Δεν είναι εύκολο να διαφωνήσεις με τον Παύλο Τσίμα. Όχι μόνο γιατί αρθρώνει έναν ψύχραιμο λόγο, της μετριοπαθούς σύνθεσης και όχι της εντυπωσιοθηρικής απόρριψης, καθημερινά στο, για πολλούς, «επικηρυγμένο» δελτίο του MEGA. Ούτε καν γιατί οι σπουδές στη Νομική και η μακρά θητεία του στο ΚΚΕ τον προπόνησαν από νωρίς στην τεχνική της πειστικής καθοδηγησης. Αλλά γιατί μιλάει ήρεμα. Χωρίς μεγάλες αυξομειώσεις, με μερικές σχεδόν θεατρικές παύσεις και με μια παροιμιώδη ψυχραιμία που φανέρωνει έναν άνθρωπο σίγουρο για τα επιχειρήματα που εκφράζουν τις βασικές αρχές του και πολύ πυκνό στη διατύπωσή τους (κοινώς επίπονο στο να απομαγνητοφωνηθεί).
Συναντηθήκαμε με αφορμή το καινούριο του βιβλίο Ο Φερετζές και το Πηλήκιο (εκδ. Μεταίχμιο), μια έρευνά του πάνω στην ελληνική τηλεόραση που καταλήγει να συνδέεται και μοιραία να περιγράφει (και) τα χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής ζωης. Μιλήσαμε για την ιστορία της, τις αρνητικές ιδιαιτερότητές της, τη δική του σχέση με τα ΜΜΕ στα οποία βρέθηκε σχεδόν «εκτοπισμένος» από το πολιτικό γραφείο του ΚΚΕ, το βαθμό στον οποίο η δημοκρατία μας είναι τηλεοπτική και τέλος για τον δικό του απλούστατο ορισμό αριστεράς και δεξιάς. Την ίδια μέρα προβαλλόταν στην τηλεόραση η Έρευνά του για τη Χρυσή Αυγή σε Πέραμα και Λακωνία, «γιατί είναι λάθος να αποδίδουμε την άνοδό της μόνο στην κρίση, όταν σε ορισμένες περιοχές της χώρας είχε πάντα πολύ δυνατά ερείσματα αυτός ο ακροδεξιός λόγος».
Γιατί δώσατε τον τίτλο Ο Φερετζές και το Πηλήκιο στο βιβλίο σας; Ο τίτλος αναφέρεται σε δύο φράσεις που συνδέονται με την προϊστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Η πρώτη ανήκει στον Δημήτρη Ψαθά που όταν πρωτοδημοσιεύθηκε η είδηση περί ερχομού της τηλεόρασης στην Ελλάδα το 1951 (15 χρόνια πριν έρθει πραγματικά), έγραψε ένα καταπληκτικό χρονογράφημα στην εφημερίδα Τα Νέα με τίτλο «Όλα τα’ χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε». Το πηλίκιο έχει να κάνει με το πιο παράξενο χαρακτηριστικό της ελληνικής τηλεόρασης. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να διανοήθηκε να επιτρέψει στις ένοπλες δυνάμεις να έχουν δικό τους ραδιόφωνο και αργότερα δική τους τηλεόραση. Ακόμα και στις σοσιαλιστικές χώρες, μπορεί ο στρατός να έλεγχε κάποια ομάδα π.χ. ΤΣΣΚΑ Μόσχας, αλλά δικό του Μέσο δεν είχε.
