Σα σε σκάλες γιγάντιες,
με όλα τα αίματα και τα δάκρυα,
ανεβαίνουμε προς τις λέξεις,
τις ιερές και μεγάλες,
τις κρυμμένες στην αστραπή και στον κεραυνό,
κοντά τους να μαζέψουμε τα φτερά μας.
Να σιγήσουμε και να φοβηθούμε,
ν’ ατενίσουμε της ψυχής μας τις αβυσσαλέες εκτάσεις.
Ένα ματωμένο, ένα ειρηνεμένο κουρέλι,
στων μεγάλων πυλώνων την είσοδο να σταθούμε,
μια νύχτα μόνο χωρίς δρόμο, χωρίς αίμα κι αγώνα,
με το μαύρο βλέφαρο μονάχα ανοιγμένο,
από την παγωμένη δρόσο των τόπων τούτων να πίνει,
απ’ τη γλύκα της νύχτας
κι από τον αόρατο θείο ζέφυρο,
βάλσαμο στ’ αδύναμα, αμαρτωλά βλέφαρά μας.