Το βράδυ και η ένταση της ουσίας του είναι η επιβεβαίωση ότι κάποτε υπήρξε μέρα και φως και ενώ περπατώ στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου γοργά και ανάλαφρα με σταματάει μία συμμορία σκίουρων και αρχίζει να με μυρίζει, να ψάχνει για κρυμμένα καρύδια και σοκοφρέτες, να θεωρεί ότι ίσως κουβαλάω δεμάτια από θυμάρι και τριφύλλι και γρασίδι και βασιλικό, να νομίζει ότι είμαι κάποιος γενοκτόνος της φυλής των Σκίουρων, κάποιος αντίπαλος, και όλα αυτά ενώ μας κοιτάνε ,κι εμένα και τους σκίουρους τα μάρμαρα του Παρθενώνα, το Ηρώδειο, οι Καρυάτιδες, ο Γιώργος Κατσουράνης, ο Νικήτας Φετφατζίδης και ο Μανώλης Μπασινάς και όλα τα άλλα αδέρφια των διεθνών που έχουν μαζευτεί και κάνουν θυσίες για να κερδίσουμε την Ακτή Ελεφαντόδοντου και να θριαμβεύσουμε και στο Μουντιάλ του 2018 και του 2022. Έχω πιάσει ψιλή κουβεντούλα με τα σκιουράκια και ξαφνικά και αναπάντεχα το σκάω και τρέχω τον πεζόδρομο του Πικιώνη και μπαίνω μέσα στον Παρθενώνα και περιμένω αλλά κανείς δεν έρχεται. Ανάβω τσιγάρο, φτιάχνω καφέ, ανοίγω το λάπτοπ και αρχίζω να σας δίνω ανταπόκριση μέσα από τον ναό. Μπορεί να μην δω τελικά το ματς γιατί θα με έχουν δολοφονήσει οι σκίουροι και ο Γρηγόρης Καραγκούνης, αλλά οι ανθρωποθυσίες μέσα στον ίδιο τον Παρθενώνα πιάνουν πάντα. Ποιος θα θυμάται τον βίαιο θάνατό μου το 2022 όταν θα κατακτά η Ελλάδα το Μουντιάλ; Μόνον εγώ, και ίσως κάποιος σκίουρος. Χαλάλι.