Το να μιλάς για μουσική με έναν από τους πλέον επιτυχημένους διευθυντές ορχήστρας της χώρας, αλλά και της Ευρώπης, είναι ένα σπάνιο προνόμιο που σου μαθαίνει πράγματα και σου ανοίγει δρόμους στη σκέψη. Ο Γιώργος Πέτρου, μαέστρος της Καμεράτα, υποψήφιος για βραβείο Grammy με την ορχήστρα Il Pomo d’ Oro για την ηχογράφηση της όπερας Οττόνε του Χαίντελ, μιλά στην Popaganda για το πώς επιτυγχάνονται τα ακατόρθωτα, για το πώς στη μουσική δεν υπάρχουν αυτονόητα και στεγανά, και για ένα όνειρο που θα πραγματοποιηθεί στις 2 Φεβρουαρίου στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής: μια συναυλία – συνδυασμό κλασικής και ροκ, με την 4η Συμφωνία του πάνω σε θέματα του Heroes του David Bowie, και με το Κοντσέρτο για Γκρουπ κι Ορχήστρα των Deep Purple. Με την Καμεράτα, μια ορχήστρα που μοιάζει ικανή να πραγματοποιήσει και τα πλέον άπιαστα όνειρα.
Με πρωτοχρονιάτικη συναυλία άρχισε η χρονιά λοιπόν. Ναι. Η καθιερωμένη πλέον πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Καμεράτα στη λογική της πατροπαράδοτης πια πρωτοχρονιάτικης συναυλίας της Φιλαρμονικής της Βιέννης, με την υπέροχη μουσική από την αυτοκρατορική Βιέννη – όχι απαραιτήτως από την οικογένεια Στράους, αλλά μουσική της εποχής, καθώς και γύρω από την οικογένεια. Είναι μια συναυλία που την έχει λατρέψει ο κόσμος, γίνεται για τρίτη φορά και είναι πάντα sold out. Είναι νομίζω ένα από τα πιο ωραία ποδαρικά για τη νέα χρονιά, και μουσικά αλλά και ηθικά, γιατί το χρειαζόμαστε τόσο εμείς οι μουσικοί – και ειδικά οι μουσικοί της Καμεράτα – όσο κι ο κόσμος, οι φίλοι μας, που έρχονται και μας τιμούν με την παρουσία τους. Τη χρειαζόμαστε αυτή την αισιόδοξη νότα για την αρχή της νέας χρονιάς στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.
Έχει γίνει κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια, αλλά έτσι όπως πάνε τα πράγματα δεν μπορώ να μη ρωτήσω τι γίνεται με την Καμεράτα; Όπως το είπες. Είμαστε σε μια προσπάθεια εκτόνωσης μιας κατάστασης η οποία γίνεται τριών ετών: είμαστε χωρίς διοικητικό συμβούλιο, με ένα υπουργείο που ασχολείται – αξίζει να το πω, ασχολείται – κι ελπίζω αυτό να έχει αποτέλεσμα, να υπάρξει μια λύση στον κυκεώνα προβλημάτων που μαστίζουν αυτούς τους υπέροχους μουσικούς της Καμεράτα. Δεν ντρέπομαι να πω πως η Καμεράτα είναι μια από τις πιο δραστήριες ελληνικές ορχήστρες, και της αξίζει καλύτερη τύχη. Νομίζω πως θα της αποδοθεί αυτό που της αξίζει.
Αυτό το παράδοξο, μια ορχήστρα να είναι και δραστήρια, και σε πολύ υψηλά επίπεδα ποιότητας, και παρόλα αυτά να είναι διοικητικώς ακέφαλη και οικονομικώς επισφαλής, πώς γίνεται; Γίνεται γιατί ζούμε στην Ελλάδα! Όμως αυτό που κρίνει τα πράγματα είναι το αποτέλεσμα. Όσες δυσκολίες κι αν έχουμε περάσει μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια – οι οποίες φυσικά δεν δημιουργήθηκαν τώρα, έχουν τη βάση τους πολύ πριν, η Καμεράτα νοσεί από το 2008, κι η νοσηρότητα της κατάστασης είναι που οδήγησε το Διοικητικό Συμβούλιο σε παραίτηση το 2015- αν βρεθεί λύση θεωρώ πως όλα αυτά θα ξεχαστούν. Αν το αποτέλεσμα είναι αυτό που θέλουμε, τότε η δυσκολία γίνεται σκαλοπάτι και πείρα για όλους, όχι μόνο για αυτούς που εμπλέκονται άμεσα, αλλά και για τους παρατηρητές. Επαναλαμβάνω πως θέλω να πιστεύω πως η Καμεράτα θα πάρει αυτό που της αξίζει, και ότι η λύση του προβλήματος είναι πλέον ορατή και κοντά.
