τη βιοποικιλότητα, με αρχικό στόχο το 2030 και μετά ως το 2050, στο οποίο τίθενται νέοι στόχοι – ανάμεσά τους και η αποκατάσταση της φύσης. Έχοντας πλέον ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο, η Ευρώπη ανοίγει τον δρόμο για την επίτευξη και των παγκόσμιων στόχων», υπογραμμίζει η συνιδρύτρια του Green Tank.
Η αποκατάσταση της φύσης στην πράξη
Ένας από τους βασικούς στόχους της νέας νομοθεσίας είναι να καταστεί η φύση σύμμαχος στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. «Να μπορεί δηλαδή να απορροφά και διοξείδιο του άνθρακα, αλλά ακόμα περισσότερο να “απορροφά” τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Στην περίπτωση μιας μεγάλης πλημμύρας, για παράδειγμα, αν έχουμε ελεύθερες φυσικές εκτάσεις, τότε η πλημμύρα θα μπορέσει να εκτονωθεί, με αποτέλεσμα να μην έχουμε απώλειες ζωών και περιουσιών. Έχοντας αρκετή φυσική έκταση και γερά οικοσυστήματα, βοηθάμε ουσιαστικά την προσαρμογή στην κλιματική κρίση – κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και για τα αγροτικά οικοσυστήματα», αναφέρει η Ιόλη Χριστοπούλου.
Και προσθέτει: «Αν για παράδειγμα αποκατασταθούν τα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας, που είναι χαρακτηριστικά της Μεσογείου, τότε αυξάνεται η δυνατότητα απορρόφησης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, ενώ ενισχύεται η βιοποικιλότητα καθώς δημιουργούνται νέοι τόποι αναπαραγωγής ψαριών και άλλων θαλάσσιων οργανισμών, και ισχυροποιείται η αντιδιαβρωτική προστασία των ακτών».
Ένας άλλος στόχος αφορά στην αναστροφή της μείωσης των επικονιαστών, όπως οι μέλισσες. «Αυτό σχετίζεται άμεσα με την αγροτική παραγωγή, την οποία οι φυσικοί επικονιαστές βοηθούν. Ακόμα κι εκεί όμως υπήρχαν αντιδράσεις, υποεκτιμώντας τη δύσκολη διαδικασία της τεχνητής επικονίασης και αγνοώντας ότι η φύση παρέχει την υπηρεσία της επικονίασης “δωρεάν”».
Παράλληλα, βασικός στόχος έως το 2030 που αφορά στο αστικό περιβάλλον, είναι να μην υπάρξει μείωση αστικού πρασίνου σε σχέση με το υπάρχον στο 2024. Μάλιστα, η ενίσχυση της φύσης στις πόλεις βοηθά στη μείωση των αστικών θερμικών νησίδων και των επιπτώσεων ακραίων καιρικών φαινομένων που εντείνονται λόγω της κλιματικής κρίσης.
Ακόμα, στον νόμο υπάρχουν επιμέρους στόχοι που αφορούν στις περιοχές Natura, στις οποίες δίνεται προτεραιότητα μέχρι το 2030. Σύμφωνα με τη διευθύντρια πολιτικής του Green Tank, αυτό που αλλάζει είναι ότι μέσα σε περιοχές Natura, πρέπει να ληφθούν μέτρα αποκατάστασης που να καλύπτουν το 30% των εκτάσεων που δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση, μέχρι το 2030, το 60% μέχρι το 2040, και το 90% ως το 2050. «Οι βασικές προστατευόμενες περιοχές της Ευρώπης (Natura 2000) είναι και οι πιο σημαντικές οικολογικά, ωστόσο αυτή τη στιγμή το 80% των εκτάσεων στην Ευρώπη βρίσκεται σε κακή κατάσταση. Οπότε ο στόχος αυτός, που αφορά και τις χερσαίες και τις θαλάσσιες εκτάσεις, είναι πολύ σημαντικός γιατί είναι ποσοτικός και υπάρχει χρονική προθεσμία».
Όπως προσθέτει η Ιόλη Χριστοπούλου, πρέπει επίσης να αποκατασταθούν 25.000 χιλιόμετρα ποταμών, ώστε να γίνουν ελεύθερης ροής. «Θα αρχίσουμε δηλαδή να αφαιρούμε φραγμούς και φράγματα που υπάρχουν και δημιουργούν εμπόδια στη φυσική ροή των ποταμών. Υπάρχουν μάλιστα πολλές εγκαταλελειμμένες υποδομές μέσα στα ποτάμια, που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα και αποτελούν μόνο εμπόδιο στη φυσική ροή. Ξεκινάμε λοιπόν από αυτά που δεν αξιοποιούνται, κάτι το οποίο θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση των πλημμυρών αλλά και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των ποταμών. Μία από τις ελάχιστες θετικές τροπολογίες ήταν και η προσθήκη της δέσμευσης να φυτευτούν τουλάχιστον 3 δισεκατομμύρια δέντρα συνολικά στην Ευρώπη έως το 2030 (ανάλογα με τις ανάγκες κάθε χώρας)».
