Γεννημένος το 1981 στην Αθήνα, ο Theo Alexander έκανε την πρώτη μεγάλη του εμφάνιση στις διεθνείς οθόνες το 2010 στο ρόλο του Talbot. Του αιωνόβιου εραστή ενός απ’ τους βασικούς αντιήρωες της τρίτης σαιζόν του True Blood, στην οποία μπορεί να εμφανίστηκε μόλις για έξι επεισόδια, όμως κατάφερε να αναδειχθεί ως μια απ’ τις χαρακτηριστικότερες περσόνες της σαιζόν, αν όχι της σειράς ολόκληρης. Τέσσερα χρόνια μετά, βρίσκεται ήδη στα τελευταία στάδια της ανάπτυξης της δικής του μίνι σειράς, κι έχει ξεκινήσει να στήνει την πρώτη του μεγάλου μήκους κινηματογραφική σκηνοθετική δουλειά. Η επιτυχία όμως, δεν ήρθε από τη μια μέρα στην άλλη.
«Ακούω διάφορους που λένε στα παιδιά “πηγαίνετε στο Los Angeles”», λέει στην Popaganda, που τον συνάντησε λίγες μέρες πριν ξεκινήσει στην Αθήνα το δεύτερο workshop του για ηθοποιούς και καλλιτέχνες. «Πού πας ρε Καραμήτρο, κάτσε. Το Los Angeles είναι η πιο δύσκολη πόλη του κόσμου, η πιο δύσκολη! Γιατί εκεί όλα είναι όμορφα. Ο διάβολος έρχεται με πολύ όμορφα πρόσωπα. Και μπορείς πολύ εύκολα να χαθείς. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να έχεις χάσει τον εαυτό σου, το μυαλό σου, την ψυχή σου, να έχεις χάσει τα πάντα. Πρέπει να είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος κι είναι πολύ εύκολο να σε καταπιεί η φάση εκεί πέρα».
Ψηλός, γεροδεμένος, με ανοιχτές πλάτες κι ανοιχτό χαμόγελο, ο Θοδωρής Ζουμπουλίδης, με καταγωγή απ’ τη Μάνη, ανακάλυψε το πάθος του για την ηθοποιία όταν ήταν πιτσιρίκι στην κατασκήνωση. Χάζευε κάθε μέρα μια θεατρική ομάδα να κάνει πρόβες, κι όταν τον είδε ο σκηνοθέτης και του έβαλε μια μακαρονάδα στο χέρι να τη σερβίρει σ’ ένα τραπέζι, ο μικρός Τεό βίωσε την αποκάλυψη πατώντας το πρώτο του σανίδι: «ένιωσα σαν το ψάρι που σπαρταράει και ξαφνικά το πετάς στο νερό», θυμάται. Από εκεί και πέρα, η πορεία του ήταν στρωμένη με πειθαρχία και σοβαρότητα. Σπουδές και μεταπτυχιακό στη Βοστώνη, μαθητεία στο Broadway και αφοσίωση στη μελέτη των ηγετικών μορφών του χώρου του. Περίπου το αντίθετο δηλαδή, απ’ ό,τι έκαναν πολλοί απ’ τους Έλληνες που του είχαν προηγηθεί στην προσπάθεια να κατακτήσουν την Αμερική.
«Υπήρχε πρόβλημα και πρόβλημα σοβαρό», λέει, όταν τον ρωτάς για το αν συνάντησε αρνητική προκατάληψη απέναντι στην καταγωγή του. «Ξέρεις, οι προηγούμενοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν το concept της show-business και πηγαίνανε στην Αμερική με πολύ μεγάλο τουπέ. Και λέγανε ότι “εγώ είμαι σταρ στην Ελλάδα”. Όπου οι σταρ στην Ελλάδα ξύνονται, βέβαια. Δεν υπάρχει market, οπότε τι σταρ είσαι; Σε ποιο αστρικό σύστημα και σε ποια αγορά; Να πεις ότι είσαι σταρ στη Γαλλία, κάτι γίνεται –όχι ότι κι αυτοί παίρνουν ρόλους βέβαια. Αλλά όταν βλέπεις τον Terence Stamp, ή τον Willem Dafoe και είναι ταπεινοί, πώς πας εσύ και κάνεις τον σταρ; Και το λες κιόλας; Δηλαδή, είσαι δυο φορές βλάκας. Γιατί πρώτα απ’ όλα, ο σταρ δεν χρειάζεται να το πει. Όταν μπαίνει ο George Clooney δηλαδή μέσα, τους λέει “γεια σας, εγώ είμαι σταρ”;».
