Μία από τις πιο ζωτικές παραμέτρους του Κώδικα Δεοντολογίας, τον οποίο έχουμε διδαχτεί όλες κι όλοι όσοι πραγματοποιήσαμε και πραγματοποιούμε σπουδές στον τομέα της ψυχικής υγείας, είναι ο σεβασμός και η διασφάλιση του απορρήτου του κάθε ανθρώπου που αποφασίζει να μας εμπιστευτεί, συμπλέοντας θεραπευτικά μαζί μας σε έναν «τόπο ασφαλή». Για κάποιους, οι αξίες αυτές μοιάζουν τόσο «έμφυτες», ώστε το ακαδημαϊκό πλαίσιο αρκείται στο να τους τις υπενθυμίσει. Για άλλους, όσα χρόνια σπουδών κι αν έχουν προηγηθεί, όσα σεμινάρια κι αν έχουν παρακολουθήσει κι όση εμπειρία κι αν διατείνονται πως διαθέτουν, οι αξίες αυτές δεν ευθυγραμμίζονται με την ηθική τους, η οποία δεν διστάζει να καταπατήσει τον κώδικα δεοντολογίας και να «ξεγυμνώσει» βαθιά προσωπικές πληροφορίες των ανθρώπων.
Στον απόηχο της δολοφονίας της 20χρονης Κάρολαιν στα Γλυκά Νερά – η υπόθεση της οποίας βρίσκεται ακόμη υπό διερεύνηση – η γυναίκα που παρακολουθούσε την κοπέλα ως θεραπεύτριά της, κατέφυγε στην καταπάτηση του απορρήτου της θεραπευόμενης, δημοσιοποιώντας προσωπικές της πληροφορίες στα media. Αν και η ίδια δεν διαθέτει πτυχίο Ψυχολογίας, αποκαλέστηκε και παρουσιάστηκε στρεβλά από τα ΜΜΕ ως Ψυχολόγος του θύματος, ενώ κατέφυγε στην τροποποίηση των στοιχείων του βιογραφικού της στο διαδίκτυο, προκειμένου να αποφύγει την κατακραυγή και από ψυχολόγος που είχε αυτοπροσδιοριστεί, παρουσιάζεται πλέον ως κλινικός σύμβουλος ψυχικής υγείας. Μερικές ημέρες μετά τη διαρροή των προσωπικών δεδομένων της Καρολάιν, το βλέμμα μου στράφηκε ντροπιασμένο σε ορισμένα δημοσιεύματα που χαρακτήρισαν τη θεραπεύτρια ως «τη γυναίκα που συγκλόνισε το Πανελλήνιο». Μονάχα που τους διέφυγε πως αυτό που πραγματικά συγκλονίζει και αναζωπυρώνει την οργή και την ντροπή μας, είναι η αντιδεοντολογική άρση του απορρήτου και μάλιστα στα ΜΜΕ, τη στιγμή που η κοπέλα δεν βρίσκεται εν ζωή και αδυνατεί να δώσει τη συγκατάθεσή της στη δημοσιοποίηση πληροφοριών.
Η αντιποίηση του επαγγέλματος, αποτελεί μία ακόμη σημαντική παράμετρο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ένας σύμβουλος ή ένας ψυχοθεραπευτής, δεν μπορεί να αποκαλείται ψυχολόγος, καθώς πρωτίστως διαθέτει διαφορετικό υπόβαθρο σπουδών. Κάθε τομέας στον χώρο της ψυχικής υγείας, οφείλει να σέβεται τις αρμοδιότητές του και να καθιστά ευδιάκριτα τα όρια εκείνα που τον διαφοροποιούν από κάποιο άλλο επάγγελμα ψυχικής υγείας. Αυτό όμως που οφείλει να τηρείται ευλαβικά και ανεξαιρέτως από κάθε εργαζόμενο της ψυχικής υγείας, από τον ψυχολόγο μέχρι τον ψυχοθεραπευτή και τον εργοθεραπευτή, είναι ο σεβασμός στο απόρρητο των ανθρώπων και η επίγνωση του πότε αυτό μπορεί να αρθεί. Ο ΣΕΨ, κατόπιν των εξελίξεων ζητά σήμερα από τη γυναίκα να προσκομίσει εντός δύο ημερών πτυχίο ΑΕΙ και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εφόσον τα διαθέτει.
Με αφορμή τον αντιδεοντολογικό χαρακτήρα της άρσης του απορρήτου της Κάρολαιν στα ΜΜΕ εκ μέρους της θεραπεύτριάς της, ο Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπευτής, Πάτροκλος Παπαδάκης και η Κλινική Ψυχολόγος και Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια, Αθηνά Τριγένη, μιλούν στην Popaganda για την ανάγκη αυστηροποίησης του ελέγχου των επαγγελματιών του χώρου της ψυχικής υγείας, αλλά και για όσα διακυβεύονται εξαιτίας της παραβίασης του απορρήτου ενός ανθρώπου που «καταθέτει» την ψυχή του εντός του θεραπευτικού πλαισίου.
