Ένας ανοικτός στην ερμηνεία στίχος του Μάκμπεθ, το «Tomorrow and Tomorrow and Tomorrow», είναι ο τίτλος της τελευταίας του έκθεσης, στην Crux Galerie, ενώ το «Τhis is not a work of fiction nor yet of one man», η φράση από τη συγκλονιστική απολογία του Έζρα Πάουντ κατά τη διάρκεια της δίκης του, αποτελεί το μότο του γραφείου του Stage Design Office, μέσω του οποίου σταθερά κι αθόρυβα μεγαλουργεί, εντός κι εκτός Ελλάδας. Το ότι ο ανήσυχος Σταύρος Παπαγιάννης δεν είναι μια τυχαία περίπτωση στον χώρο του design και της τέχνης, το υποδηλώνει το εύρος και η ποιότητα της δουλειάς του, είτε κάνει design -interior και graphic-, είτε φωτογραφία, είτε video, είτε styling, είτε art de la table, είτε σκηνογραφία, είτε καθαρή τέχνη, όπως τώρα στην Crux Galerie, όπου συνομιλεί αδιαμεσολάβητα κι ευθέως, σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, με ισόβιους έρωτές του: τον Σαίξπηρ, τον Καβαμπάτα, τον Μισίμα, τον Duchamp.
«Είχα διαβάσει τον Μάκμπεθ του Σαίξπηρ και μου άρεσε πάρα πολύ η συγκεκριμένη φράση, την είχα συγκρατήσει και τη θεώρησα ενδιαφέρουσα για την τρέχουσα εποχή και αποφάσισα να ονομάσω με αυτήν την έκθεση. Ούτως ή άλλως, μου αρέσει ο Σαίξπηρ τρομερά», μου εξηγεί ο Σταύρος Παπαγιάννης, ξεναγώντας με στην έκθεσή του, όπου ο νομπελίστας Ιάπωνας αυτόχειρας συγγραφέας Γιασουνάρι Καβαμπάτα έχει αναμφίβολα την τιμητική του.
«Έχω διαβάσει σχεδόν ό,τι δικό του έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα. Έχει έναν εξαιρετικό τρόπο στη απόδοση της εικόνας, είναι εξαιρετικά ευγενικός ο τρόπος των περιγραφών του και με συναρπάζει», διευκρινίζει ο εικαστικός και σχεδιαστής. Δεν είναι ο μόνος Ιάπωνας συγγραφέας που τον συνεπαίρνει. Υπάρχει και ο υποψήφιος για Νόμπελ Γιούκιο Μισίμα. «Έχω επίσης διαβάσει σχεδόν ό,τι έχει μεταφραστεί από τον Μισίμα στην Ελλάδα».
Με τον φακό του έχει αιχμαλωτίσει στιγμιότυπα όπου οι δυο κορυφαίοι συγγραφείς συνομιλούν στον κήπο του Καβαμπάτα, ο οποίος έχει μόλις πάρει το Νόμπελ. Βρισκόμαστε στο 1968. Αλλά μόνο τον Καβαμπάτα κρατά από το βίντεο στο «κάδρο» του ο Παπαγιάννης. Αριστερά κάθεται ο δημοσιογράφος, που παραμένει αφανής και στα 8 «παγωμένα» στιγμιότυπα, στη μέση της εικόνας, βρίσκεται ο Καβαμπάτα με το κιμονό του, που είτε καπνίζει, είτε ακούει, είτε μιλάει, και δεξιά ο Μισίμα, με κοστούμι, που επίσης παραμένει αφανής στα 8 still.