Γιατί άργησε τόσο πολύ να έρθει η τηλεόραση στην Ελλάδα; Είναι μια απορία που διατρέχει το βιβλίο… Πήγαινα δημοτικό όταν εξέπεμψε πρώτη φορά το τηλεοπτικό σήμα. Έχω πολύ ζωηρή την ανάμνηση του κόσμου να στέκεται μπροστά στις βιτρίνες και να χαζεύει, έμενα στην οδό Πατησίων και το έβλεπα να συμβαίνει δίπλα στο σπίτι μου. Αργότερα, επειδή ήμουν ο πρώτος από την παρέα που είχε συσκευή στο σπίτι, θυμάμαι ολόκληρη την τάξη να μαζεύεται στο σαλόνι μου για να δούμε ποδόσφαιρο. Υπό την επήρεια αυτών των ρομαντικών αναμνήσεων δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ: γιατί στην Ιταλία το 1950, στην Ισπανία το 1956, στην Αλβανία το 1960 κι εδώ το 1966; Νομίζω η καθυστέρηση δεν έχει να κάνει τόσο με τις δεδομένα δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες, αλλά με το δέος που προκαλούσε το νέο μέσο που όλοι ήθελαν να ελέγξουν. Οι δημοκρατίες έλυσαν το ζήτημα θέτοντας κάποιους κανόνες, τα αυταρχικά καθεστώτα την υπέταξαν, η Ελλάδα ήταν κάπου στη μέση. Ήταν μια «μισοδημοκρατία». Είχε εκλεγμένη κυβέρνηση, στρατό που δεν της αναφερόταν, παλάτι που έκανε δική του πολιτική και μια αμερικανική πρεσβεία που έλυνε κι έδενε. Ποιος από όλους θα έλυνε το αίνιγμα της τηλεόρασης;
Ακόμα κι ανάμεσα στους διανοούμενους υπήρχε διάσταση απόψεων... Στην Ιταλία εκείνης της εποχής το πιο δημοφιλές πρόγραμμα ήταν το Canzonissima που έβλεπαν την Κυριακή το βράδυ μετά τα ματς. Σόου σαν κι αυτά που ήρθαν στην Ελλάδα τριάντα χρόνια μετά π.χ. με τη Ρούλα Κορομηλά. Ξέρεις ποιος το παρουσίαζε τότε στην Ιταλία; Ο Ντάριο Φο, βραβευμένος με νόμπελ λογοτεχνίας, από τους σπουδαιότερους ανθρώπους του παγκοσμίου θεάτρου. Πίστευε ότι μέσω του ελαφρού αυτού του προγράμματος παρεμβαίνει πολιτιστικά. Στην Ελλάδα οι διανοούμενοι ήταν πολύ ψηλομύτες. Κι αυτό (σ.σ. γελάει) δείχνει μάλλον ότι είχαν κακή εικόνα για το λαό. Θεωρούσαν ότι το νέο μέσο θα υποβαθμίσει το πολιτιστικό επίπεδο και, φυσικά, φοβούνταν τις νέες ευκαιρίες προπαγάνδας. Ο Παπανούτσος ήταν που είπε «μην τη φοβάστε, η τηλεόραση θα γίνει δύναμη δημοκρατίας».
Μετα από λιγα χρόνια η ερώτηση είχε μεταλλαχθεί. «Αν είχαμε τηλεόραση από το 1958, θα είχε γίνει το πραξικόπημα του 1967;». Αν το σκεφτούμε εκ των υστέρων, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα ευρωπαϊκής χώρας στην οποία να επιβλήθηκε δικτατορία ενώ υπήρχε τηλεόραση.
Κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λαϊκή δοξασία των ημερών που κάνει λόγο για «τηλεοπτική δημοκρατία» ή, ακόμα χειρότερα, για «τηλεοπτική χούντα»… Από τη δεκαετία του ’50 η Ελλάδα είναι δέσμια των μύθων που η ίδια κατασκευάζει για την τηλεόραση. Της απέδιδε διαστάσεις τρομακτικές, οι πολιτικοί την τρέμανε αλλά και την ορέγονταν, κάτι που δεν έχει αλλάξει ως τις μέρες μας. Που ακόμα πιστεύουμε ότι η τηλεόραση ελέγχει τα μυαλά των ανθρώπων που τη βλέπουνε.
Θα έρθουμε πιο μετά σ’ αυτό, στο μεταξύ πότε αποκτήσαμε «κανονική» τηλεόραση στην Ελλάδα με δεδομένο ότι ένα χρόνο μετά το ξεκίνημά της ήρθε η χούντα; Κατά κάποιον τρόπο ποτέ δεν ευθυγραμμίστηκε με τη διεθνή πραγματικότητα. Κυρίως λόγω της επταετίας. Η χούντα αδιαφόρησε για το ψυχαγωγικό πρόγραμμα εκχωρώντας το πλήρως στους διαφημιστές, εισπράττοντας κάτι σαν ενοίκιο και αφήνοντας τα κέρδη σε εκείνους. Ασχολιόταν μόνο με τις «ενημερωτικές» εκπομπές κι αυτές περνώντας τες από τη στρατιωτική λογοκρισία. Αυτό δεν ήταν κανονική τηλεόραση, ασφαλώς.
