«Πάντα ένοιωθα την ζωή, πρώτα ως μια ιστορία. Και εάν υπάρχει μια ιστορία, υπάρχει και ένας αφηγητής» είχε πει κάποτε ο Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον (1874-1936) με το ιδιαίτερο, παιγνιώδες ύφος με το οποίο αυτός ο μετρ των παραδοξολογημάτων κατάφερνε να αιχμαλωτίζει την προσοχή του αναγνώστη.
Άλλωστε, με τέτοιου είδους απλές, λογικές και φαινομενικά «αθώες» προτάσεις ξεκινούσε ως αφηγητής να εξυφαίνει την πλοκή της εκάστοτε ιστορίας του, καταλήγοντας -κατά κανόνα- να υπονομεύει την κοινή λογική.
Στο πολύπτυχο έργο του, το προφανές θυσιάζεται χάριν της διακωμώδησης και η κοινοτοπία -προς έκπληξη όλων- ανασύρεται από την απαξίωση και αποθεώνεται ως μία καινούργια ανακάλυψη – και αυτό, γίνεται με έναν εξαιρετικά πειστικό τρόπο!
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπόρχες τον λάτρεψε, ενώ δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι σφράγισε με την σκέψη του την εποχή του – ερωτοτροπώντας με το ακραίο, το φαινομενικά απίθανο, το αδιανόητο, την γελοιοποίηση της λογικής -πάντα- με λογικά μέσα.
Από μικρός ανήσυχο πνεύμα, καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου. Έγραψε ποιήματα, μυθιστορήματα, διηγήματα, αστυνομικές ιστορίες, θεατρικά έργα, λογοτεχνικές μελέτες – ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Τσαρλς Ντίκενς και τον Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον.
Διαβάζοντας τα βιβλία του, εντυπωσιάζεται κανείς όχι μόνο από τις ευφυείς ιδέες του, αλλά και από την ικανότητά του να καθιστά το παράδοξο ως μία απολύτως πιστευτή εκδοχή της πραγματικότητας – αυτή, είναι και η γοητευτική ιδιοτυπία του.
Όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με τη «Λέσχη Αλλόκοτων Επαγγελμάτων» (1905). Πρόκειται για μια εκκεντρική μποέμικη λέσχη που θέτει μόνον έναν αλλά αποκλειστικό όρο για την εγγραφή των μελών της: ότι ο υποψήφιος πρέπει να έχει επινοήσει αυτός ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο κερδίζει τα προς το ζην. Πρέπει δηλαδή να είναι ένα ολότελα νέο επάγγελμα!
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με πολλή φαντασία και χιούμορ στα χνάρια της «Λέσχης της Αυτοκτονίας» του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, με τους ήρωές του να κινούνται ως «περιπλανόμενοι ιππότες» στο Λονδίνο των αρχών του εικοστού αιώνα, του οποίου προσπαθεί να καταγράψει το μύθο και την ποίηση της καθημερινής ζωής.
Απ’ την άλλη, το κλασικό «Ο άνθρωπος που λεγόταν Πέμπτη» (1908) είναι μια ιλιγγιώδης φαντασιακή ιστορία, με ασύλληπτη πλοκή. Πώς γίνεται μια νουβέλα που ξεκινάει σαν κατασκοπικό θρίλερ (ένας ποιητής-ντετέκτιβ της Σκότλαντ Γιαρντ εισχωρεί στα ανώτατα κλιμάκια των αναρχικών) να εκτυλίσσεται σαν ψυχεδελική περιπέτεια δράσης και να ολοκληρώνεται σαν φιλοσοφική αλληγορία;
Το βιβλίο του Τσέστερτον αψηφά κάθε είδους λογοτεχνική σύμβαση, είναι όλα τα παραπάνω και κάτι ακόμα: μια ανατρεπτική παραβολή για την αλήθεια και τον μύθο, τη ρευστή πραγματικότητα, την αξία της ζωής και το ευτράπελο της ανθρώπινης συνθήκης.
Αλλά και γενικότερα το στιλ γραφής του χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, ειρωνεία, σαρκασμό και χιούμορ για την ανθρώπινη κατάσταση. Άλλωστε, συνήθιζε να λέει για τους σύγχρονούς του πως το θέμα «δεν είναι ότι δεν μπορούν να δουν τη λύση. Είναι ότι δεν μπορούν να δουν το πρόβλημα»!