«Έχει φοβερό ενδιαφέρον το body language και των τριών ανδρών. Περισσότερο όμως με ενδιέφερε η κινησιολογία, η έκφραση και το μάτι του Καβαμπάτα. Ενώ τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Καβαμπάτα, είναι ο πιο σεμνός και αμήχανος σε αυτή τη συνέντευξη, όπου παρακολουθούμε να μιλά περισσότερο ο Μισίμα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι συνέχεια ο Καβαμπάτα κοίταζε και περίμενε τι θα του πει ο Μισίμα. Εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι οι πέντε από τις οκτώ φράσεις που έχω επιλέξει είναι του Μισίμα και μόλις οι τρεις του Καβαμπάτα. Θα μπορούσε ωστόσο να τις λέει και ο Καβαμπάτα», σχολιάζει. Όντως. Διαβάζουμε, σαν υποτίτλους στις διαδοχικές φωτογραφίες με τον Καβαμπάτα: «A job in the art is a very lonely, painful, late-night desk job that». «A time of solitude and pain and the glory that contrasts with it. Those connections impressed me». «At the extreme not all works can be translated». «I was at loss for words». «However, it may be impossible to translate that into a foreign language». Το απαύγασμα της σοφίας και της ανησυχίας δύο μεγάλων μυαλών της Ιαπωνίας, που ο Έλληνας καλλιτέχνης αναμειγνύει σε ένα ενιαίο αφήγημα.
«Αυτά τα δυο ιερά τέρατα της ιαπωνικής λογοτεχνίας είχαν τεράστιο αλληλοθαυμασμό και αλληλοσεβασμό ο ένας προς τον άλλο. Αν δείτε το βίντεο, είναι συγκλονιστικό. Αυτοκτόνησε ο Μισίμα. Και μετά από έναν χρόνο αυτοκτόνησε και ο Καβαμπάτα», συνεχίζει ο Παπαγιάννης, που όσο παρακολουθούσε τη συνέντευξη και εν εξελίξει συζήτηση για τη δημιουργία και τη ζωή, έκανε pause και φωτογράφιζε.
Κάθε «παγωμένο» πορτρέτο του Καβαμπάτα είναι το ένα μέρος ενός διπτύχου, που συμπληρώνεται από μια σειρά με φωτογραφικές νεκρές φύσεις. Αποτσίγαρα σε τασάκι. Γυαλιά. Το εργαστήρι (του). «Είναι νεκρές φύσεις», επιβεβαιώνει ο Παπαγιάννης. «Σπαράγματα. Όπως χρησιμοποιεί ο Πάουντ διάφορες φράσεις και από διαφορετικές γλώσσες ή όπως ο Μπάροουζ έκανε τα cut up του». Δεν επιχειρεί με το μοντάζ του η εικόνα στο κάτω μέρος να ερμηνεύει αυτήν που συνοδεύει. «Φανταστείτε το έργο σαν μια σύγχρονη ποιητική γλώσσα που αφηγείται ελεύθερα μια ιστορία», μας ενθαρρύνει. «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η νεκρή φύση. Με ενδιαφέρει αυτό που βλέπει το μάτι».
Όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες με το κινητό του και είναι όλες στιγμιαίες. «Εκεί που κάθομαι και αντιλαμβάνομαι κάτι, αρπάζω το κινητό, πατάω, αν μου αρέσει αυτό που βγήκε το κρατάω, αν δεν μου αρέσει το πετάω». Αν ήθελε θα μπορούσε να έχει σπουδάσει φωτογραφία και να βασίζεται στην τεχνική. «Δεν με ενδιαφέρει όμως η τεχνική, με ενδιαφέρει το βλέμμα και κυρίως η αμεσότητα του βλέμματος. Το βλέμμα, η έννοια του βλέμματος είναι πολύ σημαντική. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι πρέπει να σκεφτούν πάρα πολύ, να κάνουν μια σύνθεση, να το δουν κάτι ξανά και ξανά. Εγώ έχω μια άλλη ταχύτητα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω». Η απόδειξη βρίσκεται διαρκώς ενώπιόν μας στην Crux Galerie, όπου αμέσως μετά ακολουθούν τρία διαφορετικά «βλέμματα» πάνω στο ίδιο ακριβώς θέμα.