Η θέση της Ελλάδας και τα επόμενα βήματα για τα κράτη-μέλη
Η Ελλάδα υπήρξε από την αρχή σταθερά θετική ως χώρα στην ψήφιση του νόμου, αναγνωρίζοντας τα κοινωνικοοικονομικά του οφέλη. Η συνιδρύτρια του Green Tank επισημαίνει ότι από την πρώτη φορά που ανακοινώθηκε η στρατηγική της βιοποικιλότητας το 2020, και στις διάφορες κρίσιμες ψηφοφορίες που ακολούθησαν, η χώρα μας έχει τοποθετηθεί θετικά. «Από τον Μάρτιο του 2023, έχουμε υιοθετήσει με εθνικό νόμο κάποιους από αυτούς τους στόχους που αναφέρονται στον ευρωπαϊκό νόμο και οι οποίοι είχαν αμφισβητηθεί στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις – δυστυχώς όχι αυτούς που αφορούν στα αγροτικά οικοσυστήματα. Η Ελλάδα έτσι ήταν η πρώτη χώρα στην ΕΕ που υιοθέτησε με τον ν. 5037 τους νεότερους παγκόσμιους και ευρωπαϊκούς στόχους για τη βιοποικιλότητα».
Μάλιστα, στο σύνολό της, η κατάσταση των οικοσυστημάτων μας είναι καλύτερη συγκριτικά με εκείνη στην Ευρώπη. Πιο αναλυτικά, «ενώ στην Ευρώπη μόνο 14% των προστατευόμενων οικοτόπων βρίσκονται σε καλή κατάσταση, στην Ελλάδα το 48% βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Σε ανεπαρκή (41%) ή κακή (6%) κατάσταση βρίσκεται το 47% των οικοτόπων μας, ενώ σε ανεπαρκή (45%) ή κακή (36%) κατάσταση βρίσκεται το 81% των οικοτόπων στην ΕΕ. Το 5% στην Ελλάδα βρίσκεται σε άγνωστη κατάσταση (δεν έχουμε επαρκή στοιχεία). Από τα οικοσυστήματά μας, στην πιο δυσμενή θέση βρίσκονται κυρίως τα παράκτια οικοσυστήματα, που δέχονται πολύ μεγάλη πίεση λόγω της αυξημένης δόμησης. Συγκεκριμένα, το 29% αυτών βρίσκεται σε ανεπαρκή ή κακή κατάσταση και μόνο το 35% σε καλή».
«Η υιοθέτηση του νέου νόμου φανερώνει την προσήλωση της ΕΕ στον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας»
Μετά την ψήφιση του νόμου, το επόμενο βήμα για τα κράτη-μέλη, είναι εντός των επόμενων δύο χρόνων να καταρτίσουν εθνικά σχέδια αποκατάστασης, στα οποία θα παρουσιάζουν πολύ συγκεκριμένα μέτρα και στόχους που θα πρέπει να υλοποιήσουν, ώστε να συμβάλλουν στην επίτευξη του συνόλου των ευρωπαϊκών στόχων. Η συγκεκριμένη νομοθεσία έχει ένα ισχυρό πλαίσιο παρακολούθησης και θα υποβάλλονται τακτικές αναφορές για την πρόοδο που σημειώνει κάθε χώρα, ώστε να αποτυπωθεί πώς προχωράει η Ευρώπη συνολικά, αλλά και μεμονωμένα το κάθε κράτος-μέλος.
«Το σημαντικό επίτευγμα σε όλο αυτό είναι ότι τελικά ο Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης υιοθετήθηκε. Θεωρώ ότι είναι κάτι παραπάνω από μία επιτυχία για την ευρωπαϊκή πολιτική για τη φύση. Στο νέο πολιτικό σκηνικό που δημιουργείται, είναι μία ακόμα απόδειξη ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία επιβιώνει παρά τις προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει (covid, ενεργειακή κρίση, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πόλεμοι κ.ά.). Η υιοθέτηση του νέου νόμου, πρακτικά μια εβδομάδα μετά τις Ευρωεκλογές, φανερώνει την προσήλωση της ΕΕ στον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας, αλλά και στον διεθνή ηγετικό της ρόλο όσον αφορά τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον», λέει καταληκτικά η Ιόλη Χριστοπούλου.