Στους λίγο μεγαλύτερους, και νομίζω πως είμαστε συνομήλικοι περίπου, στο μυαλό μας η Καμεράτα είναι συνδεδεμένη με το Μέγαρο Μουσικής. Πολύ συνδεδεμένη και πολύ πριν τη δική μου παρουσία στην Καμεράτα. Η Καμεράτα γεννήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, δημιουργήθηκε από πρωτοβουλία του, το εγκαινίασε και έζησε μερικές από τις πιο μεγάλες στιγμές δόξας του. Αλλά και το Μέγαρο έζησε στιγμές δόξας μέσω της Καμεράτα. Είναι πιο παιδί του Μεγάρου από ότι η ΚΟΑ. Είναι σαρξ εκ σαρκός του, και η λογική της θέση είναι στο Μέγαρο Μουσικής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Καμεράτα ανήκει στο Μέγαρο: έχει την ανεξαρτησία της, την καλλιτεχνική της υπόσταση, λειτουργία με μεγάλη επιτυχία και εκτός Μεγάρου και εκτός ελληνικών συνόρων, αλλά παρ’ όλα αυτά το σπίτι της είναι το Μέγαρο. Αυτό είναι κάτι το οποίο κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Γιατί όλοι εμείς, αρχής γενομένης από τον εαυτό μου, είμαστε παροδικοί και τουρίστες μέσα στην ορχήστρα. Η ορχήστρα είναι εδώ 26 χρόνια και θα συνεχίσει να είναι και τα επόμενα 26 – άσχετα αν θα υπάρχω εγώ, ή κάποιος άλλος διευθυντής στο Μέγαρο, ή κάποιος άλλος Πρόεδρος ή Υπουργός. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ μεγάλη ευθύνη για μας που αυτή τη στιγμή λειτουργούμε διοικητικά σε αυτό το σύνολο, γιατί μια απόφασή μας κι ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε επηρεάζει την πορεία του ελληνικού πολιτισμού, του οποίου η Καμεράτα είναι σημαντικό κομμάτι.
«Γιατί όλοι εμείς, αρχής γενομένης από τον εαυτό μου, είμαστε παροδικοί και τουρίστες μέσα στην ορχήστρα. Η ορχήστρα είναι εδώ 26 χρόνια και θα συνεχίσει να είναι και τα επόμενα 26.»
Τώρα που τα πράγματα για το Μέγαρο άλλαξαν, για την Καμεράτα πώς έχουν; Για την Καμεράτα αυτή τη στιγμή μένει να δούμε με ποιο τρόπο το σύνολο θα ενταχθεί στη νέα πραγματικότητα του Μεγάρου, αφού λυθούν τα προβλήματά του. Άρα είμαστε σε μια κατάσταση αναμονής, σκέψης και συζητήσεων για το ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της ορχήστρας εδώ. Δεν έχω να σου πω κάτι συγκεκριμένο.