Αν τον ρωτήσεις τι κάνει κάποιον σταρ, είναι σαφής: «Είναι βασικό, κι είναι κι απλό: κάνουν θυσίες τις οποίες άλλοι δεν θα κάνουν. Φυσικά παίζουν ρόλο κι οι συγκυρίες και πολλά πράγματα, αλλά το πιο βασικό είναι να ξέρεις ότι αυτοί που πετύχανε είναι οι πιο δουλευταράδες απ’ όλους. Ο Hugh Jackman, είναι τυχαίο που είναι 45 χρονών κι είναι ακόμη φέτες και παίζει τον Wolverine κι είναι το βασικό πρόσωπο σ’ ένα ολόκληρο franchise εκατομμυρίων; Αυτό δεν γίνεται χωρίς θυσίες. Και κάτι βλακείες που λένε “α, παίρνει αναβολικά” και ξέρω ‘γω τι, τι βλακείες είναι αυτά; Για κάν’ το. Πάρε ό,τι θες, θα σου τα πληρώσω εγώ και πήγαινε και κάν’ το. Είναι αστεία αυτά. Ή ακόμη κι ο Kevin Spacey, και όλοι αυτοί οι τεράστιοι, ή κι οι πιο μικροί, που δουλεύουν όμως συνεχόμενα. Κάνουν θυσίες. Κι έχουν την ψυχή που χρειάζεται. Γιατί όλα είναι στην ψυχή, αυτή είναι που σου δίνει και το μεγαλύτερο ντοπάρισμα».
Όπως όλοι όσοι έχουν δουλέψει στην Αμερική, έτσι κι η αντίληψη του Alexander είναι πολύ πιο πραγματιστική απ’ αυτήν που συνήθως συναντάς σε έναν Ευρωπαίο κινηματογραφιστή. «Είναι corporations εκεί», μου λέει, όταν τον ρωτάω αν υπάρχει αλληλοϋποστήριξη στην Ελληνική κι Ελληνοαμερικανική κοινότητα. «Είμαστε πάρα πολλοί, και πολλοί είναι πολύ σημαντικοί», σημειώνει, κι αναφέρει τον Alexander Payne, τον Phaedon Papamichael και βέβαια τον πρόεδρο της Fox, τον Jim Giannopoulos. «Αλλά οι περισσότεροι δεν θέλουν να ασχοληθούν με Έλληνες», συμπληρώνει, «γιατί οι πρώτοι Έλληνες που είχαν έρθει, τους ρωτάγανε “πώς μπορείς να με βοηθήσεις”, και δεν καταλάβαιναν ότι εκεί δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανείς. Δηλαδή, εντάξει, όταν ο Payne κάνει το Rushmore και αποδεικνύει στον Giannopoulos ότι είναι καλός, νομίζω αυτός θα τον υποστηρίξει λίγο παραπάνω. Αλλά η ταινία κάνει 100 εκατομμύρια δολάρια ρε φίλε και σόρι, δεν θα σε βοηθήσει απλώς επειδή είσαι Έλληνας. Γιατί να το πάρει ο Έλληνας;».
Εθιμοτυπικά, τον ρωτάω ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν Έλληνα στο Hollywood, αν κι η απάντηση είναι γνωστή: η προφορά. «You have to sound American», μου λέει, κι ακούγεται Αμερικάνος. «You gotta be one of the boys. Γιατί στο τέλος της ημέρας, το 90% των ταινιών είναι πολιτική προπαγάνδα. Με την καλή έννοια δηλαδή, ότι ρε παιδί μου, στο τέλος της μέρας, την κατάσταση πρέπει να την σώσει ο Αμερικάνος. Κι είναι λογικό, γιατί όταν κάποιος είναι ήρωας, πρέπει το κοινό της Αμερικής να τον νιώθει ως δικό του παιδί». Η μεγαλύτερη αγορά των αμερικανικών ταινιών είναι έξω απ’ την Αμερική, βέβαια. «Συμφωνώ. Δεν το έχουν καταλάβει ακόμη αυτό. Θα το καταλάβουν».
