«Πράσινος» ακτιβισμός εναντίον αριστουργημάτων της τέχνης. Με μαύρο πετρέλαιο περιέλουσε η ακτιβιστική οργάνωση για το κλίμα «Last Generation» το «Θάνατος και Ζωή» του Γκούσταβ Κλιμτ, στο μουσείο Λεοπόλντ της Αυστρίας. Κονσέρβες με ντοματόσουπα εκτόξευσε στα εμβληματικά «Ηλιοτρόπια» του Βίνσεντ βαν Γκογκ, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, για να αφυπνίσει κατά των πετρελαϊκών εταιριών, η οργάνωση «Just Stop Oil».
Με πουρέ πατάτας πασάλειψε τον πίνακα «Les Meules» του Κλοντ Μονέ, στο Μουσείο Μπαρμπερίνι στο Πότσνταμ, ξανά η υπερκινητική «Last Generation». Κόκκινο υγρό ήταν το χρώμα που επιλέχθηκε ως διαμαρτυρία για να βαφτεί το διάσημο «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Γιοχάνες Βερμέερ, στο μουσείο Μαουριτσχάους, στη Χάγη, επίσης από την οργάνωση «Just Stop Oil».
Ενώ με…τούρτα πασάλειψε, τον περασμένο Μάιο, τη δόλια Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι στο Λούβρο, άνδρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, που κινούνταν με αναπηρικό καροτσάκι, στοχεύοντας, κατά δήλωσή του, στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σχετικά με την καταστροφή του πλανήτη.
Και πολύ πρόσφατο νέο «κρούσμα». Με αλεύρι κάλυψε, την Παρασκευή, ένα ζωγραφισμένο, δια χειρός Άντι Γουόρχολ, σπορ αυτοκίνητο, που εκτίθεται στο Μιλάνο, η πανταχού παρούσα, όπως αποδεικνύεται, ομάδα «Last Generation». Ο Γουόρχολ, στο μεταξύ, είχε γίνει στόχος αρχές του μήνα και στην Αυστραλία, από ακτιβίστριες της «Stop Fossil Fuel Subsidies», οι οποίες κόλλησαν τα χέρια τους με κόλλα στη διάδημη σειρά έργων του «Campbell’s Soup Cans», στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Καμπέρα, η οποία στην ανακοίνωση της σημείωσε ότι «παρόμοια περιστατικά κατά έργων τέχνης έχουν καταγραφεί τελευταία και σε άλλα μέρη της Αυστραλίας».
🇮🇹Climate activists from the group Last Generation have thrown flour over an Andy Warhol artwork in Milan.
They’re calling for urgent climate action to address the climate crisis.
Two of them glued themselves to the piece, while the rest blew up paint balloons on the ground. pic.twitter.com/e5IBDWs1eE
— Euronews Green (@euronewsgreen) November 18, 2022
Διαστάσεις μόδας, αν όχι επιδημίας, τείνει να λάβει η πρακτική της επίθεσης κατά κορυφαίων έργων της τέχνης από ακτιβιστές του κλίματος, που έχει βρει υπέρμαχους, αλλά και επικριτές ακόμη και στην Ελλάδα, στο debate που έχει πάρει διεθνώς φωτιά. «Εγώ μισώ τις μόδες. Αν κανένας σας δεν γράψει τίποτα για αυτά τα συμβάντα, θα σταματήσουν. Πραγματικά, δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτούς τους ανόητους, που ρίχνουν χρώματα σε προστατευτικά τζάμια αριστουργημάτων», ήταν η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση του διεθνούς Έλληνα γλύπτη Κώστα Βαρώτσου, όταν του ζήτησα να σχολιάσει την νέα «πρακτική».
