«Πολλοί θα ήθελαν να είναι Μάικλ Τζόρνταν για μια ώρα ή για μια μέρα, αλλά ας το δοκίμαζαν για ένα χρόνο να δουν την γλύκα». Το έκτο επεισόδιο του Last Dance ξεκινά με τον MJ στα 90s να προσπαθεί να πετύχει σε διαδοχικά takes τον απαραίτητο συναισθηματικό τόνο στη φωνή προκειμένου να φαίνεται πειστική η προηγούμενη ατάκα. Μαζί με το πέμπτο, είναι τα επεισόδια που επιχειρούν να χωρέσουν την εικόνα του σταρ στο μεγάλο κάδρο, εξετάζοντας παράλληλα και την σκοτεινή πλευρά του μύθου. Αλαζονικές διαμάχες με άλλους σούπερ σταρ που οδηγούν σε μικροπρεπείς ίντριγκες, εγωιστική παρουσία στα αποδυτήρια των Bulls, απολιτίκ ουδετερότητα στη δημόσια σφαίρα, τζόγος και κακές παρέες. Ο σκηνοθέτης Τζέισον Έχιρ το κάνει πιο θαρραλέα απ’ ότι ίσως περιμέναμε, απόλυτα ελεγχόμενα, πάντως, τσαλακώνοντας τόσο όσο τη δημόσια εικόνα του πρωταγωνιστή (και στην ουσία συμπαραγωγού) Τζόρνταν.
Στις ΗΠΑ, το Last Dance έχει προκαλέσει φρενίτιδα εν μέσω πανδημίας: ξεπέρασε εύκολα το Tiger King ως το νο.1 doc του Netflix μέσα στο 2020, ενώ είναι ήδη το πιο δημοφιλές ντοκιμαντέρ στην ιστορία του ESPN, χώρια τον χαμό που αντιλαμβανόμαστε όλοι στα social media. Αλλά, όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, αποκρυσταλλώνεται σιγά σιγά και η σοβαρη κριτική. Από αρθρογράφους που μιλάνε για «πρότζεκτ ματαιοδοξίας», αλλά κι από τον Κεν Μπερνς (έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή ντοκιμαντερίστες, δημιουργό μεταξύ άλλων σπουδαίων του συγκλονιστικού The Vietnam War) που δήλωσε ότι «το Last Dance δεν συνιστά ούτε καλή δημοσιογραφία αλλά ούτε και καλή ιστορική έρευνα», ενώ ο ίδιος ποτέ δε θα επέτρεπε στον Τζόρνταν να δει όλα τα επεισόδια προτού βγουν στον αέρα.
Έκοψε ο Μάικ τον Αιζέα Τόμας από την Dream Team που προκάλεσε σοκ και δέος στη Βαρκελώνη το 1992; Προφανώς. Κι ότι η κουβέντα δεν έφτασε καν στο «ή εγώ ή αυτός», αλλά ο Τόμας κόπηκε προληπτικά πριν γίνει το τηλεφώνημα στον κύριο με το 23, μάλλον το κάνει χειρότερο. Άξιζε να είναι ο ηγέτης των Pistons σε εκείνη την μυθική ομάδα; Ασυζητητί, με μεγάλύτερη προτεραιότητα π.χ. από τον Τζον Στόκτον ή τον Κρις Μάλιν, μάλλον ως ο αμέσως επόμενος μετά τους τρεις μεγάλους (MJ, Μάτζικ, Μπερντ) βάσει τίτλων. Το Last Dance όλα αυτά τα υποννοεί, αλλά στο τέλος τα δικαιολογεί, εκβιάζοντας το συμπέρασμα ότι ο, όντως ιντριγκαδόρος κι «ανακατωσούρας», Αιζέα είχε κόντρα με όλους και θα χαλούσε την ωραία ατμόσφαιρα (κάποτε ως πρόεδρος της Ένωσης Παικτών είχε κόψει ένα διαφημιστικό «μονό» μεταξύ Μάτζικ και Τζόρνταν με εθνική τηλεοπτική κάλυψη, μόνο και μόνο για να την σπάσει στον MJ). Κάπως unfair όλο αυτό για την υστεροφημία του 59χρονου σήμερα «Ησαϊα» που είναι γέννημα-θρέμμα (και παίζει ρόλο αυτό στην ταραγμένη σχέση του με τον Τζόρνταν) των γκέτο της κακόφημης δυτικής πλευράς του Σικάγο.
