Ο Πιερ Κάρλο Ορίτσιο έχει συνεργαστεί με μερικούς από τους σημαντικότερους σολίστ της εποχής μας. Στις 5 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διευθύνει έργα Χρήστου Σαμαρά, Ιγκόρ Στραβίνσκυ (με σολίστα τον ραγδαία ανερχόμενο Αντώνη Σουσάμογλου) και Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ. Λίγο πριν ανέβει στην απαιτητική σκηνή της αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης δίνει μια σπάνια συνέντευξη.
Φέτος είναι η επέτειος των 700 χρόνων από το θάνατο του Δάντη. Με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι επηρέασε η μουσική τέχνη το έργο του;
Οι στίχοι του Δάντη είναι μουσική από μόνοι τους. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια υπόκρουση που μας συνοδεύει καθ’ όλη την ανάγνωση της Κωμωδίας. Στην Κόλαση δεν υπάρχει μουσική και ούτε θα μπορούσε να υπάρχει. Μόνο θόρυβοι, κλάματα, θρήνος. Η μουσική εμφανίζεται με όλη της την παρηγορητική δύναμη στο Καθαρτήριο, το οποίο είναι επίσης ένα μέρος έμπνευσης και πόνου. Αλλά βρίσκουμε τέλεια αρμονία μόνο στον
Παράδεισο. Μια θεϊκή τελειότητα που ούτε καν ο Λιστ προσπάθησε να αναπαράγει στη δική του Συμφωνία του Δάντη.
Με ποια μέσα, κατά τη γνώμη σας, κατάφερε ο Τσαϊκόφσκυ να αποτυπώσει την τραγική ιστορία της Φραντσέσκα ντα Ρίμινι στο ομώνυμο έργο του;
Το επεισόδιο με τον Πάολο και την Φραντσέσκα είναι ένα από τα διασημότερα στην Κόλαση του Δάντη και πιθανότατα εκείνο που ενέπνευσε περισσότερο τους μουσικούς. Η φράση του Δάντη από την Πέμπτη Ωδή αρχίζει: «δεν υπάρχει μεγαλύτερος καημός από το να αναπολείς τη στιγμή της ευτυχίας μέσα σε δυστυχία». Στην παρτιτούρα του Τσαϊκόφσκυ μπορούμε να βρούμε το δράμα της απεγνωσμένης θλίψης (andante lugubre), το μοιρολόι, τη φωτιά της κόλασης αλλά και την επίπονη ανάμνηση μιας χαρούμενης εποχής. Για μένα, το σόλο του
κλαρινέτου, που αργότερα αναλαμβάνουν τα έγχορδα, περιγράφει ακριβώς αυτό το συναίσθημα. Το θέμα βρίσκεται ανάμεσα στα πιο όμορφα που έχει γράψει ποτέ ο Τσαϊκόφσκυ.
Προέρχεστε από τη χώρα στην οποία γεννήθηκε η όπερα. Σε τι διαφέρει η μουσική διεύθυνση μιας όπερας από τη διεύθυνση μιας συναυλίας; Εσείς τι προτιμάτε να διευθύνετε και για ποιο λόγο;
Δεν διστάζω καθόλου να απαντήσω ότι προτιμώ κατά πολύ το συμφωνικό ρεπερτόριο. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αφού έχω γεννηθεί στη χώρα του μελοδράματος, αλλά είναι αλήθεια.
Ανάμεσα στις ελάχιστες όπερες που έχω διευθύνει, θυμάμαι με ευχαρίστηση την Τραβιάτα. Ωστόσο, αισθάνομαι αρκετά απομακρυσμένος από το μουσικό θέατρο, με κάποιες εξαιρέσεις, φυσικά. Το συμφωνικό ρεπερτόριο είναι τεράστιο και μου αρκεί. Συνθέτες όπως ο Μπετόβεν, ο Μάλερ, ο Τσαϊκόφσκι έχουν τόσο μεγάλο πλούτο συναισθημάτων μέσα τους που εξαντλούν κάθε περαιτέρω επιθυμία. Πάντως, αν έπρεπε να διευθύνω ξανά κάποια όπερα, θα σκεφτόμουν τη Λα Μποέμ. Κάθε φορά που ακούω το τέλος, μου κόβεται η ανάσα.
Από τις πολυάριθμες συνεργασίες σας με σπουδαίους σολίστ, υπάρχει κάποια που έχει ξεχωριστή σημασία για σας;
Το ότι έχω συνεργαστεί με τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες, έχει καταστεί θεμελιώδες για μένα. Ανάμεσα στους έγχορδους θυμάμαι τον Βαντίμ Ρέπιν, τον Μίσα Μάισκι και ιδιαίτερα τον Μστισλάβ Ροστροπόβιτς. Ανάμεσα στους πιανίστες, η λίστα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη. Τον Ρούντολφ Μπούχμπιντερ στα κοντσέρτα του Μπραμς, τον Ντανιίλ Τρίφονοφ στον Ραχμάνινοφ, τον Μιχαήλ Πλέτνεφ στο κοντσέρτο του Τσαϊκόφσκι. Αλλά αν έπρεπε να πω μόνο ένα όνομα θα έλεγα αυτό της Μάρτα Άργκεριχ. Ακριβώς πριν είκοσι χρόνια δώσαμε την πρώτη μας συναυλία μαζί και η συνεργασία μας συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Πώς αισθάνεστε για την επερχόμενη εμφάνισή σας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών;
Η συναυλία στην Αθήνα θα είναι συναρπαστική για μένα για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι βέβαια μουσικός. Βρίσκω το πρόγραμμα που πρότεινε η ΚΟΑ εξαιρετικά ενδιαφέρον. Δεύτερον, θα είναι το ντεμπούτο μου στο Μέγαρο, μια εξαιρετική συναυλιακή αίθουσα στην οποία παίζουν συνεχώς οι σπουδαιότεροι μουσικοί και ορχήστρες. Θα προσέθετα ότι θεωρώ την Αθήνα λίκνο της κουλτούρας και του πολιτισμού μας, οπότε θα αδράξω την ευκαιρία για να δω μέρη με μοναδική γοητεία.