Μεσοβδόμαδα με βροχή και μέσα σ’ ένα ταξί, προσπαθώ να θυμηθώ αν έχω αργήσει ή αν θα φτάσω νωρίτερα στο μαγαζί του Κρίστιαν. Στην πλατεία Αμερικής, στην οδό Μοσχονησίων, στον αριθμό 15 έχει αρχίσει να μυρίζει λιωμένο τυρί δίπλα σε μανιτάρια και πολύχρωμες πιπεριές. Το Kulinaristan ετοιμάζεται να ανοίξει, κι εγώ ήδη τελειώνω το πρώτο ποτηράκι limoncello.
«Άνοιξα το μαγαζί στη χειρότερη εποχή της τελευταίας εικοσαετίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί για τον Απρίλιο της πρώτη καραντίνας και τελικά έγιναν τον Σεπτέμβριο, μέχρι που μας ξαναέκλεισαν για να μας άνοιξαν τελικά πάλι, κάπου στο τέλος Μαΐου. Έφτανε όμως καλοκαίρι, ο κόσμος στην περιοχή άρχισε να φεύγει με αποτέλεσμα να χρειαστεί να κλείσω πάλι, μέχρι τον Σεπτέμβρη. Από τότε βέβαια μέχρι και σήμερα, τα πράγματα πηγαίνουν αρκετά καλύτερα».
Οι γονείς του Κρίστιαν είναι από τη Χιλή όπου και γεννήθηκε, ενώ ο πατριός του είναι Έλληνας. Ήταν πέντε χρονών όταν ήρθε στην Ελλάδα και στην Αλόννησο, όπου έζησε μέχρι τα δεκαπέντε του. Έπειτα, μετακόμισαν στον Βόλο όπου υπό την πίεση των δικών του έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη σχολή Εμποροπλοίαρχων. «Απ’ την αρχή δεν μου άρεσε αυτό που ξεκινούσα να κάνω. Από το πρώτο ταξίδι συνειδητοποίησα ότι ο καραβίσιος κόσμος μου προκαλεί θλίψη. Το μεγάλο κλικ έγινε όταν από το Τέξας κατευθυνόμασταν προς το Μπιλμπάο. Ήμουν θυμάμαι δεκαεννιά χρονών, όταν ρώτησα τον ανώτερο μου αν είναι όμορφα εκεί που πάμε, για να πάρω την αρνητική απάντηση μιας και εκεί δεν είχε, όπως που είπε, πόρνες. Αγχώθηκα και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να καταλήξω σαν εκείνον, χωρίς καμία ουσιαστική επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Του καραβίσιου ανθρώπου η ζωή ξεκινά και τελειώνει στο καράβι, με κάποια διαλείμματα στεριάς.
Έτσι, πήρα την απόφαση κι επέστρεψα. Σχεδόν αμέσως μπήκα στη σχολή θέατρου «Θεατρική Τέχνη», στα Εξάρχεια. Ασχολήθηκα με αυτό τρία χρόνια μέχρι που γνώρισα μια Αγγλίδα, τα παράτησα όλα και πήγα στο Λονδίνο όπου δούλευα μαραγκός και υδραυλικός. Έμεινα τρία χρόνια κι εκεί, μέχρι που χωρίσαμε και πήγα στο Σίδνεϋ όπου έμεινα για έναν χρόνο. Τότε, χρειάστηκε να πάω στη Βαρκελώνη για να παντρευτώ τον ξάδερφο μου. Κάναμε έναν gay γάμο για να πάρει τα χαρτιά και την ισπανική υπηκοότητα, μιας κι αν είσαι ευρωπαίος πολίτης και παντρευτείς κάποιον που είναι εκτός Ευρώπης, ο δεύτερος, παίρνει την υπηκοότητα της χώρας στην οποία θα παντρευτεί. Στον γάμο ήταν και οι κοπέλες μας. Είμαστε ακόμη παντρεμένοι λόγω τεμπελιάς.