Ήταν όντως ο Τζόρνταν ο τύπος που πρωτίστως αναζητούσε στα αποδυτήρια το καλό κλίμα (το “camaraderie” όπως λέει) που συνάντησε στην Dream Team; Αυτές τις μέρες, για να καταπολέμήσω το στερητικό σύνδρομο των μόνο δύο επεισοδίων την εβδομάδα, ξαναδιάβασα το The Jordan Rules. Είναι το βιβλίο που εξέδωσε το 1992 ο δημοσιογράφος Σαμ Σμιθ από το οποίο ξεκίνησε -σύμφωνα με το Last Dance– η αποδόμηση της εικόνας του Τζόρνταν ως “mr. Perfect”. Γραμμένο με ένα παλιομοδίτικο στυλ που φλερτάρει διαρκώς με τον «κιτρινισμό» (αλλά είναι τόσο απολαυστικό όσο το πιο ένοχο τζανκ φουντ που φάγατε ποτέ), έμεινε για πολλές εβδομάδες στη λίστα με τα best sellers των New York Times και είναι βασισμένο στο ρεπορτάζ-πρώτο χέρι ενός ρεπόρτερ που ακολουθούσε την ομάδα παντού κι αποφάσισε να καταγράψει το χρονικό της περιόδου 1990-91 που οι Bulls πήραν τον τίτλο. Και προφανώς είχε περισσότερες από μια πηγές που του μετέφεραν όσα γίνονταν όταν η πόρτα των αποδυτηρίων ή των δωματίων ξενοδοχείου έκλεινε. (Ο Τζόρνταν, όπως είδαμε, είναι πεπεισμένος ότι το «βαθύ λαρύγγι» ήταν ο Χόρας Γκραντ). Στις σελίδες του βιβλίου ο Τζόρνταν δεν είναι ένας ευχάριστος τύπος. Απαιτεί συνεχώς ειδική μεταχείριση, θέλει να έχει λόγο στο ποιος έρχεται και φεύγει από την ομάδα, κοροϊδεύει τους συμπαίκτες του για τις απολαβές τους, θέλει να κουβαλάει τους φίλους του στο αεροπλάνο και το πούλμαν (στο οποίο μπαίνει πάντοτε τελευταίος γιατί δεν γουστάρει να περιμένει κανέναν), ουρλιάζει στο προπονητικό τιμ όταν θεωρεί ότι τον κλέβουν στο σκορ που κρατάνε στις προπονήσεις, θέλει πάση θυσία να βγει πρώτος σκόρερ και φοβάται ότι η «τριγωνική επίθεση» είναι ένα κόλπο του Φιλ Τζάκσον για να τον εμποδίσει, ξεφωνίζει τους πάντες στον Τύπο αν το κρίνει σκόπιμο, μέχρι που χειροδικεί στον καημένο τον Γουίλ Περντού επειδή δεν έστησε καλά ένα σκριν. Όσο μεγαλώνει το σταριλίκι του, τόσο αποξενώνεται από τους συμπαίκτες του και τόσο εκείνοι τον σχολιάζουν πίσω από την πλάτη του.
Ακόμα και τα μισά να ισχύουν απ’ όλα αυτά (και υπάρχουν τέτοια δείγματα στο ντοκιμαντέρ, δείτε τον ως «Νονό» να μοιράζει τα «καλά» εισιτήρια του αγώνα στον άσημο Ράντι Μπράουν), σκιαγραφούν ένα συγκεκριμένο προφίλ που το Last Dance προσπερνά κάπως βιαστικά. Στην ιστορία, μάλλον δίκαια, θα μείνουν ως τα στοιχεία που περιγράφουν τον MJ, ανώριμο πριν το δαχτυλίδι. Δηλαδή, πριν τον Φιλ Τζάκσον.
