Το ερώτημα έρχεται φυσικά. Δηλαδή, θα συζητούσαμε ποτέ γι’ αυτόν τον δίσκο εάν δεν υπήρχε ο οριακός επόμενος; Θα ψάχναμε ποτέ να βρούμε τις ρίζες του grunge στον εναρκτήριο δυναμίτη ‘Blew’ αν δεν είχαν αποστηθίσει μερικά εκατομμύρια έφηβοι σε όλον τον κόσμο τους στίχους του ‘About A Girl’, ακριβώς επειδή το είδαν σε εκείνο το ανεπανάληπτο MTV Unplugged; Ή θα τον είχαμε θαμμένο σε κάποιον φάκελο του εξωτερικού σκληρού δίσκου, μαζί με όλα τα downloads μιας (αρχειακής) χρήσης. Κοντά π.χ. στους, σχεδόν σύγχρονους, Καναδούς Eric’s Trip;
Από την άλλη, μήπως το Bleach θα αδικείται στον μουσικό αιώνα τον άπαντα, ακριβώς επειδή έρχεται πρώτο χρονολογικά (αλλά τελευταίο σε κάθε αναφορά); Το ότι με καμία δύναμη δε φέρει το ειδικό βάρος των επόμενων κυκλοφοριών, δεν είναι τελικά αυτό που το κάνει σύμβολο ενός ιδιότυπου Nirvana πιουρισμού;. Είναι το έργο που προηγείται του overground, του «ξεπουλήματος», της μετακόμισης στην αγκαλιά του David Geffen, της Courtney, των εξαρτήσεων, των απαιτήσεων από τη βιομηχανία, της μετατροπής της εικόνας της μπάντας σε δεκάδες διαφορετικά προϊόντα.
Τίποτα δεν είναι λάθος απ’ όλα αυτά. Αλλά και τίποτα σωστό, όσον αφορά την καθαρά μουσική αποτίμηση του ντεμπούτο άλμπουμ των Nirvana. Γιατί όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις έχουν το ελάττωμα κάθε post hoc ανάλυσης. Βάζουν τα aesthetics πάνω από τα ίδια τα τραγούδια.
Στο Bleach, με τον Chad Channing στα drums καθώς ο Dave Grohl έπαιζε ακόμα στους χαρντκοράδες Scream, οι Nirvana είναι επικίνδυνοι. Ο Cobain γκαρίζει με περισσότερη άγνοια κινδύνου από ποτέ. Η απελπισία που καθιερώθηκε/κατάντησε trademark εδώ δεν έχει να κάνει με το προσωπικό τέλμα, στο οποίο θα βυθιστεί αργότερα, αλλά με την αδράνεια που ψυχοπλακώνει εκείνον, την μπάντα και – σε μια τυπικά ρομαντική ροκ απλούστευση – τη γενιά. του. Δεν γουστάρει που φιλοξενείται τζάμπα στο σπίτι της τότε φιλενάδας του (… “but I can’t see you every night free”), γιορτάζει μηδενιστικά “I’m a negative creep/And I’m stoned” (‘Negative Creep’), παραληρεί επαναληπτικά “Won’t believe it/it’s just my luck” (‘School’). Οι συνθέσεις δεν έχουν αυτό το pop appeal που μέσα στην περιρρέουσα τραχύτητα εκτόξευσε το Nevermind, αλλά μάλλον κανείς δε δείχνει να ενδιαφέρεται εδώ για εκλεπτυσμό. Όμως, οι μελωδίες είναι εκεί, ενδιαφέρουν. Και κάνουν τη διαφορά.
