Στις «Αόρατες Πόλεις» του, ο Ίταλο Καλβίνο γράφει: «Αυτό που χαίρεσαι σε μια πόλη, δεν είναι τα εφτά ή τα εβδομήντα εφτά θαύματά της, αλλά η απάντηση που δίνει σε ένα σου ερώτημα». Η Αθήνα αναπόφευκτα έχει πολλές απαντήσεις να δώσει. Για το αθηναϊκό μωσαϊκό έχουν γραφτεί αναρίθμητα τραγούδια, πεζά και ποιήματα. Η πόλη έχει πρωταγωνιστήσει σε διάφορες ταινίες. Την Αθήνα αγαπάμε να τη μισούμε και μισούμε να την αγαπάμε και πάντα ψάχνουμε λόγους να τη σχολιάσουμε εκ νέου, παρακολουθώντας κάθε της ανάσα και κάθε της βήμα. Την παρακολουθούμε να αλλάζει από χρόνο σε χρόνο και από δεκαετία σε δεκαετία. Τις εκκωφαντικές αλλαγές της πόλης πριν από το δικό μας βίωμα, το αστικό βίωμα κατά τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, θα δούμε στην έκθεση ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY: Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970.
Από το 1900, στέκει περήφανα στην πόλη της Αθήνας η Εθνική Πινακοθήκη. Περίπου 20.000 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, σχεδίων, νέων μέσων έκφρασης και διακοσμητικής, τα οποία καλύπτουν την εξελικτική πορεία της ελληνικής τέχνης, βρίσκονται επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου 50. Κατεβαίνοντας στο -1 της Εθνικής Πινακοθήκης, τα λευκά LED γράμματα της νέας έκθεσης επάνω στους γκρι τοίχους φωτίζουν τον μεγάλο, ανοιχτό χώρο που έχει διαμορφωθεί για να θυμίζει τη δομή μιας πόλης, με τις λεωφόρους και τα στενά της, τα σκοτεινά σημεία αλλά και τις ηδονικές πλευρές της.
«Τη σχεδιάσαμε σαν μια ανοιχτή διαδρομή, όπως μια πόλη, όπου υπάρχουν οι πλατείες, οι λεωφόροι κλπ, δημιουργώντας μια συνθήκη ανοιχτής θέασης, ώστε περπατώντας ο επισκέπτης να κάνει τους δικούς του συνδυασμούς και ερμηνείες», αναφέρει η διευθύντρια της Πινακοθήκης, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια, Συραγώ Τσιάρα. Μας εξηγεί ότι στην προσπάθειά της να νιώσει κομμάτι της Πινακοθήκης, αλλά και της πόλης (μιας και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη μέχρι πέρυσι), και γνωρίζοντας τους ανθρώπους, το κτίριο, τα παραρτήματα, «έπρεπε κι εγώ να βρω κάποιες διαδρομές, τρόπους οικειοποίησης, να νιώσω κομμάτι αυτού του συνόλου που λέγεται Εθνική Πινακοθήκη – και ιστορικά και στο σήμερα».
Διαβάζοντας βιβλιογραφία για την Αθήνα, την αστικοποίηση, τις αλλαγές της κοινωνικής πολιτικής κατά τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, ή Συραγώ Τσιάρα ήθελε να φωτίσει διάφορες πλευρές: την ιστορία του πώς φτιάχνεται η πόλη, πώς αλλάζει μετά τον πόλεμο, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες των αλλαγών. «Η αστυφιλία και η εσωτερική μετακίνηση», σπεύδει να απαντήσει, συμπληρώνοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που η πρώτη εγκατάσταση που συναντά το μάτι μας είναι το “Arrivederci Willkommen” του Βλάση Κανιάρη -καλλιτέχνη με βαρύ πολιτικό εκτόπισμα- το οποίο αποτυπώνει τις δύο στιγμές του αποχαιρετισμού και της επιστροφής.
