popagnada_obradovic_5
Η συζήτηση για την αξιολόγηση κάποιου προπονητή περιέχει πάντα τη φράση: «τον προπονητή τον συνθέτουν και τον κρίνουν πολλά πράγματα: η προπόνηση, το κοουτσάρισμα, η διαχείριση παικτών και καταστάσεων, η προσωπικότητα, η επιλογή του ρόστερ, η δουλειά, ο τρόπος που χειρίζεται διοικήσεις, κόσμο και ΜΜΕ». Και η συνέχεια είναι η εξής: «κάθε προπονητής έχει δυνατά και αδύνατα σημεία, άλλος είναι καλός στην προπόνηση και στην τακτική, άλλος στην επιλογή παικτών»…  Για να καταλήξει τελικά κάπως έτσι: «μόνο ο Ομπράντοβιτς τα έχει όλα. Γι’ αυτό είναι ο Ομπράντοβιτς».
Είναι η κλασσική περίπτωση του ότι-και-να-πεις-θα-‘ναι-λίγο, ακόμη και για αυτούς που δεν εντυπωσιάζονται εύκολα. Και δεν είναι μόνο οι τίτλοι, ή οι διακρίσεις που μπαίνουν στη GOT ζυγαριά, όσο κάτι άλλο: το διαρκές κίνητρο. Ο Ζοτς δεν κάθισε ποτέ αναπαυτικά στις δάφνες του, ούτε στο γεγονός ότι και 30 χρόνια να περάσουν θα βρίσκει συμβόλαια στις κορυφαίες ομάδες της Euroleague. Και δεν είναι ότι κάθε χρόνο στόχευε ψηλά, στόχευε την κορυφή, αλλά κυρίως το γεγονός ότι κατέθετε ιδέες.
Από το 1992 που ξεκίνησε στην Παρτίζαν, ως το 2012 που ήξερε ότι θα αποχωρήσει από τον Παναθηναϊκό, ο Ομπράντοβιτς διαολόστειλε τις μανιέρες, τις κόπιες και τις καρικατούρες και δοκίμασε πράγματα, που εν συνεχεία έγιναν «βιβλίο οδηγιών» για τους υπόλοιπους.

Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τα στίγματα που άφησε ο Ομπράντοβιτς στην προπονητική θα καταλήγαμε στα εξής: 

  • Το ευαγγέλιο του pick-n-roll: ο Ομπράντοβιτς ήταν θιασώτης της συγκεκριμένης συνεργασίας. Του ψηλού-που-δίνει-σκριν-στον-κοντό-και-ρολάρει-δυνατά-στο-καλάθι, που έγινε τρόπος ζωής στο σύγχρονο μπάσκετ των 24”. Παλαιότερα το pick-n-roll ήταν η κατάληξη ενός συστήματος. Με τον “Ζοτς” έγινε η αρχή, η μέση και το τέλος. Δεν ήταν τρόπος εκτέλεσης, αλλά μέσο δημιουργίας. Μια ολόκληρη φιλοσοφία αναπτύχθηκε πάνω στις καταστάσεις που προκύπτουν από αυτή τη συνεργασία. Διαφορετικοί τρόποι, διαφορετικές συνθήκες, διαφορετικοί στόχοι. Δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι στις ομάδες του είχε πάντα μετρ του είδους (ΜαΝτόναλντ, Λάκοβιτς, Μουλαομέροβιτς, Διαμαντίδης, Σπανούλης, Γιασικεβίτσιους), ούτε ότι στα χέρια του κάποιοι εξελίχθηκαν σε τέτοιους (Νίκολας, Καλάθης, Μπετσίροβιτς).