Η αιχμή του δόρατος, κι η δική σου ως διευθυντή ορχήστρας, αλλά και της Καμεράτα, είναι η μουσική από το μπαρόκ ως το ρομαντισμό, χωρίς όμως να περιορίζεται εκεί το ρεπερτόριό σας. Θα έλεγα ότι αυτό ίσως αποτέλεσε ένα διαβατήριο για τη μεγάλη δισκογραφία. Δεν θεωρώ πως είναι η αιχμή του δόρατος στις ερμηνείες της ορχήστρας. Ήταν όμως ένα κλειδί που μας άνοιξε πόρτες των μεγάλων δισκογραφικών εταιριών και μας έφερε στ’ αυτιά εκατοντάδων χιλιάδων φιλόμουσων μέσω της διεθνούς δισκογραφίας. Αποτελεί όμως ένα από τα πολλά πρόσωπα που χαρακτηρίζουν την ορχήστρα αυτή τη στιγμή. Και σίγουρα είναι μια δραστηριότητα την οποία εγώ αγαπώ πάρα πολύ κι αποτελεί μεγάλο κομμάτι της δικής μου μουσικής οντότητας. Παρ’ όλα αυτά, όπως κι η Καμεράτα, έχω την ανάγκη να ξεφεύγω από αυτό το χώρο, ώστε μετά να επανέρχομαι σε αυτόν με μεγάλη χαρά – δεν μπορώ να αισθάνομαι ότι κάνω μόνο ένα πράγμα. Κάθε φορά θέλω να πειραματίζομαι και να τολμάω, και το ίδιο είναι και οι μουσικοί μας. Θέλουν να παίξουν και σύγχρονο ρεπερτόριο, και ποπ, και όλα.
Και πώς άνοιξαν οι πόρτες των μεγάλων δισκογραφικών; Οι πόρτες είχαν ήδη ανοίξει από τη συνεργασία μου με την Ορχήστρα Πατρών. Οπότε ερχόμενος στην Καμεράτα και επεκτείνοντας τις δραστηριότητές της στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας και στην όπερα, η εξέλιξη υπήρξε αλματώδης. Αυτό συνέπεσε με μια πολύ καλή περίοδο που η Καμεράτα μέσω των ηχογραφήσεων άρχισε να βγαίνει και στο εξωτερικό, οπότε το ένα λειτούργησε βοηθητικά προς το άλλο, οι ηχογραφήσεις βοήθησαν τις συναυλίες και το αντίθετο. Ξαφνικά μέσα σε τρία χρόνια η Καμεράτα άρχισε να θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά σύνολα με εξειδίκευση στις ιστορικές πρακτικές ερμηνείας στην Ευρώπη.
Θα ήθελα να εξηγήσουμε σε όλους τον όρο που χρησιμοποιείς. Ιστορική πρακτική ερμηνείας είναι η ερμηνεία που βασίζεται σε πληροφορίες που έχουμε από σύγχρονους του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπραμς, οι οποίοι ως μάρτυρες μας λένε πώς ερμηνευόταν η μουσική με τον αυθεντικό τρόπο. Το λέω πολύ απλοϊκά, αλλά είναι μια ολόκληρη επιστήμη και μια ολόκληρη φιλοσοφία, γιατί σε τελευταία ανάλυση μπορεί κάποιος να πει: «Ωραία, και γιατί πρέπει να το κάνω εγώ αυτό;» Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι η μουσική του Μπαχ παιζόταν σε τσέμπαλο κι όχι σε πιάνο. Άρα αν θέλω να είμαι ιστορικά πιστός, πρέπει να την ερμηνεύω σε τσέμπαλο. Πολύ ωραία. Αν ερμηνεύω σε πιάνο θα με πάει μέσα η αστυνομία; Ή είμαι λάθος;
Ποια είναι η απάντηση; Τίποτα δεν είναι λάθος κι όλα είναι αποδεκτά στην τέχνη. Όλα είναι θέμα γούστου κι έχουν να κάνουν με το αν μια καλλιτεχνική επιλογή λέει κάτι κι έχει έναν αποδέκτη. Όμως γνωρίζοντας τις πρακτικές της κάθε εποχής μπορούμε, μέσα από τα μάτια της εποχής εκείνης, να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη ερμηνεία η οποία λαμβάνει υπόψη πολύ περισσότερες παραμέτρους απ’ ότι αν λάμβανε υπόψη μόνο της σύγχρονης. Στην ουσία, ανοίγουμε τη βεντάλια μας και πηγαίνουμε πίσω, και βλέπουμε με ποιο τρόπο έπαιζε βιολί ο Μότσαρτ και πώς ακουγόταν, με ποιο τρόπο παιζόταν το φλάουτο της εποχής. Και μέσα από αυτή τη γνώση προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο ήχο που να κοιτάει στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον. Αυτό είναι και δύσκολο, και χρονοβόρο. Και θέλει και πάρα πολλή αγάπη, γιατί τα όργανα εποχής και δύσχρηστα είναι, και καταστρέφονται εύκολα. Είναι σαν να συγκρίνουμε ένα παλιό αυτοκίνητο του ’50 με ένα σύγχρονο: τότε μπορούσε να του συμβεί οτιδήποτε ανά πάσα στιγμή! Παρόλα αυτά φανταστείτε το ρομαντισμό του να οδηγεί κανείς μία E-type του ‘60 σε σχέση με ένα σύγχρονο αυτοκίνητο. Θα μου πεις, η E-type είναι για όλες τις ώρες; Όχι! Αλλά ούτε κι η κλασική μουσική δεν είναι για όλες τις ώρες, ούτε κι η όπερα. Πάντως είναι ένα μεγάλο ταξίδι μέσα στο χρόνο, που τελικά μας οδηγεί σε μια πιο σύγχρονη αντιμετώπιση και ερμηνεία των κλασικών έργων.