Παρουσιάζοντας 78 δημιουργούς, 202 εικαστικά έργα και 22 ταινίες, η έκθεση ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ επιχειρεί να χαρτογραφήσει το συνολικό εύρος της έννοιας «αστικό βίωμα», σκιαγραφώντας το κοινωνικό υποκείμενο εντός της πόλης, με όλη τη γοητεία που μπορεί να του ασκεί αλλά και με όλους τους περιορισμούς ή και τους αποκλεισμούς που τη συνοδεύουν, «με την εκθεσιακή αφήγηση να μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο», όπως εξηγεί η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης.
Η Συραγώ Τσιάρα έδειξε μεγάλη επιμονή στην αναζήτηση έργων τέχνης από γυναίκες δημιουργούς που αποτύπωσαν τη μεταπολεμική Αθήνα. Δυστυχώς όμως, ακόμα οι γυναίκες καλλιτέχνιδες παραμένουν υποεκπροσωπημένες. Ωστόσο, βλέπουμε δημιουργίες της Ρένας Παπασπύρου, της Χρύσας Ρωμανού, αλλά και της σκηνοθέτριας Τώνιας Μαρκετάκη. Μαθαίνουμε, παράλληλα, για καλλιτέχνιδες που έχουν αγαπηθεί σε άλλες χώρες, όπως η Αριστέα Κριτσωτάκη και το χαρακτικό της έργο «Απεργία».
Η έκθεση είναι χωρισμένη σε επτά ενότητες: Θέαμα, Σκηνογραφία, Γιαπί, Νοσταλγία, Κοντινό Πλάνο, Όνειρα και Συγκρούσεις & Υλικότητες. «Η πόλη είναι πολλά πράγματα: οι απολαύσεις, η υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής, ο καταναλωτισμός, η αστική κουλτούρα, η διασκέδαση, το θέαμα», λέει η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ, η οποία επιδιώκει να αποδώσει την πολυπλοκότητα του αστικού βιώματος.
Αθηναϊκές αντιθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις
Η Μαρία Χρουσάκη μέσα από το έργο της «Χριστούγεννα 1951, Αθήνα» αποτυπώνει μια γυναίκα σε ρετιρέ στο Κολωνάκι να βλέπει πιάτο την πόλη. «Σιγά-σιγά, βλέπουμε οπτικές της πόλης από πολύ διαφορετικά σημεία θέασης, αυτό το εννοώ και κυριολεκτικά, σε σχέση με τον χώρο, αλλά και κοινωνικά και ταξικά», σχολιάζει η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ. «Η πόλη δεν είναι μόνο απόλαυση, ξενύχτια και βόλτες, αλλά αποκλεισμοί, περιορισμοί και ανισότητες».
Προχωρώντας στη δεκαετία του ’60, βλέπουμε τους καλλιτέχνες, ως κριτικοί ρεαλιστές, να εστιάζουν στις κοινωνικές ανισότητες. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης με την τρυφερότητά του και η Χρύσα Ρωμανού με τις αντιφάσεις της, είναι δύο από τους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των Γαΐτη, Μπότσογλου, Φασιανού, Παπασπύρου. Το αστικό βίωμα, κατά την Συραγώ Τσιάρα, διαμορφώνει και ταυτότητες, οι οποίες εξελίσσονται. «Η νέα οπτική εδώ, η νέα προσέγγιση της πόλης είναι ως ένας δημόσιος χώρος που αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, σε ταραγμένες ιστορικές περιόδους, αλλά συγχρόνως και ως ένας χώρος από τον οποίο φεύγεις ή στον οποίο επιστρέφεις».
