Το βράδυ όταν γυρνούσαν οι άλλοι δεν ἔλεγα τίποτα γιατί τότε πια δεν ανεβαίνουνε τα νερά. Μου άρεσε μάλιστα να τους κοιτάω που ήταν ήσυχοι και δεν ήξεραν. Μόνο ο άντρας μου με κοίταζε καμιά φορά.
Το τέλος του σπιτιού
Μια μέρα ο μεγάλος μου γιὸς είπε
«Το βράδυ δε θα γυρίσω σπίτι νωρίς»
Έβαλα τα μικρά να κοιμηθούνε
Και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι μας
Για πρώτη φορά
Ήταν παλιό
και το χειμώνα θα έσταζε με τις βροχές