Ο Τσέχωφ, σε ένα από τα πρώτα του θεατρικά έργα, προβλέπει το εκρηκτικό, επαναστατικό, περιρρέον κλίμα της Ρωσίας στο γύρισμα του αιώνα. Γραμμένος στα τέλη του 1880 ο Ιβάνωφ αποτελεί μια θαυμάσια προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου Άμλετ. Η πλήξη έρχεται με μια μεγάλη ποικιλία γεύσεων στον Ιβάνωφ, αυτή την πρώιμη μελέτη του Τσέχωφ για τις ανεκπλήρωτες ζωές στις επαρχίες.
Σε μια εποχή με έντονα αντιφατικές και μεταβαλλόμενες συνθήκες η Άντζελα Μπρούσκου στήνει στην σκηνή του «Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής» μια παράσταση για τα όνειρα των ανθρώπων και την αισιοδοξία τους για έναν καλύτερο κόσμο. Η Άντζελα Μπρούσκου και η Παρθενόπη Μπουζούρη της ομάδας Θέατρο Δωματίου απαντούν στις ερωτήσεις της Popaganda για το έργο αλλά και την πορεία της ομάδας.
Το Θέατρο Δωματίου ιδρύθηκε το 1993. Ποιες ήταν οι ανάγκες ίδρυσης ενός τέτοιου καλλιτεχνικού σχήματος και ποιες επιθυμίες εκπληρώνονται μέσα από αυτό; Παρθενόπη Μπουζούρη: Το Θέατρο Δωματίου ιδρύθηκε αυθόρμητα από την ανάγκη να υπάρξουμε αυτόνομα σαν μια ομάδα νέων ανθρώπων που οραματιζόταν τον δικό της τρόπο να κάνει θέατρο. Είχαμε ανάγκη να συνεχίσουμε να εκπαιδευόμαστε, να διευρύνουμε τα μέσα μας, να πειραματιστούμε με τις φόρμες και την αισθητική. Να βρούμε το δικό μας ύφος και τη δική μας σκηνική γλώσσα. Να ξαναδιαβάσουμε το κλασικό ρεπερτόριο να συστήσουμε στο κοινό καινούργια δραματουργία. Να ανακαλύψουμε χώρους καινούργιους όχι συμβατικούς, καινούργιους ήχους άλλες ποιότητες έκφρασης. Ήταν η δεκαετία του 90… Ο κόσμος άλλαζε κι εμείς ψάχναμε έναν τρόπο να το αποτυπώσουμε στην τέχνη μας αυτό… Νομίζω υπήρξαμε συνεπείς… Είχαμε την χαρά να δούμε πολλά από τα όνειρά μας να πραγματοποιούνται… Αν και η πρώτη δεκαετία ήταν φρικτά δύσκολη…
Άντζελα Μπρούσκου: Ναι θέλαμε ένα δικό μας δωμάτιο όπως λέει και η Βιρτζίνια Γουλφ. Δεν καταφέραμε ποτέ να έχουμε δικό μας χώρο με την έννοια της ιδιοκτησίας. Όμως καταφέραμε να έχουμε έναν χώρο με την έννοια της δημιουργίας. Πρώτη παράσταση Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου.
Τι αναμνήσεις έχετε από αυτήν την παράσταση και από την περίοδο της «Κατάληψης των Καλλιτεχνών» στο κτίριο της Σχολής Καλών Τεχνών; Παρθενόπη Μπουζούρη: Ήταν η πρώτη φορά που ανέβαινα σε μια σκηνή! Και μάλιστα σκηνή που είχα βάψει και καρφώσει η ίδια! Δεν ξεχνιέται ποτέ! Θυμάμαι το ταβάνι να ανοίγει σε κάθε βροχή και να γίνεται καταρράκτης. Θυμάμαι τη γάτα που γέννησε στην κερκίδα…Τα χάρτινα λουλούδια του σκηνικού να παίρνουν φωτιά στην πρεμιέρα.. Την απόλυτη άγνοια κινδύνου… Το κόκκινο κρασί στο φουαγιέ πάντα δωρεάν.. Ήταν μία εποχή που συναντιόμασταν με πολύ πάθος, πολλοί καλλιτέχνες από διαφορετικούς χώρους. Στο Κτίριο Καλλιτεχνών συναντηθήκαμε με τον Δημήτρη Παπαιωάννου που έκανε τα σκηνικά – κοστούμια στο Μισάνθρωπο, τον Γιώργο Κουμεντάκη στην μουσική, τον Σωκράτη Σωκράτους που επιμελήθηκε την ζωγραφική του πατώματος και πολλούς φίλους που βοήθησαν έμπρακτα σ’ αυτή την παράσταση. Ήταν η αρχή και η μεγάλη προσδοκία ενός όνειρου… Θυμάμαι που επειδή ανάβαμε κεριά στο φουαγιέ κάποιος μπήκε γιατί νόμιζε ότι είναι οίκος ανοχής. Μια επικίνδυνη αρχή!Και όχι μόνο για αυτό!