  • Η αποθέωση του «4 έξω – 1 μέσα». Για πολλούς η ομάδα που έφερε την επανάσταση στο μπάσκετ κατά τη δυσκοίλια (σε ότι αφορά την αμυντική προσέγγιση και το ρυθμό) δεκαετία του ’90  ήταν η Ζαλγκίρις. Προσωπικά, θεωρώ ότι ήταν η Σερβία (ή μήπως λεγόταν Γιουγκοσλαβία τότε, έχασα το λογαριασμό) του ’98, εκείνη που κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην Αθήνα. Ο Ομπράντοβιτς λάνσαρε στον κόσμο το μπάσκετ με τους δύο γκαρντ στο παρκέ (Τζόρτζεβιτς-Ομπράντοβιτς) και έναν καθαρόαιμο σουτέρ στο “4” (Μιλένκο Τόπιτς). Η αποθέωση του μπάσκετ «τέσσερις έξω και ένας μέσα», όπου ο ένας μέσα ήταν ο Ζέλικο Ρέμπρατσα. Στο μπάσκετ των 24” όλες οι ομάδες χρησιμοποιούν δύο (και τρεις ακόμη όπως η Εθνική του Γιαννάκη) παίκτες που χειρίζονται τη μπάλα και διαχειρίζονται καταστάσεις pick-n-roll, ενώ πλέον οι περισσότεροι πάουερ φόργουορντ ανήκουν στην κατηγορία “stretch-four”, δηλαδή είναι οι παίκτες που α) ανοίγουν το γήπεδο γιατί διαθέτουν φονικό σουτ β) ξέρουν να πασάρουν τη μπάλα. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον Αντώνη Φώτση μόνο τυχαία δεν είναι ή συμπτωματική.
  • Αποστάσεις και συνεργασίες. Με βάση το προηγούμενο, οι ομάδες του Ομπράντοβιτς δίδαξαν τι σημαίνουν «αποστάσεις» στο μπάσκετ, λες και στην προπόνηση αντί για μπάλα έπαιζαν με τρίγωνα, διαβήτες και μοιρογνωμόνια. Οι παρουσία παικτών που σούταραν καλά, δημιουργούσαν ένα δυνατό πονοκέφαλο στους αντιπάλους, σε σημείο που το να παίξει για παράδειγμα ένας αντίπαλος επιθετικές άμυνες (πχ hedge-out στα pick-n-roll, δηλαδή ο ψηλός να βγει μακριά από το καλάθι για να αναχαιτίσει τον περιφερειακό) ήταν για τους προπονητές, ότι είναι το χαρακίρι για τους σαμουράι. Από εκεί και πέρα καθιερώθηκε ένα μπάσκετ γεμάτο συνεργασίες. Το ένας-εναντίον-ενός με πρόσωπο στο καλάθι πέθανε την ημέρα που έφυγε για τη Μπαρτσελόνα ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα και από τότε οι ομάδες του Ομπράντοβιτς έπαιξαν το άθλημα με διαρκείς συνεργασίες και διαδοχικές κινήσεις ανάλογα με το που βρίσκεται η μπάλα (για να διατηρηθούν οι αποστάσεις που λέγαμε), σαν να μοιάζουν με τον μποξέρ που σημαδεύει όλο το βράδυ με προσοχή και μεθοδικότητα τα πλευρά του αντιπάλου του.
  • Ένας για πέντε και πέντε για έναν. Ο θρύλος λέει ότι ο Ομπράντοβιτς και ο Ίβκοβιτς καθώς τα έπιναν σε ένα μπαρ είχαν βάλει στοίχημα ότι κάποια ημέρα θα κατακτήσουν την Euroleague με μια πεντάδα που θα έχει πέντε δίμετρους, όπου δηλαδή ο κάθε παίκτης θα μπορεί να παίζει όλες τις θέσεις. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Παναθηναϊκό μια από τις ιδέες του (ας τη βαφτίσουμε με το κωδικό όνομα «Τέπιτς») είχε να κάνει με τα ψηλά γκαρντ, που θα μπορούν να αλλάζουν στα σκριν και να εξαλείφουν τα μις-ματς (τις συνθήκες δηλαδή που ένας παίκτης έχει συντριπτικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου του είτε σε ταχύτητα, είτε σε δύναμη), κάτι που επιχειρεί φέτος στη Φενέρμπαχτσε με τους oversized Μπογκντάνοβιτς, Πρέλζιτς και Μπιέλιτσα. Λάτρευε πάντα να έχει στο ρόστερ του έναν τουλάχιστον ψηλό που να παίζει καλά με πλάτη στο καλάθι (Ρέμπρατσα, Λάζαρος Παπαδόπουλος, Τομάσεβιτς, Πέκοβιτς, Μάριτς, Βουγιούκας), αλλά και πάλι ήταν αυτός που είχε δείξει το δρόμο για το πως παίζεται το σύγχρονο μπάσκετ των κοντών/ευκίνητων σέντερ (Χάινς, Λάσμε, Σλότερ). Έπαιζε δηλαδή με τον Μάικ Μπατίστ στο “5”, έναν παίκτη που ξεκίνησε ως 3άρι και ήταν μόλις 2.03, way before it was cool.
  • Διάβασμα και ρόλοι. Δύο ήταν οι προπονητές που σφράγισαν την ταυτότητα του σπορ στην Ελλάδα. Πως έχουν οι Ιταλοί στο ποδόσφαιρο το κατενάτσιο και οι Ισπανοί αυτό το κουραστικό με τις πάσες; Ε, λοιπόν, η Ελλάδα στο μπάσκετ έχει κατοχυρώσει το παιχνίδι του «διαβάσματος». Αυτό το οφείλουμε στον Παναγιώτη Γιαννάκη και στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ο Ζοτς, λοιπόν, τελειοποίησε το «σκεπτόμενο μπάσκετ» κατά τη φράση του Αργύρη Πεδουλάκη. Δεν παίζουμε για να παίξουμε. Παίζουμε για να εκθέσουμε την αδυναμία του αντιπάλου. Οι περιφερειακοί να αγωνίζονται με πλάτη στο καλάθι (Μπετσίροβιτς, Διαμαντίδης), οι αντίπαλοι με τα αργά πόδια να δυσανασχετούν γιατί δεν μπορούσαν να σταυρώσουν 3 λεπτά συνεχόμενης παρουσίας στο παρκέ και πάει λέγοντας. Έτσι, λοιπόν, ο Παναθηναϊκός έφτασε να γίνει η απόλυτη ομάδα ρόλων. Έκαστος στο είδος του. Κι αυτό νομίζω ότι ήταν το πιο εντυπωσιακό. Κανείς δεν έκανε κάτι «έτσι», κανείς δεν έκανε κάτι στο οποίο δεν ήταν καλός, κανείς δεν έκανε κάτι περιττό. Ο Φώτσης επί Ομπράντοβιτς για παράδειγμα δεν πρέπει να ντρίμπλαρε ούτε στο ζέσταμα, παίκτες που δεν έπαιζαν pick-n-roll δεν σκέφτονταν καν να το επιχειρήσουν για-να-δείξουν-ότι-μπορούν. Κι αυτό νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό.

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος είναι αρχισυντάκτης του sport24 και προπονητής του ΑΟΝΑ.