Ένα χωριό χαμένο στο δάσος. Ένα μυστικό χαμένο στο δάσος. Μια ιστορία χαμένη στο δάσος. Ένας έρωτας χαμένος στο δάσος. «Το δάσος! Το δάσος!», όπως αναφωνεί κάποια στιγμή εκείνη η ηλικιωμένη που τα γνωρίζει όλα, τα περασμένα και τα τρέχοντα. Υπάρχουν ακόμη μύθοι με ξωτικά και με νεράιδες; Υπάρχουν ακόμη θρύλοι κρυμμένοι στα βουνά; Άλυτο! Εν έτει 2020, μέσα στον –επίσης άλυτο– τρόμο του ιού, την αήττητη ταχύτητα της τεχνολογίας και την καλπάζουσα καταστροφή του πλανήτη, ο σκηνοθέτης Μίνως Νικολακάκης ζητάει να κλείσουμε για λίγο την πόρτα «σε έναν κόσμο τερατώδη και σκληρό» και «να αφήσουμε τα μάτια μας να δουν, τα αυτιά μας να ακούσουν» μια ιστορία, ένα ανεμοψιθύρισμα και μια ψυχή που ταξιδεύει αλλού: στην άγρια φύση, στην πίστη, το συναίσθημα, τη μαγεία και τον αέναο κύκλο της ζωής. Δηλαδή αυτά που πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν όσο αυτός ο κόσμος αναπνέει, ό,τι κι αν του κάνουμε. Η ταινία του, «Άλυτη», βγαίνει στους θερινούς αθηναϊκούς κινηματογράφους μέσα στην εβδομάδα και μέσα στην πανδημία με την πίστη πως όλα θα πάνε καλά.
Επηρεασμένος από τους θρύλους της λαϊκής παράδοσης, τα παραμύθια των γιαγιάδων του αλλά και τη γοητεία που του ασκεί το σινεμά του φανταστικού, ο δημιουργός -με πορεία παράλληλη πολιτικού μηχανικού-, χτίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πάνω στη γέφυρα που ενώνει το ρεαλισμό με τη φαντασία, την καθημερινότητα με το άγνωστο, το πραγματικό με το υποθετικό, το θρίλερ με το όνειρο, την αλήθεια με τη δεισιδαιμονία, τον έρωτα με το ρομαντισμό. Ένας γιατρός (Προµηθέας Αλειφερόπουλος), στο αγροτικό του σε κάποιο απομονωμένο χωριό, ερωτεύεται τη νεαρή Δανάη (Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη) που πάσχει από μια σπάνια ασθένεια μετάλλαξης του δέρματός της και ζει βαθιά στο δάσος, μακριά από τους συγχωριανούς της, δακτυλοδεικτούμενη, καθώς «o Θεός σημάδεψε τους μιαρούς για να τους ξεχωρίζουμε», όπως επισημαίνει ο αστυνόμος.
Γερά θεμέλια και κολώνες με στέρεα υλικά, θέτουν τη βάση που επιτρέπει ελεύθερη και αρμονική ταλάντωση στη γέφυρα ως την κορυφή. Προφανώς το εγχείρημα πέτυχε –πώς άλλως το σημαντικότατο 44ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο θα καλούσε την «Άλυτη» σε παγκόσμια πρεμιέρα εκεί, ανοίγοντας τις πόρτες και στην αμερικανική διανομή της ταινίας; Ακολούθησαν τα φεστιβάλ της Βαρσοβίας, της Γκόα, της Κωνσταντινούπολης, αλλά και το φεστιβάλ του Φανταστικού στην Κορέα και βέβαια το δικό μας της Θεσσαλονίκης που του χάρισε πέρσι τον Νοέμβριο και το βραβείο Best Location για αυτό το υπέροχο δάσος-χάρμα οφθαλμών μέσα στο οποίο τη γύρισε.