Η φωτογραφία, ένα τοπίο, διακρίνεται για «μια ζωγραφικότητα απρόβλεπτη», όπως παραδέχεται ο καλλιτέχνης. Η πρώτη είναι κλασικά τυπωμένη, η δεύτερη τυπωμένη κατευθείαν σε αλουμίνιο και η τρίτη έχει πάλι τυπωθεί σε φωτογραφικό χαρτί μέσα από ένα κίτρινο διαφανές πλέξιγκλας. «Ακριβώς όπως κάνανε οι κλασικοί, σπουδές πάνω στο ίδιο θέμα. Κι έχει ενδιαφέρον το αποτέλεσμα». Εξ ου και ο τίτλος «ambitions 1». Ακόμη ένα τοπίο, σε τρεις version, το «ambitions 2». Προέκυψε από βραδινό περίπατο σε πάρκο.
Το παιγνιώδες, αυτοσαρκαστικό πνεύμα του Παπαγιάννη αποκρυσταλλώνεται στο έργο της δεκαετίας του ’90, που θέλησε να συμπεριληφθεί στο «Tomorrow and Tomorrow and Tomorrow» κι όπου η κάθετη κλίση του ρήματος Είμαι («Είμαι-είσαι -είναι-είμαστε, είστε, είναι»), είναι μισοσβησμένη, διαγραμμένη, όχι με γόμα, αλλά με σιλικόνη, περικλεισμένη σε μια τυπική λαϊκή κορνίζα θρησκευτικής εικόνας. «Δεν θέλω να πω κάτι για την ύπαρξη», μου κόβει τη φόρα ο δημιουργός. «Είναι όμως μια εικόνα με έναν λόγο που δεν είναι λόγος και γίνεται εικόνα».
Ακόμη ένα τρίπτυχο, στη λογική του «ambitions», με τίτλο “silent things”. Εξίσου παιγνιώδες. Είναι πινέλο; Γιαπωνέζικο πινέλο; Σκουπάκια. «Όντας φλου, μεταμορφώνονται», συγκατανεύει ο Παπαγιάννης.
«Click to see more pictures», η επόμενη διαδοχικά προτροπή, εντός ψηλού ξύλινου ορθογωνίου, που μου θυμίζει το περίγραμμα των λαιμητόμων άλλων εποχών. «Είναι μια πολύ μπανάλ φράση στον υπολογιστή. Πάντα υπάρχουν περισσότερες εικόνες για να δεις», εξηγεί ο δημιουργός, που ωστόσο συνομιλώντας με την μεγάλη αγάπη του, τον Marcel Duchamp και το περίφημο έργο του «Σπασμένο γυαλί» («Le grand verre»), ονομάζει το δικό του έργο «The large plexiglass».
«Ο Duchamp είναι ένα τεράστιο πνεύμα που έφερε μεγάλη ανατροπή στη σύγχρονη τέχνη»,διαπιστώνει. «Ο Πικάσο ήταν ένας τεράστιος ζωγράφος και γλύπτης. Σχεδόν μπορείς να τον πεις από τους τελευταίους μεγάλους κλασικούς ζωγράφους και γλύπτες. Ο Duchamp αφαίρεσε όμως με την κίνηση που έκανε τον τεχνίτη μάστορα από την τέχνη και το έφερε όλο το πράγμα στην ιδέα. Στο ready made. Άνοιξε ένα άλλο πεδίο στη σύγχρονη τέχνη που εξελίχθηκε. Με συγκλονίζει».
Η συζήτηση με τον Σταύρο, του οποίου το βιογραφικό σε κάνει να σαστίζεις, ενώ συνεχίζει να με ξεναγεί στην έκθεσή του, οδηγείται αβίαστα στον Φλωμπέρ και το αξεπέραστο «Μπουβάρ και Πεκυσέ», στην «’Αννα Καρένινα», στον Tadao Ando, στον Κουνέλλη.