Πολύ ενδεικτική για το πόσο έχει εισέλθει στον δημόσιο διάλογο και της Ελλάδας το θέμα είναι η παθιασμένη, μεταξύ πολλών άλλων, ανάρτηση λέκτορα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στο facebook, που ξεκαθαρίζει: «Ζω για την τέχνη αλλά στο και πέντε της κλιματικής κρίσης όπου βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, δεν θα επιβιώσει ούτε αυτή ούτε εμείς». Θεωρώντας δεδομένο ότι «Ο πολιτισμός μας είναι υπό κατάρρευση, από εμάς τους ίδιους και την καθημερινή απαξίωση των φυσικών πόρων, και σίγουρα δεν κινδυνεύει από τον non violent, non harmful ακτιβισμό. Όμως η ορατότητα είναι απαραίτητη -συνεχίζει- ειδικά σε χώρους που έτσι κι αλλιώς συμβολίζουν τα ηγεμονικά αφηγήματα της Δύσης. Και αν έχετε παρακολουθήσει το κίνημα των Extinction Rebellion από τη γέννηση του το ‘18, και που φυσικά στη συντηρητική και περιβαλλοντικά αδιάφορη Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ, είδαμε ανθρώπους όλων των τάξεων, φύλων, φυλών, ηλικιών και πολιτικών πεποιθήσεων να μπλοκάρουν αεροδρόμια, να κολλάνε με το σώμα τους σε επιχειρήσεις, να αλυσοδένονται σε τράπεζες, να στιγματίζουν βρώμικες χορηγίες, και να συλλαμβάνονται κατά χιλιάδες. Κι εδώ χαιρόμαστε που η θάλασσα είναι ακόμα ζέστη στα μέσα Νοεμβρίου. Το σπίτι μας καίγεται και χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για τα προστατευτικά τζάμια των πινάκων».
Activists with @JustStop_Oil have thrown tomato soup on Van Gogh’s Sunflowers at the national Gallery and glued themselves to the wall. pic.twitter.com/M8YP1LPTOU
— Damien Gayle (@damiengayle) October 14, 2022
Eξίσου χαρακτηριστική, για το debate που έχει ξεκινήσει -κι έχουμε δρόμο-, είναι και η δημόσια ανάρτηση που έκανε στο ιστολόγιό της στο facebook η πάντα παρεμβατική και κοινωνικά ευαίσθητη καθηγήτρια Σύγχρονης τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και συγγραφέας Άντζελα Δημητρακάκη: «Μπράβο στη νεολαία που τολμά να πετάξει υγρά μαύρα σε έργα τέχνης, τραβώντας την προσοχή στην καταστροφή της ανθρωπότητας – η οποία θα εξαφανίσει και τα έργα τέχνης και όσες θα μπορούσαν να τα φτιάξουν», αναφωνεί ενθουσιασμένη.
«Το σπίτι μας καίγεται και χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα για τα προστατευτικά τζάμια των πινάκων»
«Το ότι εκατό φλώροι δε λένε να καταλάβουν ότι είμαστε στο χείλος του γκρεμού ή είναι αρνητές της κλιματικής πραγματικότητας, το ότι δεν παρακολουθούν τι γίνεται στο COP 27 αυτή τη στιγμή είναι δικό τους πρόβλημα, όχι των ακτιβιστών, οι οποίοι μιλούν, δίνουν συνεντεύξεις κι εξηγούν ότι ακόμη και απλή μείωση ταχύτητας των αυτοκινήτων θα βοηθούσε – αλλά όχι, η βιομηχανία συνεχίζει να παράγει τα ηλίθια τροχοκίνητα-σκοτώστρες και οι βλάκες να τα γκαζώνουν», συνεχίζει.
«(…)Η πρωτοπορία του κλίματος πρέπει να νικήσει, αλλιώς τα έργα τέχνης της πρωτοπορίας θα πεθάνουν έναν δεύτερο, οριστικό πια θάνατο, μαζί με την τελευταία γενιά», συνοψίζει η Άντζελα Δημητρακάκη.
Ο επίσης παρεμβατικός, ακτιβιστής χορογράφος Κωνσταντίνος Μίχος, που, όταν τον ρωτάω ποια είναι η θέση του για το θέμα, με κολλάει στον τοίχο, απαντώντας «Είναι σαν να με ρωτάς για τη Γκρέτα, τις συναυλίες ειρήνης του Μπόνο και τους τηλεμαραθώνιους αγάπης της Βαρδινογιάννη», προβληματίζεται παρόλα αυτά σοβαρά που «κανένας δεν έχει σκεφτεί να ρίξει κάτι αντίστοιχο, πουρέ/κέτσαπ/έστω κινόα σε χορευτή σε παράσταση». Αυτό « δείχνει πόσο χαμηλή αξία έχει ο χορός στην κοινωνία», σχολιάζει σαρκαστικά.