https://www.youtube.com/watch?v=ueXMf46TSZw&feature=youtu.be
Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις το δάσος των ονείρων σου και πώς το ανακάλυψες τελικά στον Πάρνωνα;
Σε μία ταινία χαμηλού προϋπολογισμού σαν τη δική μας, όλα ήταν συνάρτηση του κόστους γυρίσματος σε μια τοποθεσία μακριά από την Αθήνα. Είχαμε δει αρκετές περιοχές και θέλαμε να αποφύγουμε την «τουριστική» εκδοχή των ορεινών χωριών, όπως π.χ. είναι τα Ζαγοροχώρια. Θέλαμε να δείξουμε μια ξεχασμένη επαρχία αλλά και ένα δάσος ανθισμένο, ούτως ώστε η ατμόσφαιρα να έρχεται μέσα από το φως και όχι από το σκοτάδι. Στο καστανοδάσος του Κοσμά καταλήξαμε από έναν γνωστό μου ο οποίος ασχολείται με εργολαβικές επιχειρήσεις στο Λεωνίδιο και ταυτόχρονα έχει κτηνοτροφική μονάδα στον Κοσμά. Η συμβολή του Νίκου Λάτση και της οικογένειάς του ήταν ανεκτίμητη γιατί μας οδήγησε μέσα από κρυφά δύσβατα μονοπάτια του βουνού, σε μαγικά ξέφωτα. Σύμφωνα με τους μύθους, ο Πάρνωνας ήταν και η κατοικία του Πάνα, και είχε εμπνεύσει ιστορίες και θρύλους του παρελθόντος. Συνεπώς ήμασταν ενθουσιασμένοι που κάθε μέρα αποτυπώναμε ένα κομμάτι αυτής της μαγείας στην ταινία μας. Το βραβείο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν μία αναγνώριση ότι η αύρα του δάσους πέρασε και στη μεγάλη οθόνη.
Πώς ένας νέος σκηνοθέτης σε μια νέα εποχή, εμπνέεται στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία από μύθους και παραδόσεις, κάτι που συνήθως αφήνει αδιάφορη τη σύγχρονη γενιά της υπερπληροφόρησης και του διαδικτύου; Έχεις σκεφθεί καθόλου μήπως αυτή η νέα γενιά δεν ανταποκριθεί στην ταινία σου;
Τα παραμύθια στον κινηματογράφο και γενικότερα οι ταινίες του φανταστικού, είναι για μένα ένας ιδιόμορφος και γοητευτικός τρόπος να ξεδιπλώνονται ανθρώπινες ιστορίες. Οι αφηγήσεις των γιαγιάδων μου, οι οποίες είχαν μια δόση μεταφυσικού και δεισιδαιμονίας αλλά πάντα είχαν συμβεί σε κάποιον που γνωρίζαμε, ήταν καταλυτικές στο να μου φυτέψουν το σπόρο για τέτοιου είδους ταινίες.
Μία καλοκουρδισμένη ταινία φαντασίας, όπως και οι παραλογές ή οι αφηγήσεις των παλαιών, κρύβουν μέσα τους πάντα ένα «δίδαγμα» και μία αρχέτυπη ιστορία. Ως θεατές μπορούμε να επηρεαστούμε σε ένα πολύ περιορισμένο βαθμό από τα αφηγηματικά γεγονότα τρόμου, φαντασίας και μεταφυσικού. Η αίσθηση αυτή όμως μεγεθύνεται όταν τα προβάλλουμε πάνω σε χαρακτήρες με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε και σε μια συνθήκη την οποία έχουμε ζήσει. Τότε όλα ξαφνικά αποκτούν νόημα.
Στην «Άλυτη» λοιπόν υπάρχει μια ερωτική σχέση ανάμεσα σε έναν γιατρό και μία κοπέλα που έχει ζήσει όλη της τη ζωή μέσα στο δάσος. Ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους και η σχέση τους περνάει από διάφορα στάδια, με τα οποία θα ταυτιστεί η νέα γενιά, γιατί τα στάδια αυτά αποτελούν «μεταφυσική» προέκταση, άλυτων πολλές φορές καταστάσεων, που ζούμε όλοι στις σχέσεις μας.