Είχε ο Μάικλ Τζόρνταν πρόβλημα με τον τζόγο ή απλά ήταν μια βασική έκφραση του «προβλήματος με την ανταγωνιστικότητα», για το οποίο σχεδόν υπερηφανευόταν; Το Last Dance σχολ-λα-στι-κά στο έκτο επεισόδιο ξεδιπλώνει την φράση “people build you up to tear you down” («σε χτίζουν για να σε γκρεμίσουν») που λέει ο δημοσιογράφος Αχμάντ Ρασάντ, ο confidante στον οποίο έτρεχε ο Μάικλ Τζόρνταν όποτε ήθελε «να τα πει». Η πρώτη ισχυρή ρωγμή στην ηθική διάσταση ενός all-american προτύπου είχε συμβεί όταν ο Τζόρνταν σνόμπαρε την επίσκεψη των πρωταθλητών στον Λευκό Οίκο το 1991 για να παίξει γκολφ με κάποιον που αποδείχθηκε έμπορος ναρκωτικών. Ήταν δεδομένο ότι θα τον περίμεναν στη γωνία στην πορεία. Γιατί, σιγά σιγά, αναδυόταν κι ένα άλλο ερώτημα: μήπως ο Τζόρνταν τζογάρει και στο μπάσκετ;
Θα μπορούσε να είχε στηρίξει ο Μάικλ Τζόρνταν τον Χάρβεϊ Γκαντ για να γίνει ο πρώτος αφρομερικανός γερουσιαστής στη Βόρεια Καρολίνα το 1990 (και, κυρίως, για να μην εκλεγεί ο σεσημασμένος ρατσιστής Τζέσι Χελμς); Αυτή είναι μάλλον η πιο ουσιαστική κριτική που δέχεται στο Last Dance. Αλλά, νομίζω, ότι εκεί δίνει και την πιο ειλικρινή απάντηση. «Δε θεωρούσα ποτέ τον εαυτό μου ακτιβιστή, αλλά μπασκετμπολίστα. Κι αν αυτό είναι εγωιστικό, το δέχομαι». Κι όταν ολόκληρος Μπαράκ Ομπάμα τον δικαιολογεί με τακτ (και με το γάντι), ακόμα και το περίφημο “Republicans buy sneakers, too” («οι Ρεπουμπλικάνοι, αγοράζουν κι αυτοί αθλητικά παπούτσια», ατάκα σε χαλαρή κουβεντούλα μεταξύ παικτών που είχε δημοσιεύσει – ποιος άλλος;- ο killer Σαμ Σμιθ), τότε κι αυτή η κατηγορία παραγράφεται λόγω παρόδου 30ετίας.
Σκότώνονταν οι αφροαμερικανοί για ένα ζευγάρι Air Jordan στα late 80s-early 90s; Πριν βιαστείτε να το θεωρήσετε σχήμα λόγου, διαβάστε γι’ αυτήν την τραγική ιστορία πίσω στο 1989. Μπορεί να μην ήταν πρόθυμος να επηρεάσει κάποιο εκλογικό αποτέλεσμα, όμως ο Μάικλ Τζόρνταν υπογράφoντας με το ζόρι στη Nike το 1984 ξεκινούσε, φυσικά χωρίς να το ξέρει, ένα νέο κύκλο στη νεανική/αστική κουλτούρα. Με τεράστιο πολιτισμικό αντίκτυπο κι αδιανόητα οικονομικά αποτελέσματα. Η Nike περίμενε να βγαλει 3 εκατομμύρια δολάρια σε 3 χρόνια, τελικά τζίραρε 126 μόνο την πρώτη σεζόν – το υπερόγκο για την εποχή ποσό που πλήρωσε τον Μαικ ήταν τα πιο well spent 250.000 δολάρια στην ιστορία του αθλητικού μάρκετινγκ.
Air Jordan, λοιπόν.