«Όσο για τους χαζοχαρούμενους Γερμανούς ακτιβιστές», σημειώνει σε δική του ανάρτηση στο facebook, «προτείνω αντί να κάνουμε διαδηλώσεις στα Άγραφα για τις Γερμανικές ανεμογεννήτριες και να μας δέρνουν να πάμε να ρίξουμε τυροκαφτερή σε ρομαντικούς πίνακες του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ που δείχνουν απάτητες κορυφές βουνών. Δεν ξέρω πολλά γι’ αυτό το νέο είδος περφόρμανς, έτσι το βλέπω και όχι πολιτική πράξη, κατά το οποίο κάνουν κολάζ προσθέτοντας πρώτα χρώματα στα τζάμια μπρος από τους πίνακες και μετά κολλάνε ή δένουν τα σώματα τους προσεκτικά γύρω από αυτούς. Μου φαίνονται δισέγγονα του Ντυσάμπ, εγγόνια των καταστασιακών και παιδιά του Τζεφ Κούνς και του Ντάμιεν Χηρστ».
«Καμία αγανάκτηση δεν εγείρεται για την κλιματική αλλαγή σε βάρος των πετρελαϊκών βιομηχανιών βαμπίρ που αλωνίζουν. Το μόνο που μένει είναι η υγρή ύλη που στάζει στα τζάμια»
«Η λέξη βανδαλισμός, που χρησιμοποιείται, υπενθυμίζει την χώρα προέλευσης των Βανδάλων που πρώτοι κατέστρεφαν τα γλυπτά στην Αρχαία Ρώμη. Τα δε αιτήματά τους μου θυμίζουν πάλι τους Γερμανούς και την αγωνία τους στους δύο παγκόσμιους πολέμους για ενεργειακή αυτονομία», συνεχίζει στην κατ’ ιδίαν συνομιλία μας ο γνωστός χορογράφος. «Πολιτικά είναι μια βολική παροχέτευση της νεανικής, ριζοσπαστικοποιημένης ενέργειας λευκών νεαρών αστών, που ζουν σε δυτικές κοινωνίες, όπως όταν εγώ ήμουν στην ηλικία τους πήγαινα στον πατέρα μου και του έλεγα απειλητικά είσαι αιχμάλωτος της ατομικής ιδιοκτησίας, τώρα πάνε και του φωνάζουν απειλητικά αγόρασε αυτοκίνητο με μπαταρίες. Σε όσους άρχισαν να τους βλέπουν με λατρεία ρωτάω αν κάποιοι πήγαιναν και έριχναν μελάνι στον Παρθενώνα σαν διαμαρτυρία για τους υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο, η εθνική ταυτότητα και η ελπίδα για ένα μικρό μερίδιο απ’ τα κοιτάσματα στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, θα άλλαξε το ζύγι;», ρωτάει δίχως να περιμένει απάντηση.
«Ο Βαν Γκογκ, ο Μονέ, ο Βερμέερ, και τώρα ο Κλιμτ. Πράγματι, αυτό μοιάζει να αποκτά διαστάσεις μόδας, αλλά εντέλει είναι ένα μπούμεραγκ. Διαφαίνεται ότι υποτιμούν τη δύναμη των συγκεκριμένων έργων τέχνης», σχολιάζει στην Popaganda o Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Επίτροπος και επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής στην 52η Biennale της Βενετίας, το 2007, καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, και, γενικώς, επιμελητής πληθώρας εκθέσεων σύγχρονης τέχνης και αρχιτεκτονικής.
«Τι κάνουν οι ακτιβιστές; Προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου, πετώντας ντοματόσουπες ή πουρέ πατάτας στα έργα τέχνης. Τι γίνεται όμως, τελικά; Καμία αγανάκτηση δεν εγείρεται για την κλιματική αλλαγή σε βάρος των πετρελαϊκών βιομηχανιών βαμπίρ που αλωνίζουν. Το μόνο που μένει είναι η υγρή ύλη που στάζει στα τζάμια μπροστά από τα αριστουργήματα που υποτίθεται πλήττουν με τις ενέργειες αυτές. Κανένα πολιτικό μήνυμα δεν εκπέμπεται. Με αυτές τις πρακτικές εξατμίζεται…», υποστηρίζει ο συνομιλητής μας.