«Άλυτη» το όνομα του χωριού, άλυτη και η ηρωίδα. Γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο;
Δίνει μία αίσθηση μυστηρίου, καθώς εκκρεμεί μία λύση. Επίσης, κατά τη λαογραφική παράδοση, ήταν μια ευρεία ορολογία που περιλάμβανε τόσο τους μιαρούς όσο και τα άτομα που για τον περισσότερο κόσμο ήταν τυλιγμένα σε ένα πέπλο μυστηρίου, εκείνους που χαρακτήριζαν «περίεργους» ή «μη-κανονικούς», λες και δεν μπορούσε να βρεθεί ένας τρόπος να επιλυθεί το πρόβλημά τους και η κατάστασή τους. Συχνά επίσης, ελληνικά τοπωνύμια έχουν πάρει το όνομά τους από κάποιο γεγονός που συμβαίνει εκεί. Όπως στην ταινία μας, η παρουσία μιας «άλυτης» κοπέλας. Ο πρωταγωνιστής μας προσπαθεί να είναι ο ένας που θα βρει αυτή τη λύση, η οποία όμως έρχεται με τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ ότι κάποιος θα περίμενε.
Έχω την αίσθηση ότι ένας από τους λόγους που έκανες την «Άλυτη», είναι και για να μιλήσεις για τη διαφορετικότητα η οποία ακόμη, στη σύγχρονη εποχή μας, δοκιμάζεται από το ρατσισμό, τον συντηρητισμό, τις προλήψεις και προκαταλήψεις (ακόμη και τις δεισιδαιμονίες)…
Η διαφορετικότητα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της «Άλυτης», καθότι τα χωριά (ως μικρογραφία οποιασδήποτε κοινωνίας) ήταν κλειστές κοινωνίες και η γνώμη της πλειοψηφίας όριζε τί είναι το κανονικό και τί όχι. Ταυτόχρονα η πρωταγωνίστρια ξεδιπλώνει τη φύση της και τα μυστικά της καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και σίγουρα δεν είναι αυτή που την κατηγορούν. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε χαρακτήρες πολυεπίπεδους, και πολλά από τα πράγματα που συμβαίνουν είναι μέσα σε γκρίζες ζώνες για να προκαλέσουν συζητήσεις. Όπως και στην πραγματική ζωή, τα πράγματα δεν είναι άσπρα ή μαύρα και ο θεατής θα επιλέξει ποια πλευρά θα πάρει, ανάλογα με τις εμπειρίες του. Ζούμε σε μια εποχή τεταμένη αλλά και ενδιαφέρουσα, καθότι γίνεται ένας διαρκής επαναπροσδιορισμός σε πολλά πράγματα. Συνεπώς η διαφορετικότητα είναι μία σχετική έννοια, όλοι είμαστε διαφορετικοί και πολυεπίπεδοι, απλά κάποιοι αντιτάσσονται και απέναντι στις οικείες συμπεριφορές του συνόλου, οπότε πολλές φορές γίνονται οι «μιαροί» της καθημερινής ρουτίνας.
Επέλεξες ένα ρεαλιστικό πλαίσιο και τοπίο για να δώσεις μία φανταστική ιστορία. Είναι αυτή η χρυσή ισορροπία ρεαλιστικού-φανταστικού η οπτική σου ως σκηνοθέτη γενικότερα; Ποιοι είναι οι δημιουργοί που σε έχουν επηρεάσει;
Νομίζω πως αυτή η ισορροπία με γοητεύει, δε θέλω να μιλάω για περίεργα γεγονότα σε έναν περίεργο κόσμο, αλλά για περίεργα γεγονότα στον κόσμο που μας περιβάλλει. Έτσι κι αλλιώς η καθημερινή πραγματικότητα είναι πλέον από μόνη της αρκετά περίεργη. Μου αρέσει ιδιαίτερα να ασχολούμαι με το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι όταν αυτά τα περίεργα γεγονότα συμβαίνουν, κι ας μένουν ανεξήγητα. Ο Ροντ Σέρλινγκ με τη «Ζώνη του Λυκόφωτος» της δεκαετίας του ’60 ήταν μια πολύ βασική επιρροή για μια τέτοιου είδους αφήγηση, όπως και τα γραπτά του Ζοζέ Σαραμάγκου. Καθημερινές στιγμές όπου τα πάντα μπορούν ξαφνικά να συμβούν και να μας αποκαλύψουν ένα διαφορετικό πρόσωπο των ανθρώπων που γνωρίζουμε ή και του εαυτού μας επίσης. Νομίζω το σινεμά του φανταστικού έχει αρκετούς σκηνοθέτες που έχουν ασχοληθεί με αυτή την αφήγηση επιτυχημένα τελευταία.