«Πολλές φορές, παλιότερα κυρίως, μιλούσαμε για την ιστορία μέσα από τους πρωταγωνιστές. Στις τελευταίες δεκαετίες όμως αρχίζουμε να βλέπουμε εκδοχές της βιωμένης ιστορίας από τα κάτω, από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και νομίζω ότι αυτές οι μαρτυρίες συνθέτουν πολύ καλύτερα το παζλ. Το να δούμε το πώς διδάχθηκε η πόλη μέσα από τους οικοδόμους και τις νοικοκυρές, είναι επίσης σημαντικό. Δεν είναι μόνο τα νεοκλασικά και οι μεγάλοι αρχιτέκτονες, είναι και οι άνθρωποι που εργάστηκαν για αυτά», συμπληρώνει με έμφαση στην αθηναϊκή καθημερινότητα από τα κάτω.
«Στα 1.400 τετραγωνικά αυτής της έκθεσης προσπαθήσαμε να διανύσουμε την απόσταση από το κέντρο, τη νυχτερινή και όμορφη πόλη που προσελκύει τους επισκέπτες, μέχρι τους προσφυγικούς συνοικισμούς και την πόλη εκτός ορίων και τις παραγκουπόλεις που αναπτύσσονται άναρχα», αναφέρει η Τσιάρα, υπογραμμίζοντας την δυνατότητα των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων να βρουν μια στέγη.
Η κινηματογραφική Αθήνα
Η ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ, για να σχολιάσει την ανοικοδόμηση της πόλης, τη μετανάστευση, την αστυφιλία, τις κοινωνικές συγκρούσεις, τους έμφυλους ρόλους και το αστικό βίωμα, δεν περιχαρακώνεται μόνο στις εικαστικές τέχνες, αλλά αγγίζει λίγη από τη μαγεία της 7ης τέχνης.
Οι γιγαντοαφίσες του Βακιρτζή συνδέουν τις εικαστικές τέχνες και τον κινηματογράφο και μπορούμε να παρακολουθήσουμε ταινίες (είτε αποσπάσματα, είτε ολόκληρες) σε τρία σημεία της έκθεσης ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ. Τότε, οι γιγαντοαφίσες «λειτουργούσαν σαν ένα θελκτικό στοιχείο της αστικής ταυτότητας στη νυχτερινή Αθήνα και, ολόφωτες, σε εισήγαγαν στη μαγεία του κινηματογράφου, ο οποίος ως λαϊκό θέαμα είναι στοιχείο της αστικής κουλτούρας», εξηγεί η διευθύντρια.
Τώρα, προς το τέλος της έκθεσης, έχει στηθεί η πιο κινηματογραφική γωνιά της, με συνθήκες χαλαρής θέασης, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει όποιο φιλμ θέλει από τα 22 (4 ολόκληρα και 18 αποσπάσματα). Ανάμεσά τους η «Στέλλα» του Κακογιάννη, η «Συνοικία το όνειρο», η «Μπέττυ», η «Θεία απ’ το Σικάγο» και «Λαός και Κολωνάκι» καθώς και λιγότερο γνωστά φιλμ, συμπεριλαμβανομένης μιας 20λεπτης συνέντευξης με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.
Στο σημείο αυτό, η Συραγώ Τσιάρα μας αποκαλύπτει ότι θα διοργανωθεί, σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη, ένα μεγάλο αφιέρωμα που θα έχει στο επίκεντρο ταινίες του ελληνικού σινεμά, ενώ από το φθινόπωρο θα ξεκινήσει και το δημόσιο πρόγραμμα της Εθνικής Πινακοθήκης για την έκθεση, με ομιλίες, εκπαιδευτικά προγράμματα, ξεναγήσεις κ.ά.
«Πάντοτε επαναδιαπραγματευόμαστε τη σχέση μας με την πόλη», λέει η Τσιάρα και η σκέψη πετάει στις κορυφές και τα βάθη των Αθηνών και τη σχέση που έχουμε προσωπικά σχηματίσει με αυτά.
Εθνική Πινακοθήκη – Κεντρικό Κτήριο
Διάρκεια: 21 Ιουνίου 2023 – 3 Μαρτίου 2024