Ο Παπαγιάννης είναι ένας εγχώριος σταρ στον χώρο του interior design, πεδίο στο οποίο είναι αναγνωρισμένος και βραβευμένος και στο εξωτερικό, αλλά έχει σπουδάσει Ιατρική, με ειδικότητα την Παθολογοανατομία. «Η παθολογοανατομία έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Βγάζεις διάγνωση διαβάζοντας μια εικόνα στο μικροσκόπιο. Στις παραλλαγές μια εικόνας. Είχα πάρει μέρος σε εκθέσεις όπου έκανα έργα με ακτινογραφίες. Αλλά με ενδιέφερε πάντα να φτιάχνω, να δημιουργώ πράγματα. Παράλληλα με την Ιατρική έκανα graphic art με τον αδελφό μου και βιτρίνες στο Κολωνάκι, που ουσιαστικά ήταν εικαστικές εγκαταστάσεις. Άφησα την Ιατρική και ασχοληθήκαμε με αυτό».
Ενώ έχει εκθέσει έργα του στο Γαλλικό Ινστιτούτο και αλλού, «το δημιουργικό κύλησε, το πιο εικαστικό έμεινε στις βιτρίνες, που είχαν πολύ ενδιαφέρον γιατί ο κόσμος τις είχε αγαπήσει, ο κόσμος περνούσε από το δρόμο απλά για να τις δει».
Άρχισε να συζητείται έντονα στο εξωτερικό όταν πια ασχολήθηκε συστηματικά με το interior και το graphic design. Συνεργαζόμενος με την εταιρεία Korres, ανέλαβε την πλήρη αισθητική επιμέλεια των φωτογραφιών της καμπάνιας, σχεδιάζοντας παράλληλα όλα τα μαγαζιά και τα corners της εταιρείας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, από το Πεκίνο μέχρι το Λος Αντζελες.
Στο Σόχο της Νέας Υόρκης απέσπασε το ετήσιο βραβείο του καλύτερου καταστήματος. Καμία έπαρση όμως δεν διακρίνω για όλα όσα κατάφερε, με το ταλέντο του κυρίως.
«Ήμασταν, ίσως, στα πρώτα δύο γραφεία που κάναμε παράλληλα και τα δύο, interior και graphic design, γιατί θέλαμε να υπάρχει μια δεμένη εικόνα», αναφέρει ο άνθρωπος που πρόσφατα άφησε το αποτύπωμα της υψηλής αισθητικής του και στον σχεδιασμό του Pop up Restaurant στο Μουσείο Μπενάκη (στην Πειραιώς), με αφορμή την έκθεση για το ’22, αλλά και στην έκθεση (πάλι στο Μπενάκη) για την ιστορία της εμβληματικής gallery ΜΕΔΟΥΣΑ (με επιμελήτρια τη Λίζη Πλέσσα).
«Έχουμε σχεδιάσει, ως γραφείο, από μουσεία, σπίτια, γραφεία, έπιπλα και επιδείξεις μόδας μέχρι βιβλία. Και βίντεο έχω κάνει. Έχω τσαλαβουτήσει σε όλα. Και μου αρέσει, θα σου έλεγα. Έχω κάνει σκηνικά για το θέατρο, για τον Σάκη Παπακωνσταντίνου τα «Άγρια αγόρια 1», «Άγρια αγόρια 2», στο Φεστιβάλ Αθηνών, τον «Ορλάντο»…». Και δεν τελειώνει…
Αυτό το τσαλαβούτημα, τον κάνει καλύτερο; «Εξαρτάται. Πιστεύω, ότι τα πάντα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Και πιστεύω ότι τα συγκοινωνούντα δοχεία γεννάνε πράγματα. Η εξειδίκευση οδηγεί σε άλλα βάθη, η σύνθεση σε άλλα, διαφορετικά. Εξαρτάται από την οπτική που θες να δεις κάτι».
Το θέατρο του αρέσει πολύ, «όπως μου αρέσει και ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία. Πάντα εστιάζω πάρα πολύ στην εικόνα, συνέχεια βλέπω την εικόνα, τα πάντα τα βλέπω σαν μια εικόνα. Η εικόνα είναι το κέντρο. Κι εγώ τελικά ένας θαυμαστής της λογοτεχνίας και της εικόνας είμαι».
