—
Τ Α Ϊ Ζ Ο Ν Τ Α Σ Ζ Α Χ ΑΡ Η Μ Ι Α Μ Υ Γ Α
του Δημήτρη Χουλιαράκη
—
Ό,τι έμεινε απ’ το ξεθυμασμένο καλοκαίρι εσύ
που ζουζουνίζεις άτονα συνήθειο της φυλής σου
μέσ’ απ’ τις τραβηγμένες κουρτίνες
στα στόρια τα κλειστά του παραθυριού.
Ποιά δύναμη σκέφτηκα σε σπρώχνει ν’ αφήσεις
τη δροσερή ασφάλεια της μισοσκότεινης κάμαρας
για το σίγουρο θάνατο της αυλής και του δρόμου
όπου πουλιά του φθινόπωρου πεινασμένα
περιμένουνε λαίμαργα τα λιγοστά έντομα
όσα ξέμειναν και βέβαια εσένα.
Μια παρόρμηση στο ψυχρό τζάμι απαλά
να σε πιέσω μου λέει κάτι όμως με κρατά
το τέλος αυτό στη ζωή μου να δώσω·
συμπόνια; ή μήπως η ψευδαίσθηση πως
δυο κόκκοι ζάχαρη ταϊσμένοι σε σένα
να φέρουν πίσω μπορούν τον καιρό
η πλάνη πως γίνεται μια εποχή πεθαμένη
μεσ’ από τους νευρώνες των διάφανων
φτερών σου έστω για μια στιγμή
πίσω να φέρω ν’ αναστήσω.