«Και ουσιαστικά, καμία δεν είναι η συμβολή σε αυτό που οι ίδιοι οι ακτιβιστές θέλουν να διεκδικήσουν. Κατά κάποιο τρόπο, αν θα μπαίναμε στην ουσία, θα λέγαμε ότι η συζήτηση γίνεται για την τέχνη πάλι. Το βλέπεις και στο facebook», συνεχίζει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης.
«Αν προσέξεις, δεν μιλάμε για την κλιματική αλλαγή, για το περιβάλλον, πάλι η τέχνη είναι το θέμα. Με τις συγκεκριμένες πράξεις, δηλαδή, υπονομεύεται κάθε διεκδίκηση, εξέγερση και διαμαρτυρία για το μεγαλύτερο ζήτημα της εποχής μας, το περιβάλλον. Αν θέλεις, ένα μείζον ζήτημα γίνεται γκροτέσκ, θέατρο μπουρλέσκ. Συντελείται μια διακωμώδηση κι η πραγματική ανάγκη για το περιβάλλον εκπίπτει σε παρωδία. Το περιβάλλον και η Οικολογία έχουν είτε παραδοθεί στις πολυεθνικές, είτε σε ανοησίες τέτοιας μορφής».
«Η μαύρη μπογιά είναι η κουκούλα του καταδότη, το Απαρτχάιντ, ο δικός μας Χρυσαυγίτης που περνάει την γριούλα απέναντι. Η μαύρη μπογιά είναι ο Φασισμός»
Ένα από τα μεγάλα θέματα της εποχής μας, στον ύστερο Καπιταλισμό, σύμφωνα με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη, είναι «ακριβώς αυτός ο εκφυλισμός των αγώνων. Αυτά είναι και τα όπλα με τα οποία γίνονται εκτροπές των κοινωνικών απαιτήσεων. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό της επικοινωνίας των πολυεθνικών; Το πράσινο ενδιαφέρον. Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις. Είτε πρόκειται για αυτοκινητοβιομηχανίες, είτε για καταναλωτικά αγαθά».
Υπάρχει ακόμη μια διάσταση, που τον τοποθετεί απέναντι στις συγκεκριμένες ενέργειες. «Το ενδιαφέρον τους περιορίζεται αποκλειστικά στην επικοινωνιακή διάσταση του γεγονότος», εξηγεί. «Ο ακτιβισμός έχει ταυτιστεί με την επικοινωνιακότητα». Στόχος γίνεται η τέχνη, και όχι πρόσωπα, αξιωματούχοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες, «γιατί είναι ανώδυνο για τους ακτιβιστές», προσθέτει ο Τζιρτζιλάκης. «Πρόκειται για τη νέα γενιά ακτιβιστών, οι οποίοι είναι, θα λέγαμε, βουτυρόπαιδα ακτιβιστές, δεν προκαλούν εκεί που θα ενυπήρχε πραγματική διακινδύνευση».
Ο αντίλογος έχει «ανάψει» στη συζήτηση. Αναδεικνύεται ακόμη μια παράμετρος. Τα διλήμματα των ακτιβιστών. «Είναι εντελώς ανόητα και απαράδεκτα. Και ακροδεξιάς προέλευσης», τονίζει ο Τζιρτζιλάκης. «Είναι πιο σημαντικό το φαγητό από τα έργα τέχνης. Αίτημα που για χρόνια προωθούν συντηρητικά περιβάλλοντα της κουλτούρας, προκειμένου να αποτρέψουν το ενδιαφέρον για την τέχνη. Κάτι που είναι πολύ ανησυχητικό κι ενοχλητικό, γιατί δεν έχει απολύτως καμία σημασία αυτό το οποίο υποτίθεται διεκδικούν».
Αυτό ενέχει κάτι «ακόμα βαθύτερο», πέραν της προβληματικότητας της οπτικής βίας μέσω του «συμβολικού βανδαλισμού», που για τον συνομιλητή μας είναι ό,τι χειρότερο -γιατί ζημιά δεν γίνεται, τα έργα έχουν προστατευτικά γυαλιά».