Δεν μπορεί να μου παραθέσει τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για μια ωραία εικόνα. «Μπορώ να πω ότι υπάρχουν εικόνες που σε ταξιδεύουν, εικόνες που σε γοητεύουν και εικόνες που σε ταράζουν. Το θέμα από εκεί και πέρα είναι η σύνθεση. Αν ήμουν στο Βυζάντιο, και οι εικονολάτρες θα με σφάζανε και οι εικονομάχοι, που ήταν υπέρ της αφαίρεσης».
Ποια ιστορική περίοδος θα τον ενδιέφερε περισσότερο ως προς την εικόνα της; «Μου αρέσει να ψαχουλεύω σε διαφορετικές περιόδους και να ανακαλύπτω πράγματα. Τα οποία μπορούν να λειτουργούν και στο σήμερα ξανά. Γιατί τα πάντα έχουν ειπωθεί. Αλλά πάντα κοιτάμε από μια άλλη τρύπα στη σφαίρα. Κάνουμε όλοι μας μια μικρή τρυπούλα κι έχουμε μια άλλη οπτική γωνία στα πράγματα. Μου αρέσει ο Μπόρχες πάρα πολύ, που λέει ότι καθένας βάζει ένα μικρό κομματάκι στο τεράστιο παζλ του σύμπαντος».
Είναι εντυπωσιακή η ελευθερία με την οποία ο Παπαγιάννης μπορεί και συνομιλεί με όλο το φάσμα των τεχνών, των καλλιτεχνών, των σχεδιαστών. «Συνομιλώ, γοητεύομαι μαζί τους. Δεν μπορώ να τους αναλύσω σε βάθος. Δεν είμαι ειδικός. Αλλά η γοητεία είναι ένα πολύ μεγάλο κίνητρο», παραδέχεται, αποκαλύπτοντας ότι ο καλλιτέχνης που τον έχει συγκλονίσει είναι ένας: ο Γιάννης Κουνέλλης. Και ο αρχιτέκτονας που λατρεύει, ο Tadao Andο.
«Tomorrow and Tomorrow and Tomorrow». Τι θα φέρει το αύριο; Πώς βλέπεις το μέλλον του κόσμου και του design, Σταύρο; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Δεν είμαι μελλοντολόγος.
Το «Tomorrow and Tomorrow and Tomorrow» σου είναι με αποσιωπητικά. Τελείως! Αιωρείται. Δεν μπορώ να ξέρω. Η νέα εποχή έχει πολλά νέα πράγματα. Την τεχνολογία, η οποία είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό μέσο, που δεν υπήρχε παλαιότερα. Ο χρόνος έχει άλλες ταχύτητες.
Η τεχνολογία σε έχει βοηθήσει; Στη δουλειά μας παρά πολύ. Ξέρω τα βασικά. Αλλά ακόμη κι αυτό το μικρό κινητό σου δίνει την δυνατότητα με ένα κλικ αυτή τη στιγμή να δεις αυτό που θέλεις ή να πάρεις βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών γυρνώντας μόνο με αυτό μια ταινία.
Υπάρχουν τεχνολογίες που δεν έχεις δοκιμάσει, ενώ θα ήθελες να πειραματιστείς μαζί τους; Αυτή τη στιγμή δεν θέλω να κινηθώ πέρα από ένα σημείο. Το βίντεο και το μοντάζ, επειδή μου άρεσε ο κινηματογράφος, ο Αϊζενστάιν, η έννοια του μοντάζ, το πώς θα δω κάτι μέσα από την κάμερα, πάντα είναι κάτι που με ενδιαφέρει. Όπως έλεγε ο Τζίγκα Βερτόφ, η κάμερα-μάτι. Αυτό με ενδιαφέρει. Μέχρι εκεί δηλαδή που αισθάνομαι ότι μπορώ να τσαλαβουτήσω και να παίξω, να δοκιμάσω, ότι τα καταφέρνω ή δεν τα καταφέρνω. Παραπέρα δεν θέλω να πάω. Σκηνοθέτης, για παράδειγμα, δεν θα ήθελα να δοκιμάσω να γίνω. Το να φωτογραφίζω ανθρώπους είναι επίσης κάτι στο οποίο δεν τα πάω καλά. Φωτογραφίζω νεκρές φύσεις, στιγμιαία πράγματα. Έχω καλλιεργήσει το να μπορώ να δημιουργήσω, να χτίσω έναν εσωτερικό χώρο και να έχουν έναν διάλογο και λόγο συνύπαρξης τα πράγματα, να μην είναι απλά πεταγμένα για ένα εφέ. Το προσπαθώ.