Θυμάμαι μια ιστορία που έλεγε η Κατερίνα Βρανά, μάλλον η μεγαλύτερη stand up comedian που έχει εξάγει η χώρα, κι η οποία είχε πάει κάποια στιγμή στην Πόλη των Αγγέλων, για οντισιόν για έναν μικρό ρόλο μιας δούλας σερβιτόρας στην Τροία του Wolfgang Petersen. Δεν τον πήρε, γιατί τους φάνηκε πολύ σκούρα για Ελληνίδα. «Καλά, κι εγώ έχω πάει για το ρόλο στο Spartacus», μου λέει, «και μου έχουν πει ότι παραδείχνω Έλληνας: “You look too Greek”. Και τους λέω μα ο Σπάρτακος Έλληνας ήταν. Μου λέει ήταν Ρωμαίος. Καλά, λέω, δεν θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση τώρα, Έλληνας ήταν, και μάλιστα απ’ τη Θράκη, αλλά εν πάση περιπτώσει, σας ευχαριστώ πολύ κι αντίο».
Τι ιστορία κι αυτή, με τις χλαμύδες και τα σανδάλια που τα πήρε το Hollywood και τα έκανε όπως το βόλευε. «Κοίτα, οι άνθρωποι πλήρωσαν 200 εκατομμύρια δολάρια», μου λέει, «ας πιάσουμε να κάνουμε κι εμείς τους 300 και να πάμε να τους δείξουμε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα λένε. Κι επιπλέον, δεν είμαστε ιστορικοί, we’re not historians κυρία μου, όπως έλεγε κι ο Werner Herzog». Και πάνω που νομίζεις ότι ο πραγματισμός του φτάνει να γίνεται κυνισμός, συμπληρώνει: «Εμένα το όνειρό μου είναι να πάρουμε οι Έλληνες κάποια στιγμή τις ιστορίες στα χέρια μας». Οι ιστορίες βέβαια, είναι εκεί έξω. Το θέμα είναι τι θα τις κάνουμε όταν τις πάρουμε στα χέρια μας. «Ναι ρε παιδί μου, αλλά πάρ’ το και πάμε να το κάνουμε ταινία. Δηλαδή ο Κακογιάννης τι ήταν; Δεν ήταν κανένας δισεκατομμυριούχος. Έκανε όμως την Ιφιγένεια και πήγε για Όσκαρ. Κι έκανε και την Ηλέκτρα και πήγε για Όσκαρ. Οι παραγωγές δεν ήταν τίποτα blockbusters. Αλλά, ήταν ο Κακογιάννης. Είχε ένα όραμα».
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Δυο ονόματα μου λέει: Γιάννης Οικονομίδης , και Γιώργος Λάνθιμος, αυτοί είναι. Κι ένα τρίτο: Χρήστος Κωνσταντακόπουλος. «Για μένα είναι ο σημαντικότερος Έλληνας παραγωγός», λέει για τον επί κεφαλής της Faliro House Productions, που όχι απλώς έχει φέρει στην οθόνη τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επιτυχίες της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής, αλλά έφερε και στην Ελλάδα μερικά απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της διεθνούς καλλιτεχνικής σκηνής. «Ξέρεις, για μένα οι παραγωγοί είναι οι αφανείς ήρωες και καμιά φορά είναι καλό να τους θυμόμαστε. Όταν κουβαλάει ένας άνθρωπος όλο το ελληνικό σινεμά στην πλάτη του, καλό είναι να τον θυμόμαστε δηλαδή. Κι όταν πάει για Όσκαρ με το Before Midnight / Πριν τα Μεσάνυχτα, που ήταν να γυριστεί στην Ιταλία και το έφερε αυτός στην Ελλάδα, καλό είναι να τον αναφέρουμε καμιά φορά. Αυτές δεν είναι κινήσεις που προωθούν την Ελλάδα; Που προωθούν τον τόπο μας;».