Λειτουργεί κι ανάποδα το πράγμα; Το να παίξει κανείς έργα του 20ου και 21ου αιώνα του ανοίγει δρόμους και στο παλαιό ρεπερτόριο; Φυσικά. Αυτό που είμαστε σήμερα είναι ένα παζλ από ακούσματα που μπορεί να περιλαμβάνουν το ρεμπέτικο, το λαϊκό, τη τζαζ, τη ροκ, την κλασική μουσική, αυτό είμαστε, έχουν περάσει στο DNA μας όλα αυτά. Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε όπως ο άνθρωπος του 1960, του 1930, του 1870, γιατί αυτός δεν είχε τις προσλαμβάνουσες που έχουμε εμείς. Ακούμε διαφορετικά, τα αυτιά μας είναι συντονισμένα σε διαφορετικές εντάσεις. Την ένταση στην οποία ακούμε σήμερα μουσική σε ένα κλαμπ ή σε μια ροκ συναυλία, δεν θα μπορούσε να την πλησιάσει ένας άνθρωπος του 1900. Ούτε αν έβαζε 50 ταμπούρλα να βαράνε πάνω στο κεφάλι του! Αλλά τα αυτιά μας σήμερα μπορούν να την αντέξουν. Ενώ για εκείνους τους ανθρώπους ήταν σαν ωστικό κύμα. Και μιλάμε για 100 χρόνια πριν, που δεν υπήρχε η ηλεκτρική ενίσχυση. Φανταστείτε ότι ο πιο δυνατός ήχος που θα μπορούσε να ακούσει κανείς τότε, ήταν αυτός μιας συμφωνικής ορχήστρας. Και τώρα την ενισχύουμε κιόλας την ορχήστρα άμα θέλουμε. Είμαστε άλλοι άνθρωποι πια. Και γυρνώντας πίσω, είναι αδύνατον να βγάλεις τον Στραβίνσκι από το κεφάλι σου όταν ερμηνεύεις Μότσαρτ: κάπως υπάρχει, σαν σπόρος. Κάτι γίνεται που δεν θα το ήξερε ο Μότσαρτ, δεν θα μπορούσε να συλλάβει την πολυρρυθμία του Στραβίνσκι, ή κάποια τζαζ χτυπήματα και ρυθμικές διασταυρώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Σονάτα op.111 του Μπετόβεν, υπάρχει κάτι που είναι τζαζ. Αν δεν ήξερε κανείς, θα νόμισε ότι είναι ένα boogie των 30’s από έναν αμερικανό τζαζ πιανίστα. Και λες: ο Μπετόβεν ήταν μπροστά. Δεν ήταν μπροστά, το έκανε μαθηματικά στο χαρτί και του βγήκαν αυτοί οι τονισμοί που είναι τζαζέ.