Mια απλή -μα σατανική- ονοματοδοσία του μάνατζερ Ντέιβιντ Φολκ («θέλαμε να χειριστούμε έναν αθλητή ομαδικού σπορ με τον τρόπο που δουλεύαμε τους τενίστες»). Ο λόγος στον Γιάννη Χριστόπουλο, Digital & Creative Strategist στην Soho Square, τεθλιμμένο fan των Knicks και κυνηγό της χαμένης κιβωτού του στυλ για το απαραίτητο top-5.
«Αν και περιττεύει το intro εδώ, τα facts έχουν βαρυτική δύναμη μαύρης τρύπας: μιλάμε για τα παπούτσια που γέννησαν τη sneaker κουλτούρα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, αυτά που άλλαξαν ανεπιστρεπτί το fusion μόδας, αθλητισμού και μάρκετινγκ. Το κορυφαίο signature line προϊόντων στην ιστορία του νεότερου καπιταλισμού.
Το ακόλουθο ranking δε βασίζεται τόσο σε κριτήρια αισθητικής ή performance. Cultural impact is the name of the game.
Το πρώτο Air Jordan που κυκλοφόρησε χωρίς κανένα διακριτικό της Nike, ή αλλιώς, η γέννηση του μπίζνεσμαν Μάικλ Τζόρνταν. To παπούτσι του 2ου δαχτυλιδιού, μιας σεζόν με τίτλους MVP Κανονικής Διάρκειας αλλά και Τελικών. Τα κερασάκια στην τούρτα; Χρυσό μετάλλιο στη Βαρκελώνη με την original Dream Team και cameo στο “Jam” του Βασιλιά της Ποπ.
Το ζευγάρι του “The Shot” πάνω στον άτυχο Κρεγκ Ίλο. Η πρώτη παγκόσμια κυκλοφορία Air Jordan, με υλικά (nubuck δέρμα) που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί μέχρι τότε σε μπασκετικό παπούτσι. Αν και μόλις το 4ο μοντέλο της σειράς, η επιρροή στην ποπ κουλτούρα είναι ήδη τεράστια: “Yo man, your Jordans are fucked up!”.
Αυτά με το «λουστρίνι». Ένα από τα αγαπημένα σε απόδοση μοντέλα του “Air”, καθώς δεν το αποχωρίστηκε καθόλου για όλη τη σεζόν ‘95-96. Το design τους τα έκανε να φαίνονται σα να έχουν έρθει από άλλο γαλαξία – κάτι που δεν είναι κι εντελώς ψέματα: είναι τα Air Jordan του Space Jam. We believed we could fly.
Τα πρώτα. Τα «απαγορευμένα»*. Ο θρύλος λέει ότι η Nike πλήρωνε πρόθυμα το πρόστιμο των $5.000 ανά παιχνίδι NBA στη λίγκα, καθώς ο χρωματικός τους συνδυασμός δεν υπάκουε στους κανόνες της. 35 χρόνια μετά, οι επανακυκλοφορίες του σε κάθε πιθανή απόχρωση εξαντλούνται μέσα σε λίγα λεπτά και ακόμα και οι πιο επιλεκτικοί sneakerheads, υποκλίνονται στη διαχρονικότητά του.
Πολύ απλά, χωρίς αυτό το ζευγάρι, το Jordan Brand δεν θα υπήρχε σήμερα. Το πρώτο σχέδιο του θρυλικού designer Τάινκερ Χέιτφλιλντ (ο οποίος εξιστορεί τα πάντα στην 1η σεζόν του Abstract στο Netflix) κι αυτό που έπεισε τον MJ να παραμείνει στη Nike. Το πρώτο με ορατή «αερόσολα», το πρώτο με λογότυπο τη σιλουέτα του Ιπτάμενου Jordan, το πρώτο με iconic διαφημιστικό. To παπούτσι του καρφώματος από τη γραμμή των βολών. Δεν αρκούν όλα αυτά; Αρκεί ότι είναι το αγαπημένο του Air και η κουβέντα τελειώνει εκεί.