Πάντως, το δημοφιλέστερο έργο του είναι οι αστυνομικές ιστορίες με ήρωα τον πατέρα Μπράουν. Αυτόν τον μικροκαμωμένο, παχουλό, μαυροντυμένο Καθολικό ιερέα ο οποίος –παρότι δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα με τα τερτίπια της περίφημης ομπρέλας του-, εντούτοις λύνει με θαυμαστή διαύγεια τα πιο παράξενα μυστήρια.
Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον
“Η δυσπιστία του πατρός Μπράουν”
Μετάφραση: Χάρης Τανταρούδας
Επίμετρο: Χάρης Τανταρούδας, Νίκος Ν. Μάλλιαρης
Σελίδες: 336
Εκδόσεις: Μάγμα
Ο Τσέστερτον δημιούργησε τον πατέρα Μπράουν ως αντίπαλο δέος στις μεθόδους του Σέρλοκ Χολμς. Αν και ένθερμος υποστηρικτής του ορθού λόγου, δεν είναι ο ψυχρός ερευνητής που μελετά επιστημονικά τα «εξωτερικά» στοιχεία της υπόθεσης προκειμένου να βρει τον δολοφόνο. Χωρίς να υποτιμά την επιστημονική και ορθολογική μεθοδολογία, η δική του προσέγγιση είναι ενδοσκοπική. Με άλλα λόγια, το βάρος πέφτει στην ψυχολογική εμβάθυνση και τη διερεύνηση των κινήτρων.
Στην ουσία, ο πατήρ Μπράουν ρίχνει το βλέμα του στις ψυχές των ανθρώπων –όπως και στη δική του- αντιλαμβανόμενος έτσι την θεμελιώδη ομοιότητά του με όσους διαπράττουν εγκλήματα και διαπιστώνοντας ότι η διαφορά του από εκείνους έγκειται μόνο στην τελική τους απόφαση να τελέσουν την εγκληματική πράξη.
Σε κάθε περίπτωση, ο Τσέστερον δεν είναι ένας συνηθισμένος συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών, ένας απλός επινοητής γρίφων που προσαθεί να δυσκολέψει τον αναγνώστη με τα μυστήριά του. Είναι ένας λογοτέχνης υψηλής αξίας που χρησιμοποιεί τη φόρμα της αστυνομικής ιστορίας για να μελετήσει με προσήλωση τον ανθρώπινο ψυχισμό, αλλά και να ασκήσει κριτική στην κοινωνία και στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του.
Και, βέβαια, στον Τσέστερτον υπάρχει λογοτεχνικό χάσμα ανάμεσα στο περιεχόμενο, δηλαδή την πλοκή της αστυνομικής ιστορίας, και στη μορφή. Από αυτό το χάσμα, όμως, αναβλύζει μία λεπτή διαπεραστική ειρωνεία προς το θέμα που πραγματεύεται γεγονός που καθιστά αυτές τις ιστορίες απολαυστικές. Όσο για το πυκνό μυστήριο που τις διαπερνάει -από άκρη σε άκρη- ξεδιαλύνεται ως διά μαγείας από τον τετραπέρατο συγγραφέα, μπροστά στα πάντοτε έκπληκτα μάτια μας…
Γιάννης Κυριόπουλος
«Μια πόλη, μια γυναίκα – Μυθιστόρημα σε 36 ιστορίες»
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 200
Ο Κυριάκος με τα πολλά πρόσωπα, τις ποικίλες ιδιότητες και τις διαφορετικές ηλικίες δεν είναι ένα πρόσωπο. Είναι μια γενιά. Η πρώτη μετεμφυλιακή γενιά που, μέσα από την επιφανειακή ανεμελιά της, γυρεύει εναγωνίως την ταυτότητά της. Στην ιδεολογία, στην πολιτική, στη γυναίκα, στα ταξίδια από πόλη σε πόλη, στην Ελλάδα και στον κόσμο. Μια περιπλάνηση υπαρξιακής αγωνίας όπου καραδοκεί η διάψευση, η ματαίωση, η μοναξιά. Στο τέλος δεν απομένουν παρά λιγοστές μνήμες: ένα αντίτυπο της πρώτης ελληνικής έκδοσης του Κόκκινου βιβλίου του προέδρου Μάο, κάτι υπολείμματα καπνογόνου που έπεσε στη γωνία των Mπουλβάρ Σαιν-Μισέλ και Σαιν-Ζερμαίν στο Παρίσι τον Μάη του ’68 και ένα θραύσμα από το τείχος του Βερολίνου τον Νοέμβρη του ’89, για να θυμίζουν ότι: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ έναν πάταγο αλλά μ’ έναν λυγμό». Μια ζωή στη μυθολογία της Αριστεράς και της επανάστασης. Ανάμεσα σε διαψευσμένα πολιτικά ιδεώδη, απελπισμένους έρωτες, συντετριμμένα καλλιτεχνικά όνειρα και χόρτο της φαντασίας.