Στις κοσμογονικές αλλαγές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ας πούμε στη δεκαετία του ’80, γιατί δεν άλλαξε και η πολιτική προσέγγιση της δημόσιας τηλεόρασης; Ε, μετά έλειψε και ο φερετζές και το πηλήκιο. Επιστρατεύθηκαν μυθικά πρόσωπα του ελληνικού πολιτισμού όπως ο Οδυσσέας Ελύτης ή ο Τάκης Χορν, ακόμα και διακεκριμένα στελέχη από το εξωτερικό όως ο Σερ Χιου Γκριν του BBC, για να ξεκινήσουν το πράγμα από την αρχή. Κανείς πολιτικός όμως δεν παρέκαμψε τις κλασικές ελληνικές πελατειακές σχέσεις. Όλοι σκέφτηκαν «έχω μια τηλεόραση που ό,τι της λέω λέει, κορόιδο είμαι να τη χάσω;».
Αυτό μπορεί να ήταν σκόπιμο το ’75, το ’78, άντε και το ’85, όμως μετά το 1989 και την ιδιωτική τηλεόραση είχε κάποια αξία; Απολύτως καμία. Αλλά αυτό είναι και το διαχρονικό πρόβλημα των ελλήνων πολιτικών. Δε βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους και δυστυχώς με τους πιο πετυχημένους.
Έχοντας διευθύνει εφημερίδες, περιοδικά και ραδιοφωνικό σταθμό, γιατί είναι η τηλεόραση το μέσο που αγαπήσατε τόσο ώστε να ασχοληθείτε ερευνητικά; Είναι πολύ μυστήριο πράγμα. Δουλεύω σε αυτή από το 1993, κι ακόμα δεν ξέρω τα μυστικά της. Αυτό που με ιντριγκάρει είναι ότι πρόκειται για ένα μέσο που καταλαμβάνει 4 ώρες από την ημέρα μας, αλλά παραμένει «καταραμένο». Πιστεύουμε ότι δεν αξίζει τον κόπο να σκεφτόμαστε γι’ αυτήν και την περιφρονούμε.
Δεν είναι λίγο μάταιο να το παράδεχεστε αυτό, εσείς που κατέχετε τη θέση-κλειδί του κεντρικού πολιτικού σχολιαστή; Γιατί είναι θέση-κλειδί αυτή του κεντρικού πολιτικού σχολιαστή;
Ε δεν είναι η καρδιά του ημερησίου προγράμματος το κεντρικό δελτίο είδήσεων; Κοίτα, οταν κάνεις ένα πολιτικό σχόλιο στο δελτίο ειδήσεων, έχεις απλώς ένα πλεονέκτημα σε σχέση με κάποια εκατομμύρια πολιτών που κάνουν το ίδιο. Το ότι σε βλέπουν ταυτόχρονα πολλοί άνθρωποι. Τελεία. Κατά, τα άλλα το σχόλιό σου έχει την ίδια αξία με οποιουδήποτε αλλου.
Αξία ίδια ναι, δύναμη; Τίποτα, απλά ότι το άκουσαν περισσότεροι. Μπορεί να κινητοποίησε τη σκέψη περισσότερων, αλλά δεν υπάρχει κανένας που να το κατάπιε αμάσητο.
Σε μια συνθηκη σαν τη σημερινή που επικρατεί πόλωση, που υπάρχουν μόνιμα δύο αφηγήσεις σε μετωπική σύγκρουση (π.χ. μνημονιακή-αντιμνημονιακή), που ακούμε παντού για success story ενώ πάνω από το 30% ζει σε καθεστώς απόλυτης φτώχειας, πώς μπορούμε να μικραίνουμε τόσο την επιρροή του τηλεοπτικού λόγου; Με ποια εφόδια «μασάει» το κοινό την πληροφορία πριν την καταπιεί; Καταρχάς, θεωρώ ότι υπάρχει πολυφωνία. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι όπως εγώ που δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο συγκρουόμενες αφηγήσεις που λες. Χωρίς να παριστάνω τώρα τον σοφό, ένα από τα πρώτα άρθρα μου στα Νέα τον Απρίλιο του 2010 έλεγε ότι αυτή η συνταγή θα ναι αδιέξοδη και θα δημιουργήσει περισσότερα προβήματα απ’ όσα θα λύσει. Επίσης, πίστευα ότι η κρίση είναι ευκαιρία, την οποία δεν αξιοποιήσαμε απλά επαναλάβαμε τον εαυτό μας στο κατώτερο επίπεδο. Μείναμε ίδιοι, αλλά φτωχότεροι.