Ήταν τέλη Οκτωβρίου του 2004. Εγώ ως αρχισυντάκτης και ένα τσούρμο παλιοί και νέοι μουσικοί συντάκτες προετοίμαζαν αυτό που από το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς είχε προαναγγελθεί ως το «νέο Ποπ και Ροκ»: το περιοδικό Sonik. Μιλούσαμε με δισκογραφικές εταιρείες, παραλαμβάναμε καραβιές από νέα cd, τα ξεδιαλέγαμε, τα ακούγαμε, είχαμε ήδη ψηφίσει την καλύτερα δεκάδα του μηνός Οκτωβρίου-Νοεμβρίου (το πρώτο τεύχος θα κυκλοφορούσε λίγο πριν την επέτειο του Πολυτεχνείου, λίγες ημέρες πριν την εμφάνιση των Franz Ferdinand στο Ρόδον).
Όμως η επίσκεψη στα γραφεία του, τότε συνοδοιπόρου στο avopolis.gr Πάνου Καραφωτιά, ανέτρεψε την κατάσταση. Ο Πάνος μου έφερε ένα «κατεβασμένο» cd που δεν θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα (η Merge δεν είχε διανομή στη χώρα μας τότε), άρα δεν μας το είχαν στείλει οι δισκογραφικές. Δεν χρειάστηκε καν να μου πει «άκουσε το φίλε, είναι μπόμπα» ή να χρησιμοποιήσει ένα από τα γνωστά ρήματα «φυσάει, γαμάει, σπέρνει, θερίζει, πηδάει» για να με ψήσει: γνώριζε καλά μέσα του πως το «προϊόν» που μου πάσαρε δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί από κανένα λογικό αυτί.
Το cd παρέμεινε στην τσέπη του μπουφάν μου για κάνα 24ωρο. Δεν το άκουσα στο γραφείο – είχε τόση φασαρία που μας πήραν τηλέφωνο από το Μόντρεαλ πως ενοχλούμε. Έκανα αυτό που κάνω πάντα με όλα τα καινούργια άλμπουμ: το άκουσα στο αυτοκίνητο οδηγώντας. Μόνο που εκείνο το βράδυ της Κυριακής, η διαδρομή από το κέντρο της Αθήνας μέχρι το σπίτι μου στα βόρεια προάστια αντί για 20-25 λεπτά, θα κρατούσε πολύ περισσότερο, καθώς έριχνε καρεκλοπόδαρα. Έβαλα το cd στη σιντιέρα να παίξει.
And if the snow buries my,
my neighborhood.
And if my parents are crying
then I’ll dig a tunnel
from my window to yours,
yeah a tunnel from my window to yours.
You climb out the chimney
and meet me in the middle,
the middle of the town.
And since there’s no one else around,
we let our hair grow long
and forget all we used to know,
then our skin gets thicker
from living out in the snow.
Όπα. Τι γίνεται εδώ; Μιλάει για μικρά παιδιά, για γονείς που κλαίνε, τι σκατά, είναι πολύ μικρά ή μήπως είναι μεγαλούτσικο κι ερωτευμένα; Γιατί σκάβουν τούνελ για να πάνε να βρουν το ένα το άλλο, ρε συ τα μαλλιά τους μάκρυναν, αχα, μεγάλωσαν, έλα ρε αυτά έχουν αποφασίσει από τώρα τι ονόματα θα δώσουν στα δικά τους παιδιά. Θυμάμαι τη στιγμή σαν να ήταν χθες: αρχικά να δακρύζω με τη λυγμολαλιά του Win Butler, μετά να κλαίω με λυγμούς και στο τέλος να σταματάω το αυτοκίνητο στο δεξί ρεύμα της λεωφόρου Μεσογείων με αλάρμ για να βάλω το πρόσωπο μου μέσα στα δυο μου χέρια και να κλάψω σαν να βγήκα μόλις από την κοιλιά της μάνας μου. Τα δάκρυα ποτάμι. Μέσα στο αυτοκίνητο έβρεχε περισσότερο απ’ ότι έξω. Τόσο πολύ που περίμενα να με χτυπήσει κεραυνός σαν να ήμουν σε θάλασσα. Δακρύων.
Παρένθεση. Δεν είμαι ιδιαιτέρως συναισθηματικός τύπος. Μάλλον είμαι, απλώς δεν το εξωτερικεύω. Έτσι κάνουμε εμείς οι Ηπειρώτες. Θάβουμε τα συναισθήματά μας, μην τυχόν και μας δει κάποιος να κλαίμε και μας κακοχαρακτηρίσει. Οπότε η σχέση μου με το κλάμα δεν θα έλεγα πως είναι ακριβώς «σχέση ζωής». Κλαίω ελάχιστα. Κλείνει η παρένθεση.