Χρήστος Μαρκογιαννάκης
«Μυθιστόρημα με κλειδί»
Εκδόσεις: Μίνωας
Σελίδες: 372
Η Νήσος, ένα ειδυλλιακό ψαρονήσι, έχει γίνει καλοκαιρινός προορισμός του διεθνούς τζετ σετ. Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής Χριστόφορος Μάρκου περνάει εκεί την άδειά του, όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι η Λούσι Ντέιβις, μια νεαρή Αγγλίδα δημοσιογράφος, βρίσκεται δολοφονημένη στην αποθήκη της οικοδέσποινας. Με το νησί αποκλεισμένο από τον άνεμο, ο Μάρκου ψάχνει το κίνητρο και τον δράστη στα μυστικά, τα ψέματα και τα κουτσομπολιά του «κλειστού κύκλου της Νήσου» και σε ένα μυθιστόρημα που έγραφε το θύμα. Η επιφανειακή ηρεμία του νησιού διαταράσσεται ενώ ένα ακόμη ανεξιχνίαστο έγκλημα από το παρελθόν θα περιπλέξει την υπόθεση. Καθώς η λίστα των νεκρών μεγαλώνει, θα κατορθώσει ο Μάρκου να βρει τον δολοφόνο προτού αυτός καταφέρει να ξεφύγει με το επόμενο πλοίο της γραμμής;
André Kubiczek
«Η αξέχαστη χρονιά της αναρχίας»
Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
Εκδόσεις: Κριτική
Σελίδες: 288
Απρίλιος 1990, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας διαλύεται. Οι μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες ανησυχούν, οι νεότεροι όμως ζουν την αγάπη και την ελευθερία. Όπως ο Αντρέας και η Ουλρίκε. Αφήνουν το Βερολίνο για να εγκατασταθούν στην επαρχία, σε μια περιοχή εγκαταλειμμένων χωριών και παρατημένων χωραφιών. Θέλουν να ανακαινίσουν ένα παλιό αγρόκτημα και να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, ερωτευμένοι, εξαιρετικά ευδιάθετοι και απόλυτα αισιόδοξοι. Το πρώτο μυθιστόρημα για την ωραιότερη αναρχία της νεότερης Γερμανικής ιστορίας – ένα βιβλίο για την υπέροχη, ανήσυχη ευτυχία που νιώθει ο καθένας που αποτολμάει μια νέα αρχή.
John Grisham
«Η ομολογία»
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
Σελίδες: 464
Για κάθε αθώο που μπαίνει στη φυλακή, ένας ένοχος μένει ελεύθερος. Δεν καταλαβαίνει πώς η αστυνομία και οι εισαγγελείς έπιασαν το λάθος άνθρωπο, και σίγουρα δεν τον νοιάζει. Απλώς ευλογεί την τύχη του και συνεχίζει ανενόχλητος τη ζωή του, ενώ κάποιος άλλος πληρώνει για το δικό του έγκλημα. Ο Τράβις Μπόιετ είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Το 1998, στη μικρή πόλη Σλόουν του Τέξας, απήγαγε, βίασε και στραγγάλισε μια δημοφιλή τσιρλίντερ του σχολείου. Και ύστερα είδε κατάπληκτος να συλλαμβάνουν αντί γι’ αυτόν τον Ντόντι Ντραμ, έναν τοπικό αστέρα του φούτμπολ, να τον καταδικάζουν και να τον οδηγούν στην πτέρυγα των θανατοποινιτών. Εννιά χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ο Τράβις βρίσκεται υπό επιτήρηση για κάποιο άλλο έγκλημα στο Κάνσας, ενώ ο Ντόντι πρόκειται να εκτελεστεί σε τέσσερις μέρες. Ο Τράβις έχει έναν όγκο στον εγκέφαλο που δε χειρουργείται. Και για πρώτη φορά στην άθλια ζωή του, αποφασίζει να κάνει το σωστό και να ομολογήσει. Αλλά πώς μπορεί ένας ένοχος να πείσει δικηγόρους, δικαστές και πολιτικούς ότι ετοιμάζονται να εκτελέσουν έναν αθώο;