Σ’ αυτήν την δημιουργική Ελλάδα εντοπίζει κι ο Theo Alexander την έμπνευση για τους ρόλους όνειρα που έχει από ‘δω και πέρα. Κατ’ αρχήν, ξεκινώντας με το Amazons, για το οποίο βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με τη Fox, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Sony και την βοήθεια των παραγωγών του Breaking Bad και του Forrest Gump. «Το Amazons είναι ένα project που έγραψα εγώ, ένα εξάωρο mini-series βασισμένο στον έρωτα της Πενθεσίλειας, βασίλισσας των Αμαζόνων, και του Αχιλλέα, με τον οποίο συναντιέται κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, και το story θέλει να επιζούν του πολέμου και παρακολουθεί το μετά». Παράλληλα, o Theo κρατάει το όνειρο ζωντανό για την κινηματογραφική μεταφορά του Καπετάν Μιχάλη, την οποία γράφει με την βοήθεια του δημιουργού του Dexter, James Manos Jr, ενώ ακολουθώντας το παράδειγμα του Κωνσταντακόπουλου με το Before Midnight και τη Μεσσηνία, ετοιμάζεται κι ο ίδιος να απλώσει στην οθόνη τα τοπία της Μάνης.
«Κάνω την πολύ σημαντική για εμένα πρώτη μου ταινία», λέει για το project που έχει στα σπάργανα. «Είναι βασισμένη σε ένα μοιρολόι του 1930, μια αληθινή ιστορία, μια ιστορία δικιωμού –έτσι λέμε στη Μάνη της βεντέτες, δικιωμούς. Μαζεύω λοιπόν τους δικούς μου Avengers, να κατέβουμε στο χωριό του παππού μου και να πάμε για μάχη». Το όνειρά του όμως, δεν τελειώνουν στη Μάνη, ούτε στον Καπετάν Μιχάλη. Η Έξοδος του Μεσολογγίου φαίνεται να είναι το μεγάλο του στοίχημα. Κι αν πρέπει να αλλάξει ένα πράγμα στην παραγωγή στην Ελλάδα, αυτό είναι το «να μην μπαίνει ταβάνι στα όνειρα. Θες να κάνεις την Ιλιάδα; Γράψε και δούλεψε να κάνεις την Ιλιάδα. Θέλω να κάνω εγώ το Μεσολόγγι μια μέρα; Να κάτσω και να έχω όνειρο κι ας μου λένε ότι δε γίνεται. Με το “δεν γίνεται” δεν πας πουθενά».
Άλλωστε, τα “δεν γίνεται” που έγιναν, είναι που άλλαξαν τον κόσμο. «Για μένα, στο τέλος της ημέρας, η δουλειά κάθε καλλιτέχνη είναι να εμπνεύσει τον επόμενο. Γιατί, ξέρεις, η παράδοση, αυτό που μένει δηλαδή, είναι το τι δίνεις, όχι το τι παίρνεις. Αλλά φαίνεται ότι πολλοί δεν το έχουν καταλάβει. Γι’ αυτό και πολεμάμε μεταξύ μας. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την Αμερική. Εκεί, αν είσαι καλός δημοσιογράφος, εγώ κοιτάζω πώς το έκανες για να το κάνω καλύτερα. Κι έτσι ανεβαίνει όλο το επίπεδο του παιχνιδιού. Εδώ, πρέπει να πέσουν όλοι κάτω για να φανείς εσύ. Τεράστια διαφορά. Έχει τελειώσει όμως αυτό με την κατσίκα του γείτονα, ψοφίσαν ολωνών μας οι κατσίκες. Τώρα που κανένας δεν έχει κατσίκα, τώρα τι θα σκοτώσεις;».
Το φετινό 6ωρο workshop του Theo Alexander για ηθοποιούς και καλλιτέχνες του οπτικοακουστικού, με τίτλο Against Αll Odds, θα γίνει στην Αθήνα στις 14, 15 και 16 Ιούνιου, σε μέρος που θα αποκαλυφθεί σε όσους προλάβουν να εξασφαλίσουν συμμετοχή εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον τους στο Facebook του ηθοποιού.