Τα μέλη των Nirvana είναι 22-24 ετών. Θέλουν να κάνουν μια δήλωση, θεωρήστε το ‘No Recess’ ουρλιαχτό του ‘School’ ως τέτοια. Αλλά, παράλληλα παρότι δεν κόβουν τις γέφυρες με τη μεταλλική πλευρά του punk (βλέπε τους μέντορες Wipers στο ‘Scoff’), αδιαφορούν για το γραφικό machismo του hardcore (και το χλευάζουν στο ‘Mr. Moustache’). Όταν η πρώτη σου ever κυκλοφορία ξεκινά με το ανατολίτικο ριφάκι της διασκευής του ‘Love Buzz’ (των ολλανδών Shocking Blue – αυθεντικά ηχογραφημένο το 1969) παραδέχεσαι ξεκάθαρα μια indie ευελιξία που δεν σκοπεύει να αφομοιώσει την μιλιταριστική ομοιομορφία της οικογένειας των Black Flag που στα τέλη των ‘80s έχει ήδη καταλήξει ανέκδοτο από τον υπερβολικό μιμητισμό. Υπάρχει η διάθεση για πιο περίπλοκα/ «ευαίσθητα» τραγούδια (‘Paper Cuts’, ‘Sifting’)), υπάρχει μυθοπλασία στους χαρακτήρες (‘Floyd The Barber’), υπάρχει μια ολοκληρωμένη πρόταση που δεν μπορεί να κρύψει την ασυγκράτητη φιλοδοξία που εν τέλει επικοινωνούν τα μηδενιστικά τσιτάτα.
Όταν άκουσε το πρώτο τους demo ο Jack Endino, μηχανικός ήχου και βιβλική μορφή της σκηνής του Σιάτλ, πήρε τηλέφωνο τον συνιδρυτή της Sub Pop, Jonathan Poneman, και του είπε έκθαμβος «έχω μια μπάντα εδώ τόσο απίστευτη που δεν ξέρω τι να τους κάνω – δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι καλοί ή κακοί». Το τρίο από το Aberdeen γρήγορα θα επισκεπτόταν τα Sub Pop headquarters, το ‘Love Buzz’ εγκαινίασε το ιστορικό ‘Sub Pop Singles Club΄, αλλά η προσοχή του label δεν ήταν και τόσο στραμμένη στην παρέα του Cobain – σχετικά ανεπιτυχώς προσπαθούσαν να επιβάλλουν τους Mudhoney και χρωστούσαν λεφτά σε όλα τα συγκροτήματα του ρόστερ τους. Καλό το αντικορπορατικό προφίλ με το οποίο θα τους θυμόμαστε διαχρονικά (η πρώτη εντύπωση είναι αυτή που μένει, όχι;), αλλά στην αυγή των 1990s οι Nirvana ήθελαν συμβόλαιο. Ήθελαν, να γίνουν η «μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο», όπως ομολόγησαν σε κάποιον νομικό σύμβουλο στην b.N. (before Nevermind) εποχή. Βλέποντας λοιπόν ότι η Sub Pop – παρά τις σχεδόν 30.000 κόπιες που είχε πουλήσει το Bleach – αδιαφορούσε, πήραν σβάρνα τα γραφεία των majors με μια σειρά από τραγούδια που θα αποτελούσαν τον κορμό του επόμενου δίσκου. Οι έτεροι μέντορες Sonic Youth τους οδήγησαν στην Geffen Records, η οποία εξαγόρασε τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Sub Pop καταβάλλοντας $75.000. Και τα καλύτερα έπονταν…
Χωρίς το Bleach δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε πλήρως τη συνέχεια. Η επετειακή έκδοση για τα 20 χρόνια του που κυκλοφόρησε το 2009 με εξαιρετικό φωτογραφικό άλμπουμ, δύο outsiders/ bonus tracks (‘Big Cheese’, ‘Downer’) και το live της 9ης Φεβρουαρίου στο Pine Street Theatre του Πόρτλαντ, συστήνεται ανεπιφύλακτα για να καταλάβει κανείς που βρισκόταν η μπάντα όταν δεν είχε ιδέα ότι θα κατακτούσε τον κόσμο. Τολμώ δε να πω ότι το Bleach, σήμερα, ακούγεται -παρότι το γκρουπ το είχε αποκηρύξει ελαφρά στην αρχή- με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα επόμενα (προφανώς πληρέστερα, ιστορικότερα, καλύτερα) 2 άλμπου που ακολούθησαν. Ίσως γιατί είναι εκείνο που σε αφήνει να εστιάσεις στις μουσική. Κι όχι στις γύρω γύρω ιστορίες…