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Αυτό που με ενοχλεί και το βλέπω κατ’ εξακολούθηση να συμβαίνει από ανθρώπους του χώρου, είναι όλη αυτή η καταπάτηση της επαγγελματικής καταρχάς δεοντολογίας – υπάρχει επίσημη δεοντολογία πλέον, έχει ψηφιστεί και υπάρχει στο ΦΕΚ – αλλά και της ακαδημαϊκής, την οποία μάθαμε όλοι στις σπουδές μας και αφενός δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για το περιεχόμενο των συνεδριών μας, αφετέρου να χρησιμοποιούμε το περιεχόμενο αυτό για την αυτοπροβολή μας. Ο μόνος λόγος για τον οποίο σπάει το απόρρητο είναι όταν τίθεται σε κίνδυνο η ζωή κάποιου, είτε μέσα από αυτοκτονική συμπεριφορά, είτε με το να βλάψει κάποιον άλλον. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να σπάσουμε το απόρρητο και είναι κάτι που κι εγώ στην πρώτη μου συνεδρία με έναν άνθρωπο πάντα το αναφέρω. Το να χρησιμοποιούμε όμως προσωπικά στοιχεία, τα οποία μάλιστα στην περίπτωση ενός ατόμου που δεν βρίσκεται εν ζωή, δεν μπορούν να διασφαλιστούν ως αληθινά, είναι ντροπιαστικό. Θυμώνω, αλλά το κυριότερο συναίσθημα που μου προκαλεί αυτή η κατάσταση είναι η ντροπή, διότι νιώθω πως μέσα από υπεργενικεύσεις που θα κάνει ο πληθυσμός θα στοχοποιηθεί οποιοσδήποτε άνθρωπος ασχολείται με τη ψυχική υγεία.
Ως μία προέκταση του επαγγελματικού απορρήτου, υπάρχει και η εργασιακή μας αξιοπρέπεια. Δεν είναι αξιοπρεπές να μιλάμε για ανθρώπους που μας εμπιστεύονται, δεν είναι αξιοπρεπές να παίρνουμε θέσεις που θίγουν κοινωνικές ομάδες μέσα από ρατσιστικά, ομοφοβικά, σεξιστικά σχόλια. Δεν μπορούμε να υποτιμάμε ανθρώπους, όπως δεν μπορούμε να καταφεύγουμε σε διαγνώσεις μέσα από όσα ακούμε από την τηλεόραση και να εκφέρουμε άποψη για ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. Όλα αυτά θίγουν ευρύτερα τον κλάδο των ψυχολόγων ή οποιονδήποτε άνθρωπο ασχολείται με τον τομέα της ψυχικής υγείας, ως ψυχίατρος, σύμβουλος, κοινωνικός λειτουργός, εργοθεραπευτής, λογοθεραπευτής. Δυστυχώς επίσης, δεν υπάρχει κατάλληλη ενημέρωση και προβολή για το ποια είναι τα όρια του κάθε κλάδου ψυχικής υγείας και εκεί σημειώνεται μία λανθασμένη αλληλοκάλυψη ρόλων και αντικειμένων. Όλοι μας ασχολούμαστε με τη ψυχική υγεία, αλλά το υπόβαθρο καθενός είναι διαφορετικό.
Ακόμη και ως μαία να μιλούσε η γυναίκα που διέρρευσε τις προσωπικές πληροφορίες του θύματος, είναι ντροπή ως άνθρωπος που εργάζεται στον τομέα της υγείας να σπάει το απόρρητο. Το να χρησιμοποιεί δε τον τίτλο της Ψυχολόγου ενώ δεν τον διαθέτει, είναι παράνομο και αποτελεί αντιποίηση του επαγγέλματος. Μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι δημοσιογράφοι που της έδωσαν βήμα, καθώς πρωτίστως χρειάζεται μία σωστή αναζήτηση. Δυστυχώς δεν υφίσταται έλεγχος, πράγμα το οποίο ξεκινάει από το ότι δεν υπάρχει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ένας επίσημος Σύλλογος ψυχολόγων, όπως υπάρχει ο Ιατρικός, ο Δικηγορικός. Ως αποτέλεσμα, δεν αποδίδεται καμία επίπτωση σε έναν άνθρωπο που θα δηλώσει κάτι που δεν είναι.