Ποιες παραστάσεις αγαπήσατε περισσότερο στην πορεία του Θεάτρου Δωματίου; Παρθενόπη Μπουζούρη: Τον Μισάνθρωπο γιατί ήταν η αρχή. Την Μήδεια γιατί ήταν σχολείο. Το Ναι γιατί ήταν η έκρηξη προς τα έξω! Την Ηλέκτρα γιατί ήταν πρώτη φορά Φεστιβάλ Αθηνών και πρώτη φορά Πειραιώς. Τον Αγαμέμνονα γιατί ήταν η πρώτη Επιδαυρος. Το 4.48 Ψύχωση γιατί ήταν ένα άλμα στην υποκριτική.
Άντζελα Μπρούσκου: Αγαπώ όλες τις παραστάσεις γιατί καμία δεν έγινε τυχαία. Οι περισσότερες ήταν χωρίς επιχορηγήσεις. Οι δυσκολίες τεράστιες. Το Ναι της Μαργαρίτας Καραπάνου ήταν καθοριστικό για την πορεία μας. Ήταν η εποχή που αγωνιζόμασταν με όλο μας το είναι να πούμε.. Ναι υπάρχουμε! Και η ανταπόκριση από το κοινό ήταν συγκλονιστική. Όπως και η παράσταση Περιμένοντας τον Γκοντό… «κάτι για την Πείνα» στο υπόγειο του Bios. Μια παράσταση που αγάπησα και αγαπήθηκε πολύ. Η Εντα Γκάμπλερ στο Μπάγκειον. Ανακαλύψαμε αυτό το χώρο, που μου θύμισε την δύναμη ενός διαφορετικού μη θεατρικού χώρου όπως το Κτίριο Καλλιτεχνών της 3ης Σεπτεμβρίου.
Σήμερα ανεβάζετε τον Ιβάνωφ του Άντον Τσέχωφ στο “Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής”. Ποια η οπτική σας πάνω σε αυτό το πρώιμο έργο του Τσέχωφ; Άντζελα Μπρούσκου: Τα γραπτά του Τσέχωφ περιέχουν πολλές απεικονίσεις κατάθλιψης και ψυχικής δυσφορίας. Δεν θα μπορούσα να δω τον Ιβάνωφ ως μια κλινική περίπτωση ενός ανθρώπου που σήμερα θα έπρεπε να παίρνει χάπια ως ασθενής. Ως μια ψυχοπαθολογία. Ο παραλογισμός της καθημερινότητας που αντιφάσκει ανάμεσα στο σημαντικό και το τετριμμένο, η γελοιότητα και η ευκολία που κρίνεται κανείς από μια συμπεριφορά «ανεξιχνίαστη» για τους άλλους, είναι ίσως ο οδηγός για να κατανοήσουμε τον Ιβάνωφ του Τσεχωφ. Κάθε χαρακτήρας μέσα στο έργο έχει μια άποψη για τα προβλήματα του Ιβάνωφ και σε όλο το έργο έτσι προσφέρονται ποικίλες, και αμέτρητες ερμηνείες για το άτομό του. Αλλά τελικά ποιος είναι ο Ιβάνωφ; Πόσο πολύπλοκος είναι ο άνθρωπος; Πόσο το περιβάλλον μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδα ώστε να θέλει κάποιος να αυτοκτονήσει; Πως κάποτε ένας ενθουσιώδης νέος ξαφνικά χάνει την ορμή του και το πάθος για ζωή; Μέσα από αυτά τα ερωτήματα που θέτει ο Τσέχωφ κινήθηκε και η οπτική της παράστασης. Ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα που προσφέρει η ίδια η ζωή ως σκηνοθέτης.
Υπάρχουν Ιβάνωφ σήμερα, και αν ναι, ποιοι είναι αυτοί; Άντζελα Μπρούσκου: Βλέποντας το έργο σήμερα, εν δυνάμει όλοι μας μπορούμε να γίνουμε Ιβάνωφ. Με ωμέγα. Και όχι με όμικρον. Ίσως γιατί το ωμέγα είναι αρχή και τέλος. Όχι απαραίτητα με την τραγική του κατάληξη αλλά κυρίως με την ακύρωση που βιώνει ο καθένας μέσα στην καθημερινότητα. Ίσως γιατί οι μεγάλες, γενναίες πράξεις βρίσκονται στο περιθώριο και δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ίσως γιατί οι ιδεολογίες είναι ουτοπικές … ή πρέπει να είναι. Ίσως γιατί κανείς δεν γνωρίζει πόσο μπορεί να αντέξει μέσα στους αγώνες του, για να πραγματοποιήσει αυτά που ονειρεύτηκε. Ίσως γιατί από κάτι αρρωσταίνουμε και η θλίψη μας κυριεύει σαν δηλητήριο που υπονομεύει την ζωή μας.