Στην τέχνη, προσπαθώ επίσης να υπάρχουν διάφορα στοιχεία που επικοινωνούν μεταξύ τους και δημιουργούν ένα κείμενο. Είμαι συνέχεια σε ένα alarm. Ψηφίδες φτιάχνω. Το θέμα είναι τι θα κάνω από αυτές τις ψηφίδες όταν έρθει η στιγμή να γίνει. Δεν βάζω στόχο ότι η επόμενη έκθεση θα είναι αυτό. Kάνω από τη μια αφαίρεση, από την άλλη σύνθεση Είναι πράγματα που ψαχουλεύω, απολαμβάνω να ψαχουλεύω. Όλα όμως είναι ψηφίδες από αναζητήσεις προσωπικές. Είναι μια προσωπική αναζήτηση τα πάντα και τι μπορεί να μεταφέρει αυτή σε κάποια άλλα μάτια. Πάντα με ενδιαφέρει το βλέμμα του θεατή. Τι θα δουν. Πάντα ήμουνα εκτεθειμένος στο βλέμμα. Ακόμα και στον δρόμο, με τις βιτρίνες που έφτιαχνα.
Και γινόντουσαν γεγονός. Έχεις και μια αντίληψη αρχιτεκτονική των χώρων, παρότι δεν σπούδασες Αρχιτεκτονική. Είμαι τελείως αυτοδίδακτος σε όλα!
Η εικόνα είναι το κέντρο, το παν, λες. Οι τελευταίες ωραίες εικόνες που έχεις δει στο κέντρο της Αθήνας ποιες είναι; Υπάρχουν; Ναι. Αρκεί να έχεις το μάτι να τις διακρίνεις. Συνέχεια βλέπεις ωραίες εικόνες. Φτάνοντας στην Ύδρα, βλέπουμε μια πάρα πολύ ωραία εικόνα. Περπατώντας στο κέντρο του Μιλάνου ή σε μια μεγαλούπολη, όπως το Παρίσι, βλέπεις πολύ ωραίες εικόνες. Η Αθήνα σoύ δίνει μια δυνατότητα ως μια πόλη που έχει φοβερή γοητεία, χωρίς να έχει μια ομορφιά πρόδηλη. Τις ωραίες εικόνες πάντα τις ανακαλύπτεις.
Σκέφτηκες ποτέ να φύγεις από την Αθήνα, επειδή δεν μπορεί να σου δώσει αυτό που θα μπορούσε η Νέα Υόρκη, για παράδειγμα; Όχι. Ποτέ. Μ΄αρέσει η Αθήνα, οι φίλοι μου, ο καιρός, το φως, το τοπίο, η μικρογραφία της Ελλάδας. Η ποικιλία μέσα σε ένα τόσο μικρό χωρικό πλαίσιο. Μ΄αρέσουν όλα αυτά. Μπορώ να θαυμάσω έναν καθεδρικό στο εξωτερικό, αλλά περισσότερο με τρομάζει.
Η Ελλάδα πώς κινείται στο design; Έχουμε πολύ καλούς σχεδιαστές. Και έχουμε και πολύ καλούς αρχιτέκτονες. Πάντα είχαμε πολύ καλούς αρχιτέκτονες, και νέους καλούς. Το design περνάει διεθνώς μια κρίση ταυτότητας. Επεμβαίνουν άλλοι, οικονομικοί παράγοντες. Πρέπει να πουλάει. Παλιά δεν είχαν οι Ιταλοί πρώτο μέλημα την εμπορικότητα, αλλά τη δημιουργία, το καινούριου.