Με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας Ψυχολόγων που είχε ψηφιστεί το 2019, υπάρχουν θεωρητικά νομικές κυρώσεις για την αντιποίηση και υπάρχει και σχετική Πειθαρχική Επιτροπή. Τυπικά υφίσταται ένα πλαίσιο που δεν υποστηρίζεται ωστόσο με συνέπεια από κάποιον Σύλλογο. Αυτό συνεπάγεται ότι αν εγώ που είμαι Ψυχολόγος και έχω πτυχίο, βγω και κάνω κάτι αντίστοιχο – φυσικά υπάρχουν και ψυχολόγοι που δεν φέρονται βάσει δεοντολογίας – αυτό που μπορεί να συμβεί είναι, αν είμαι εγγεγραμμένος σε ένα από τα σωματεία που υπάρχουν, το σωματείο δικαιούται να με διαγράψει. Πέρα όμως από τη διαγραφή και από οποιαδήποτε νομική κίνηση μπορεί να κάνει ο θεραπευόμενος του οποίου το απόρρητο έχω σπάσει ή η οικογένειά του, εγώ θα συνεχίσω να έχω την άδειά μου και να εξασκώ το επάγγελμά μου. Αυτό που θα μπορούσε να κάνει ένας Σύλλογος, είναι η μήνυση για αντιποίηση επαγγέλματος στην περίπτωση που κάποιος δεν είναι ψυχολόγος και οικειοποιείται την ιδιότητα δίχως να διαθέτει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
Κλινική Ψυχολόγος – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια
Την περασμένη Κυριακή, τη στιγμή που είδα την τηλεοπτική παρέμβαση της γυναίκας αυτής, κάλεσα στον σταθμό ΣΚΑΪ δίχως να καταφέρω να πιάσω γραμμή και στη συνέχεια έστειλα σχετικό email στον ΣΕΨ και στον Πανελλαδικό Σύλλογο. Βέβαια, η γυναίκα αυτή δεν είναι ψυχολόγος. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει έλεγχος, υπάρχουν και περιπτώσεις ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται ψυχολόγοι και έχοντας βήμα στα κανάλια εκμεταλλεύονται την προβολή τους για να προσελκύσουν περισσότερους θεραπευόμενους. Σε σχέση με το πώς λειτουργούν τα πράγματα στο εξωτερικό, στην Ελλάδα εκ μέρους των Συλλόγων δεν υπάρχουν συστηματικές συνέπειες. Πέραν του ότι δεν υπάρχουν όρια, δεν φοβάται και κανείς γιατί πρωτίστως δεν υπάρχει αίσθημα προσωπικής ευθύνης.
Βλέποντας τη γυναίκα αυτή στην τηλεόραση, νόμιζα αρχικά πως βγήκε για να μιλήσει γενικότερα γι’ αυτό που συνέβη στα Γλυκά Νερά. Ξαφνικά, συνειδητοποιώ ότι είναι όντως η θεραπεύτρια που παρακολουθούσε το κορίτσι και αρχίζει να φανερώνει άκρως προσωπικές της πληροφορίες. Δεν υπήρξε κανένας σεβασμός προς το κορίτσι που είναι νεκρό. Κανένας σεβασμός προς την έρευνα που ακόμη διεξάγεται. Δεν γνωρίζουμε ακόμη ποιος διέπραξε το έγκλημα και με τι πρόθεση. Δίνοντας προσωπικές πληροφορίες του θύματος στα ΜΜΕ, διαστρεβλώνει την πορεία της έρευνας και της δικαιοσύνης. Τη γυναίκα αυτή μπορεί να χρειαζόταν να την καλέσουν στο Δικαστήριο και πλέον έπειτα από όσα δημοσιοποίησε δεν μπορεί να παραστεί ως μάρτυρας.
Φαίνεται επίσης μέσα από τα λεγόμενά της, σα να υπερασπίζεται το σύζυγο. Ακόμη και διαρρέοντας προσωπικές πληροφορίες δεν αρκείται στο να τις παρουσιάσει με έναν πιο αντικειμενικό τρόπο. Δεν γνωρίζουμε επίσης εάν ο σύζυγος της επέτρεψε να βγει και να πει όσα είπε. Η γυναίκα καταπάτησε την εμπιστευτικότητα και νομικά και επαγγελματικά σαν θεραπεύτρια (όποια κι αν είναι η ακριβής ιδιότητά της). Οι κανόνες πρέπει να ισχύουν για όλους τους επαγγελματίες που ασχολούνται με τη ψυχική υγεία. Ακόμη και σε ηθικό, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρόκειται για πλήρη παραβίαση της ιδιωτικότητας, ειδικά από τη στιγμή που το άτομο δεν βρίσκεται εν ζωή και δεν μπορεί να σου δώσει τη συγκατάθεσή του για να μοιραστείς τα προσωπικά του δεδομένα.
Αυτό που με ταρακούνησε με αφορμή την υπόθεση, είναι ότι, για παράδειγμα, ένας θεραπευόμενός μου που έχει κάποια παρανοειδή στοιχεία, μπορεί ξαφνικά να φοβηθεί ότι θα διαρρεύσουν οι πληροφορίες του. Πώς θα αισθανθούν αυτοί οι άνθρωποι ασφάλεια; Εμείς προσπαθούμε να τους καθησυχάσουμε, να δουλέψουμε βάσει κώδικα δεοντολογίας και βγαίνει ένα άτομο που εσφαλμένα παρουσιάζεται ως ψυχολόγος ενώ δεν είναι και μας παίρνει όλους η μπάλα μετά. Ακόμη και για τους Συμβούλους Ψυχικής Υγείας, τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε ένας Σύλλογος, δίχως ωστόσο και πάλι να υπάρχει έλεγχος. Είσαι ό,τι δηλώνεις στην Ελλάδα. Ήρθε η ώρα κάτι να αλλάξει. Δεν νοείται να συμβαίνουν αυτά εν έτη 2021.