Τα τρία χρόνια που έμενα στη Βαρκελώνη ξεκινήσαμε μαζί με ένα φίλο και κάνοντας οτοστόπ φτάσαμε στην Παλαιστίνη, διασχίζοντας Γαλλία, Ιταλία, Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, περάσαμε Τουρκία και έπειτα πιο κάτω. Σκοπός μας ήταν ένα φωτορεπορτάζ. Πήραμε πολλές συνεντεύξεις μια απ’ αυτές ήταν στην πόλη Jenin από τον Juliano Mer-Khamis, ιδρυτή του Freedom Theater, που δολοφονήθηκε με τον γιο του στην αγκαλιά, ενώ μια άλλη στην Nablus από τέσσερα μέλη της al-Aqsa Martyr’s Brigades, εκ των οποίων οι τρεις έχουν πλέον δολοφονηθεί απ’ τον Ισραηλινό στρατό. Επίσης, συμμετείχαμε σε αρκετές πορείες. Σε μία απ’ αυτές δέχτηκα δύο πλαστικές σφαίρες, μία στο κεφάλι και μία στο γόνατο. Οι Παλαιστίνιοι με πήγαν στο νοσοκομείο όπου για μια εβδομάδα ήμουν παραμορφωμένος και με προβλήματα όρασης.
Γυρίζοντας, δεν ήθελα να μένω πια στη Βαρκελώνη. Η αστυνομία έδιωχνε διαρκώς κι από παντού τους καλλιτέχνες του δρόμου, και πλέον είχαν εγκατασταθεί για τα καλά οι Βόρειοι, διώχνοντας τους περισσότερους που έμεναν εκεί από πάντα».
Μου είναι αρκετά δύσκολο να παρακολουθήσω τις διαδρομές που κάνει ο Κρίστιαν στην υδρόγειο όσο μιλάμε, συχνά αναγκάζομαι να τον διακόψω για να καταλάβω σε ποιο μέρος του πλανήτη βρίσκεται κάθε φορά. «Μετά τη Βαρκελώνη, έζησα οχτώ μήνες στη Σερβία όπου δούλευα σαν μάγειρας και μάνατζερ σ’ ένα floating hostel πάνω στον Δούναβη, για να καταλήξω τελικά κάπου το 2010 και για περίπου πέντε χρόνια στη Σλοβενία όπου κι έκανα το δικό μου catering για διάφορες εταιρείες.
Στην αρχή, έκανα delivery με το ποδήλατο σε διάφορα γραφεία. Λίγο καιρό αργότερα πήρα μοτοποδήλατο, μετά μηχανή, ένα βανάκι και τελικά μια καντίνα.
Από τη Σλοβενία γύρισα γιατί με έπιασε κατάθλιψη. Πρόκειται για μια χώρα που η πρωτεύουσα της αριθμεί μόλις 180.000 κατοίκους. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στην αρχή όλα μοιάζουν τέλεια, μιας και γνωρίζεις διαρκώς κόσμο, καταλήγεις να “πέφτεις” διαρκώς πάνω στις ίδιες και του ίδιους. Επίσης, όλα γίνονταν δυσκολότερα λόγω του βαρύ χειμώνα και της μουντίλας του».
Κάπου το 2016, κι ενώ το κύμα των προσφύγων έφτανε φουσκωμένο στην Ελλάδα, ο Κρίστιαν πήρε την απόφαση να επιστρέψει για να βοηθήσει την εδώ κατάσταση. «Μόλις τη δεύτερη μέρα αφότου ήρθα ανακάλυψα το City Plaza, όπου έμεινα τρία χρόνια για να μαγειρεύω. Από τότε μέχρι και σήμερα βρίσκομαι μόνιμα στην Ελλάδα. Φεύγω μόνο τα καλοκαίρια με την καντίνα μου και πηγαίνω στο Tolmin -στα βουνά της Σλοβενίας- σε ένα metal και punk rock festival, όπου εκεί μαγειρεύω πλέον για 15.000 άτομα. Έχω μια ομάδα περίπου δεκατριών ατόμων, απ’ τους οποίους πληρώνονται οι δύο που δουλεύουν πολλές ώρες. Οι υπόλοιποι είναι εθελοντές που ανταποκρίνονται στη αγγελία που ανεβάζω, δουλεύοντας τρεις ώρες ο καθένα τους, παρέχοντας τους φαγητό, ποτά, χώρο να κοιμηθούν και εισιτήριο για όλο το φεστιβάλ το οποίο κοστίζει 400 ευρώ».