(Εύφημος μνεία σε: Air “The Flu Game” Jordan XII / Air “The Last Dance Finale” Jordan XIV)
* Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε πως τα πραγματικά «απαγορευμένα» Air Jordan δεν ήταν τα Ι (μιας και δεν φορέθηκαν ποτέ actually in-game), αλλά τα Nike Air Ship. Μόνο 2 ζευγάρια υπάρχουν στον πλανήτη…
Since it’s another #TheLastDance Sunday, I had to bring out the top kicks in my collection. True grails! One of the first two pairs of @Jumpman23 sneakers @Nike gave MJ in 1984. The real “Banned” Air Jordans (AKA the Air Ship). And no, I didn’t buy these! – AG pic.twitter.com/H97kAYuSCp
— GSM (@GoodwinSports) April 26, 2020
https://www.youtube.com/watch?v=bRFKhpMKX0E
(* Ύφος παππού δίπλα στο τζάκι *)
Ξέρετε, στο πρώτο θρι-πιτ των Bulls (και στο δεύτερο εδώ που τα λέμε) δεν είχαμε ίντερνετ για να ξυπνάμε το πρωί, να ανοίγουμε τα Ringer και τα Bleacher Report και να μαθαίνουμε τι είχε συμβεί λίγες ώρες πριν, αν δεν είχαμε καταφέρει να ξενυχτήσουμε για να δούμε το ματς. Υπήρχε πάντα η επιλογή να απομονωθείς (σαφώς πιο εύκολο τότε) και να μη μάθεις τίποτα μέχρι την προβολή σε μαγνητοσκόπηση, συνήθως το επόμενο απόγευμα. Αλλά, αν καιγόσουν, τι έκανες; Δορυφορική, CNN κι αναμονή για το αθλητικό δίλεπτο δελτίο που έπαιζε κάθε τρίωρο κι έδειχνε το σκορ με ελάχιστα στιγμιότυπα.
Εκεί είδα το τρίποντο του Τζον Πάξον που έδωσε το πρωτάθλημα το 1993 απέναντι στη φανταστική ομάδα του Φοίνιξ με τον Σερ Τσαρλς πιο ώριμο από ποτέ, την προσωπική αδυναμία Κέβιν Τζόνσον στο peak του, μέχρι και τον ταλαιπωρημένο από τα ναρκωτικά Ρίτσαρντ Ντούμας σε σύντομη αναλαμπή. Εκεί είχα μάθει ότι οι Bulls επέστρεψαν από το 0-2, με την πλάτη στον τοίχο απέναντι στη Νέα Υόρκη, ένα βήμα πριν στους τελικούς της Ανατολής – ίσως στην πιο physical μονομαχία της σύγχρονης εποχής του NBA. Τότε που οι Bulls έπαιξαν την παραπάνω μυθική άμυνα στον Τσαρλς Σμιθ, κόβοντάς τον 4 φορές σε 4 δευτερόλεπτα.
Ω, τα πλέι οφ του 1993, best ever?
(* έσβησε η φωτιά *)
Περισσότερο κι από το αν «είναι εύκολο να είσαι ο Μάικλ Τζόρνταν;», τα επεισόδια V&VI εξήγησαν «τι σημαίνει να είσαι ο Μάικλ Τζόρνταν;». Υποθέτω ότι οι περισσότεροι βλέποντάς τα είπαμε «ας απολάμβανα τέτοια δόξα, ας είχα τέτοια προνόμια λόγω της φήμης κι ας έβγαζα τέτοια λεφτά και θα έβρισκα τον τρόπο να ανταπεξέλθω στην αρνητική πλευρά της δημοσιότητας». Το έκτο επεισόδιο αφήνει τον Τζόρνταν να έχει ανέβει στο όρος Rushmore έχοντας πετύχει το πρώτο θρι-πιτ στο NBA μετά την παντοκρατορία των Celtics στα 60s. Κανείς δεν ξέρει (ούτε ο ίδιος;) ότι αυτά είναι τα τελευταία του παιχνίδια πριν αποσυρθεί. Λίγους μήνες μετά θα δολοφονηθεί ο πατέρας του.
Πώς θα προσεγγίσει το πιο ευαίσθητο απ’ όλα τα ζητήματα το Last Dance στα επεισόδια VII&VIII;