Μετά από κάνα τέταρτο, κι αφού είχα ακούσει το “Neighborhood #1” άλλες τρεις φορές στη σειρά, πήγα σπίτι. Κοιμήθηκα και το άλλο πρωί άλλαξα τη σειρά στη δεκάδα των καλύτερων cd, για να συμπεριληφθεί το Funeral-και μάλιστα ως εξαίρεση της εξαίρεσης, καθώς είχαμε πει να μην παρουσιάζουμε cd απόρροιας downloading. Εννοείται πως το άκουσα ολόκληρο, το αγάπησα, το λάτρεψα, το έβαλα μάλιστα στο Νο2 της λίστας της χρονιάς εκείνης με τα καλύτερα του 2004, μια θέση πιο ψηλά [ακόμη κι] από το Antics των Interpol –οι Franz Ferdinand έπαιζαν άνευ ανταγωνισμού.
Τι γίνεται εδώ; Μιλάει για μικρά παιδιά, για γονείς που κλαίνε, τι σκατά, είναι πολύ μικρά ή μήπως είναι μεγαλούτσικο κι ερωτευμένα; Γιατί σκάβουν τούνελ για να πάνε να βρουν το ένα το άλλο, ρε συ τα μαλλιά τους μάκρυναν, αχα, μεγάλωσαν, έλα ρε αυτά έχουν αποφασίσει από τώρα τι ονόματα θα δώσουν στα δικά τους παιδιά.
Και σήμερα, δέκα χρόνια μετά και με τα μυαλά μου εντελώς διαφορετικά από τότε, το ίδιο θα έκανα. Γιατί μου είναι παντελώς αδιανόητο, ακόμη και σήμερα, να φύγω για ταξίδι δίχως να πάρω το Funeral μαζί μου, γιατί το ακούω α) όταν είμαι στα πατώματα έτοιμος να τα σπάσω από θυμό ή στενοχώρια (σπάνια), β) όταν είμαι υπερβολικά χαρούμενος (σπάνια) και γ) όταν είμαι απλώς οκ (πολύ συχνά). Το “Crown Of Lοve” εξακολουθεί μέχρι σήμερα να έχει ένα από τα 4-5 καλύτερα φινάλε σε τραγούδι που έχω ακούσει ποτέ (από το 3:42 μέχρι το τέλος). Όταν ακούω το όνομα «Αλεξ» αυτομάτως μου πετάγεται στο μυαλό ως η νοητή του συνέχεια ο στίχος «γιου καν ντου ιτ».Και το “Neighborhood #1” είναι ένα από τα 10 καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ. Το σημειώνω: ποτέ.
Δέκα χρόνια μετά, ακούω ακόμη αυτή την «επικίλα» του Funeral σε πολλές μπάντες, είτε καναδικές όπως οι Dears, είτε αμερικανικές όπως οι Decemberists. Επίσης, το συγκλονιστικό “Nightingale/December Song” των –Καναδών- Sunset Rubdown δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί αν δεν είχε κυκλοφορήσει πρωτύτερα ένα “Tunnels”: ο τραγουδιστής τους, ο Spencer Krug διαθέτει ακόμη και την λυγμολαλιά του Butler ενώ και η κρυπτική αλληγορία των στίχων του είναι κι αυτή κληροδότημα των Arcade Fire. Kαι το “Dirty Paws” των Of Monsters And Men ηχεί και αυτό σαν outtake από το Funeral.
Είχα την τύχη να δω ζωντανά τους Arcade Fire στο Primavera Sound του 2005. Καμία σχέση με το σήμερα που γεμίζουν στάδια και βγάζουν χλιαρά άλμπουμ δίχως την ικμάδα της μεγαλοφυΐας του ντεμπούτο τους. Άλλα μεγέθη, άλλη παραγωγή, «πιο αγνή ως κατάσταση» που λέμε κι εμείς οι θέρτιφάιβ-σάμθινγκ όταν δεν θέλουμε να παραδεχθούμε πως όλα γύρω μας εξελίσσονται ενώ εμείς απλώς μεγαλώνουμε. Θυμάμαι πως όταν βγήκαν να παίξουν είχαμε χαθεί με το Θεοδόση Μίχο και τον Άρη Καραμπεάζη και καθόμασταν με το Βαλλάτο μαζί και τους βλέπαμε να κοπανάνε ο ένας το κράνος (!) του άλλου με τις μπαγκέτες τους. Κατά τη διάρκεια του live τους δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα με το Φώτη: απλώς συναντήθηκαν οι ματιές μας λίγο πριν το τέλος –στο “Wake Up”- κι ήταν σαν να ξυπνήσαμε από έναν indie λήθαργο και να συμφωνήσαμε από κοινού πως, ως άλλοι Jon Landau-δες (sic), «είδαμε κι εμείς το μέλλον του σύγχρονου indie-rock».
Σίγουρα πάντως είχαμε δει το παρόν.
10 COVERS FOR A FUNERAL: AN ARCADE FIRE TRIBUTE @Gagarin 205, Δευτέρα 22/12, 21:30, είσοδος 5 ευρώ. Συμμετέχουν οι The East, Egghell, Empty Frame, Gautier, George Gaudy, I Saw 43 Sunsets, Mani Deum, Moa Bones, Moan, Puta Volcano, Ratrace, Space Blanket.