Έχω παρατηρήσει και κάτι άλλο, πέρα των υπολοίπων. Ότι πλέον χτίζεται μια αισθητική ομοιομορφία. Παλιά κυκλοφορούσες στον δρόμο κι ένα αυτοκίνητο Citroen το ξεχώριζες ξεκάθαρα από ένα Mercedes ή Volkswagen, τώρα όχι – εντάξει, με εξαίρεση ακόμα την Porsche, τη Ferrari και τη Rolls Royce. Υπάρχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα από πίσω. Όλο αυτό χτίζει μια ομοιομορφία, η οποία φοβάμαι οδηγεί σε εύκολες λύσεις και δεν δημιουργεί μια κριτική σκέψη. Δεν έχεις λόγο να επιλέξεις κάτι έναντι ενός άλλου. Αυτή η ομοιομορφία δίνει και μια ασφάλεια στον άλλον. Γιατί οι άνθρωποι σήμερα είναι τρομερά ανασφαλείς. Δεν είναι τολμηροί σε σχέση με τις επιλογές τους. Οι παλαιότεροι ήταν πιο τολμηροί. Αυτό το έχω ζήσει στις επιλογές τους. Το βλέπουμε και στο ντύσιμο. Το βλέπουμε παντού. Δεν ξέρω ποιος θα ήταν ο τρόπος αντίδρασης στην ομοιομορφία. Αν και πιστεύω ότι κάτι θα βγει μέσα από την επικοινωνία του internet. Αλλά θέλει χρόνο.
Κάτι επαναστατικό και avant–garde, εννοείς; Ναι. Μέχρι στιγμής μιλάμε με κώδικες παλιούς. Τους νέους δεν τους έχουμε ενσωματώσει, δεν έχουν περάσει στο DNA μας. Μας τρομάζουνε.
Πώς κρίνεις την αισθητική του Έλληνα; Πάρα πολύ καλή. Κρίνω ότι είναι ενημερωμένος και τολμηρός ο Έλληνας. Δεν συντηρούμε εμείς τόσο το παλιό, όσο ψάχνουμε το καινούριο. Στην Αγγλία θα δεις μια pub 150 χρόνων. Εδώ πέρα ένα μαγαζί, ένα μπαρ ή εστιατόριο 150 χρόνων δεν θα το δεις! Σαν λαός δεν έχουμε μάθει τη συντήρηση. Το μόνο μαγαζί που ξέρω να συντηρείται τόσα χρόνια είναι η Ράτκα.
Στην Αθήνα, πού σου αρέσει να πηγαίνεις; Όπου πάνε οι φίλοι μου. Η παρέα κάνει τους χώρους.
Πού μένεις; Έμενα στον Πειραιά, τώρα θα μένω στην Κυψέλη.
Άλμα. Μου αρέσει πολύ η περιοχή, έχει πολλές διαφορετικές ηλικίες και mixed κόσμο. Τη βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα γειτονιά.
Αν ξεκινούσες πάλι, θα ήθελες να ξανακάνεις ακριβώς όσα έκανες ή να είχες δώσει μια ευκαιρία στην Ιατρική; Εντέλει, η Ιατρική σου χρησίμευσε; Ως τρόπος σκέψης. Για να βγάλεις μια διάγνωση πρέπει να συνδυάσεις πάρα πολλούς παράγοντες. Αυτή η συνδυαστική, συνθετική σκέψη, είναι κέρδος. Η Ιατρική μου έδωσε αυτή την ελευθερία, να μπορώ να κοιτάζω ταυτόχρονα πολλούς παράγοντες και έτσι να μπορώ να δανειστώ ή να μεταφράσω κάθε στοιχείο.
Πώς θα αυτοπροσδιοριζόσουνα; Δεν ξέρω. Θα ήθελα οι άλλοι να με προσδιορίσουνε. Πιστεύω, οι άλλοι είναι το σημαντικό.
Ευχή για το 2023; Τι θες να φέρει; Αισιοδοξία στους ανθρώπους.
Γκαλερί Crux, Σέκερη 4, Αθήνα, τηλ. 213 045 8911
Μέχρι 14 Ιανουαρίου – Πέμπτη & Παρασκευή 17:00-21:00, Σάββατο 13:00-17:00, ή κατόπιν ραντεβού.