Τα πιάτα ετοιμάζονται στην κουζίνα κι εγώ προσπαθώ να καταλάβω πώς όλες αυτές οι πατρίδες γίνονται γεύση κι άρωμα στο κέντρο της Αθήνας. «Πάντα παίρνω ιδέες από τις χώρες που έχω πάει, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Αν δεις φωτογραφίες πώς ήταν τα πιάτα μου όταν ξεκίνησα και φωτογραφίες του σήμερα, θα συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Πάντα προσπαθώ να σπρώχνω τον εαυτό μου προς μια εξελικτική και δημιουργική πορεία. Προσωπικά, λατρεύω το σούσι, γι’ αυτό και δεν το φτιάχνω ποτέ, για να μη χάσω την όρεξη που έχω γι’ αυτό.
Τώρα, οι επιρροές της κουζίνας μου είναι όπως καταλαβαίνεις από διάφορα μέρη που έχω ταξιδέψει και ζήσει, αλλά και ιδέες που μου γεννιούνται από οποιοδήποτε ερέθισμα της καθημερινότητας. Η κατηγορία του φαγητού στο μαγαζί είναι ethnic fusion, παντρέματα δηλαδή διαφόρων γεύσεων και από διαφορετικές κουζίνες. Επιμένω να επιλέγω όσο μπορώ τοπικά προϊόντα, ανάλογα με τη χώρα που είμαι, ενώ πάντα θα βρεις vegetarian και vegan επιλογές στα δεκαοχτώ πιάτα του καταλόγου. Δεν με ενδιέφερε να φτιάξω έναν μεγάλο κατάλογο, θέλω ο κόσμος να ξέρει γιατί θα έρθει στο μαγαζί μου. Φυσικά γίνονται αλλαγές, ανάλογα με την εποχή».
Το Kulinaristan είναι ένα μαγαζί που ο Κρίστιαν έφτιαξε μόνος του, μαζί με τη βοήθεια φίλων, όπως ο ίδιος λέει. «Ήθελα το μαγαζί μου να έχει χαρακτήρα και κυρίως να νιώθει άνετα ο κόσμος που θα έρθει σε αυτό. Δεν ήθελα ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, θέλω οι άνθρωποι να πίνουν το τσίπουρο, τη ρακί, τα κρασιά, το limoncello και τη μαστίχα μας, σε ένα περιβάλλον που θα τους χαλαρώνει».
Παράλληλα με το μαγαζί του, ο Κρίστιαν εξακολουθεί να μαγειρεύει αδιάκοπα και για όσους συνανθρώπους μας το έχουν ανάγκη. «Το 2018, φίλοι κι γνωστοί που ήξεραν ότι μαγειρεύω για άστεγους και για όποιον δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει το φαγητό του, με κάλεσαν ώστε να στήσουμε στη Σερβία τη No Name Kitchen, όπου βρεθήκαμε να μαγειρεύουμε για 3000 ανθρώπους τη μέρα. Τα τελευταία πέντε χρόνια μαγειρεύω στην El Chef. Δεν είμαστε κοινωνική αλλά συλλογική κουζίνα, είναι αλληλεγγύη δεν είναι φιλανθρωπία. Θέλουμε οι άνθρωποι που σήμερα βοηθάμε να πατήσουν στα πόδια τους και να επιστρέψουν για να βοηθήσουν κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους ανθρώπους. Προσωπικά, όπως κι ευτυχώς αρκετός κόσμος, το βιώνω σαν χρέος, μου φαίνεται αδιανόητο ο κόσμος να πεινάει κι εμείς να γυρνάμε το κεφάλι απ’ την άλλη».