«Οι ακτιβιστές αναπαράγουν αυτό που θέλουν να καταπολεμήσουν. Αναπαράγουν μια σωτηριολογία, θα έλεγα, έναν σωτηριολογικό πανικό, ότι “εμείς θα σώσουμε τη φύση”. Κι αυτό ενέχει πάλι την υπερίσχυση της ανθρώπινης κυριαρχίας απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Αν προσέξεις, η ιδεολογία είναι η ίδια. Ότι ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος, αυτός που καθορίζει το περιβάλλον. Ο άνθρωπος σε πρώτη φάση το καταστρέφει, στην τελική φάση το σώζει. Αναπαράγεται και στις δυο περιπτώσεις αποκλειστικά ένα είδος κυριαρχίας του ανθρώπου».
«Η διαφωνία μου, επομένως,», καταλήγει ο καθηγητής, «δεν είναι μόνο στην βλακεία της δήθεν περιβαλλοντικής ακτιβιστικής τάσης που στοχεύει στο έργο τέχνης. Ακτιβιστικό προφίλ, μην ξεχνάμε, διεκδικούν σταρ του Χόλιγουντ κι οι Καρντάσιαν. Η έννοια του ακτιβισμού είναι μια πόζα σήμερα. Κι ένα lifestyle. Κι αυτό πρέπει να το σκεφτούμε. Τι σημαίνει αυτό το είδος του ακτιβισμού, που ταυτίζεται με την έννοια της δημοσιότητας, της τυφλής δημοσιότητας, με κάθε κόστος. Τα δέκα λεπτά δημοσιότητας, το παλιό σύνθημα του Γουόρχολ.».
«Νυν και αεί. Η μαύρη μπογιά στον Κλιμτ, στον Μονέ, στον Βαν Γκογκ είναι η μόδα της εποχής μας», διαπιστώνει ο ζωγράφος Ηλίας Παπαηλιάκης, παίρνοντας θέση στο debate. Μόδα, η οποία «συνδυάζεται με οικολογία, ακτιβισμό, έξω φωνή και φοριέται πάντα με τη σωτηρία του κόσμου. Από όπου και αν προέρχεται», προσθέτει δηκτικά. Ωστόσο «η μαύρη μπογιά είναι η κουκούλα του καταδότη, το αστέρι στο πέτο των Εβραίων, το Απαρτχάιντ. Η μαύρη μπογιά είναι η κατάργηση του λόγου και του αντίλογου. Η μαύρη μπογιά είναι ο δικός μας Χρυσαυγίτης που περνάει τη γριούλα απέναντι. Η μαύρη μπογιά είναι ο σουγιάς που χαράζει τον φεγγίτη στο ποίημα του Ν.Γκάτσου. Η μαύρη μπογιά είναι ο Φασισμός», καταλήγει απνευστί.
«Θα έλεγα ότι οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να καταστρέφουν τα έργα τους είναι οι δημιουργοί τους», είναι η σαφής θέση του εικαστικού Κωστή Βελώνη. «Όμως υπάρχει το εξής παράδοξο στους πρόσφατους βανδαλισμούς», επισημαίνει. «Στοχεύουν σε μια εκ τους ασφαλούς πρόκληση, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις τα έργα προστατεύονται από το τζαμί της κορνίζας. Συνεπώς, δεν τολμούν να προχωρήσουν στην καταστροφή των έργων, όχι από κάποια εκτίμηση προς αυτά, αφού οι δράστες είναι τενεκέδες χίπστερς, αλλά επειδή ο σκοπός τους επετεύχθη με τη σημειολογία της ρήξης και τον μιντιακό πανικό. Γιατί να πάρουν το ρίσκο να υποστούν τις συνέπειες της δικαιοσύνης με την πραγματική καταστροφή του έργου; Η καταστροφή της κορνίζας υποκαθιστά την αυθεντική πράξη του βανδαλισμού, ενώ ταυτόχρονα το «εκπαιδευμένο κοινό» προσποιείται ότι σοκάρεται. Η ζωή ως μια κωμωδία ή μάλλον ως μια δακρύβρεχτη ταινία με πολλούς ηθοποιούς μέσα στους θεατές», καταλήγει ο Βελώνης.