Στην «Άλυτη» επιχειρήσαμε να συνδυάσουμε ετερόκλητα στοιχεία, το παραμύθι αλλά και το ρεαλισμό και να βρούμε μια τομή που θα μας έδινε μια ιστορία «μαγική» με μια αίσθηση ότι θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας. Γι’ αυτό το λόγο και διστάζω να κατηγοριοποιήσω την ταινία. Ρεαλιστικό «γειωμένο» παραμύθι ίσως. Τέτοιες ήταν και ταινίες που αγάπησα, όπως για παράδειγμα το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» του Κένζι Μιζογκούτσι και το «Ονιμπάμπα» του Κανέτο Σίντο.
«Η διαφορετικότητα είναι μία σχετική έννοια, όλοι είμαστε διαφορετικοί και πολυεπίπεδοι, απλά κάποιοι αντιτάσσονται και απέναντι στις οικείες συμπεριφορές του συνόλου, οπότε πολλές φορές γίνονται οι “μιαροί” της καθημερινής ρουτίνας».
Ποια ήταν η δυσκολότερη και ποια ή ομορφότερη στιγμή στη διάρκεια των γυρισμάτων και της υλοποίησης της ταινίας γενικότερα, αλλά και στη διάρκεια της φεστιβαλικής διαδρομής της ως σήμερα που βγαίνει στις αίθουσες; Ανησυχείς για την πορεία της εν μέσω πανδημίας;
Τα εκτός έδρας γυρίσματα είναι μαγικά, ιδιαιτέρως όταν σε «φιλοξενούν» τόσο θερμά οι ντόπιοι, όπως εμάς οι κάτοικοι του Κοσμά. Κάθε μέρα γυρίσματος ήταν ταυτόχρονα η ομορφότερη και η δυσκολότερη, γιατί έπρεπε να επιβιώσουμε σε ατίθασες και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, δύσβατα μονοπάτια, διερχόμενα ζώα, την περίοδο του Μαΐου που η φύση οργιάζει. Όλες αυτές οι δυσκολίες μας έκαναν πρακτικούς και φυσικά στο τέλος της μέρας το δάσος μας χάριζε απλόχερα τις ομορφιές του. Στη διάρκεια της φεστιβαλικής διανομής, η μεγαλύτερη χαρά ήταν η πρόσκληση, από τη μια στιγμή στην άλλη, στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, όπου άνοιξε έτσι τους ορίζοντες της ταινίας για διανομή -και φυσικά η διανομή της ταινίας στις αμερικανικές αίθουσες, τώρα, στα τέλη Αυγούστου. Σίγουρα η πανδημία με απασχολεί, αξίζει να σημειωθεί δε ότι η ταινία ήταν να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα μέσα στο Μάρτιο και έπρεπε να την αναβάλουμε. Οι σκηνοθέτες όμως νομίζω είναι συνηθισμένοι σε αναποδιές και στις αλλαγές προγράμματος και το να έχουμε την «Άλυτη» να ανοίγει τη νέα κινηματογραφική σεζόν, μόνο χαρά μου δίνει.
Είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους, μετά από μια γόνιμη πορεία με πέντε μικρού μήκους, αλλά και παράλληλης δουλειάς ως πολιτικού μηχανικού. Το τελευταίο ήταν μόνο για όρους επιβίωσης ή και γιατί το αγαπάς και κατά κάποιο τρόπο έπαιξε και αυτό το ρόλο του στην κινηματογραφική σου διαδρομή;
Η δουλειά του μηχανικού έχει πολλά κοινά με του κινηματογραφιστή. Καλείσαι να κάνεις το προσχέδιο μιας ιστορίας, να βάλεις γερά θεμέλια, να την χρηματοδοτήσεις και να την εκτελέσεις σωστά και οικονομημένα, τις περισσότερες φορές με λιγότερα χρήματα από όσα χρειάζονται. Επίσης πρέπει να ισορροπήσεις μια σειρά από ειδικότητες και να τους εμπνέεις για τον ίδιο κοινό στόχο. Πέρα από το βιοποριστικό κομμάτι, οι σπουδές μου και οι εμπειρίες μου ως μηχανικός με «προετοίμασαν» νομίζω με τον σωστό τρόπο. Επίσης με βοήθησαν να εμπνευστώ την επόμενη ταινία μου, την «Άσφαλτο». Μια ιστορία της πάλης των τάξεων που διαδραματίζεται σε μια μονάδα παραγωγής ασφάλτου. Ένα περίεργο συμβάν εκεί αλλάζει τις ισορροπίες ανάμεσα στον ξιπασμένο εργολάβο αφεντικό και έναν φουκαρά εργάτη. Είναι και αυτό μια ιστορία «μεταμόρφωσης», στο πλαίσιο της «Άλυτης». Όλα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια ενός ανεξήγητου φαινομένου. Συνδυάζω τα ετερόκλητα στοιχεία του τρόμου και του κοινωνικού ρεαλισμού, ελπίζοντας να καταλήξω σε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα έχει ζήσει την πάλη των τάξεων. Η ταινία στοχάζεται τις συνέπειες όταν αυτές οι τάξεις κλονίζονται συθέμελα.
Πανδημία: ένα εφιαλτικό σενάριο ταινίας, ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που γίνεται πραγματικότητα. Πώς βλέπεις να εξελίσσονται τα πράγματα στο σινεμά στην Ελλάδα και τον κόσμο;
Είναι κλισέ πλέον να πω ότι η πραγματικότητα έχει ξεπεράσει ακόμα και την πιο ξέφρενη φαντασία. Πάντα όμως με ενδιέφεραν αυτές οι ιστορίες γιατί αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων, κάτι που παρακολουθούμε όλοι μας το τελευταίο εξάμηνο με έκπληξη. Σίγουρα η πανδημία έδωσε σε αρκετούς ανθρώπους το χρόνο να αναθεωρήσουν τη ζωή και να στοχαστούν, αλλά μόνο η επιστροφή σε μία σταθερότητα θα δείξει ποιό πρόσωπο θα προτιμήσουν να έχουν.
Στο σινεμά στην Ελλάδα βλέπω πάντα ταραχώδεις ανακατατάξεις, είναι ένας άθλος να χρηματοδοτήσεις μια ταινία και να καταλήξει στις αίθουσες, αλλά γίνεται χάρη στους βασικούς χρηματοδοτικούς φορείς, μέσα στα όποια κύματα και προβλήματα περνάνε.
Αντίστοιχη δυσκολία βλέπω και στις διεθνείς ταινίες, ιδιαίτερα πρωτοεμφανιζόμενων, που στήνονται όλο και περισσότερο ως συμπαραγωγές. Ταυτόχρονα βλέπω και ελληνικές «μικρές» ταινίες να διαπρέπουν στα διεθνή φεστιβάλ και να κερδίζουν αυτό το στοίχημα. Όμως το στοίχημα με το ελληνικό κοινό είναι ένας αγώνας ο οποίος δίνεται κάθε μέρα. Έχω μια αίσθηση ότι τα πράγματα ίσως μπορούσαν να είναι λίγο πιο εύκολα, αλλά δε γνωρίζω γιατί αυτό δεν γίνεται…