Αναπόφευκτο να μιλήσουμε και γι αυτό: βρέθηκες με μια υποψηφιότητα για βραβείο Grammy! Αυτή η περίφημη υποψηφιότητα που τους έκανε όλους ξαφνικά να ενδιαφερθούν. Όχι ότι έχω παράπονο από το ενδιαφέρον του Τύπου, χαριτολογώντας το λέω. Αλλά για μένα δεν είναι το highlight αυτών που έχω καταφέρει. Βέβαια ένα Grammy είναι πάντα ένα Grammy, κι άσχετα αν θα το πάρω ή όχι, η υποψηφιότητα με κάνει να νιώθω περήφανος: άνθρωποι που δεν τους ξέρω καν εξετίμησαν το αποτέλεσμα της δουλειάς μου, και σε αυτό δεν μπορώ να είμαι αχάριστος. Αλλά ξέρω ότι κι εγώ, και η Καμεράτα, έχουμε πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό μας εξίσου σημαντικές, όπως τα Echo Klassik, Opera Awards, και πολλά άλλα. Αυτό είναι άλλο ένα. Καλοδεχούμενο, αλλά δεν αλλάζει κάτι στην καθημερινότητά μου. Από την πλευρά μου ξεχάστηκε ήδη, και δεν περιμένω και κάτι.
Ποια λοιπόν από τα πράγματα που έχεις κάνει θεωρείς highlights; To Echo Klassik που πήραμε με την Ορχήστρα Πατρών για τον Ταμερλάνο. Ήταν για μένα πολύ σημαντικό: εγώ κι η Ορχήστρα Πατρών το 2008 ήμασταν παντελώς άγνωστοι. Από μια χώρα σαν την Ελλάδα, κι ούτε καν από την πρωτεύουσα, από μια πόλη που ούτε ήξερε κανείς. Και ξαφνικά στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά Όσκαρ της μουσικής, αποφάσισαν ότι ήταν η καλύτερη ηχογράφηση της χρονιάς! Κι αυτό ανάμεσα σε ένα χαμό από ηχογραφήσεις διασήμων και γνωστών. Αυτό εμένα μου ήρθε σαν σοκ. Απόρησα πώς βρέθηκε καν η δουλειά μας στα χέρια αυτών που έκριναν. Η Καμεράτα αυτή τη στιγμή είναι πολύ πιο καταξιωμένη, και δισκογραφικά, έχουμε κερδίσει Diapason d’Or και Ηχογραφήσεις της Χρονιάς κλπ.
Ένα Grammy λοιπόν δεν είναι ο στόχος. Όχι, ποτέ δεν ετέθη ως στόχος. Τα σκαλιά είναι καλλιτεχνικά. Όπως ας πούμε το Σουήνυ Τοντ που κάναμε το καλοκαίρι, που ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα, ένα έργο σκληρό, δύσκολο ακουστικά, που το αγάπησε ο κόσμος, το λάτρεψε, τολμώ να πω. Πούλησε πολλές χιλιάδες εισιτήρια, παρουσιάστηκε δύο φορές στο Ηρώδειο και τρεις στο Μέγαρο, έκανε ένα κύκλο θαυμαστό. Επίσης οι εμφανίσεις της ορχήστρας στο Σάλτσμπουργκ ή στη Salle Pleyel, ή στα Proms, σε πολύ μεγάλα φεστιβάλ. Αυτά είναι πράγματα χειροπιαστά για τα οποία είμαι πραγματικά υπερήφανος, για τα οποία δουλέψαμε σκληρά και τα επιδιώξαμε, και τελικά επετεύχθησαν. Και σε ένα περιβάλλον όπου δύο χρόνια πριν θα σου έλεγε κανείς ότι αυτά δεν γίνονται, είναι παραμύθια. Γιατί να καλέσουν στα Proms ένα ελληνικό σύνολο; Κι όμως το καλέσανε, όπως κι άπειρα άλλα φεστιβάλ και πολύ μεγάλα θέατρα του εξωτερικού, πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει δυναμική κι όλα είναι στο χέρι μας. Και φυσικά μια πρόσκληση δεν σημαίνει από μόνη της τίποτα: από την ώρα που θα βρίσκεσαι εκεί, πρέπει να το κερδίσεις. Γι’ αυτά λοιπόν που τα έχεις ονειρευτεί και έχεις κοπιάσει, τελικά είσαι πιο υπερήφανος από ότι για μια διάκριση που έρχεται ως μάννα εξ ουρανού.
Πες μου τότε κι ένα τέτοιο όνειρο για το μέλλον. Έχω πάρα πολλά όνειρα. Έχω ονειρευτεί ένα Κουρέα της Σεβίλλης με όργανα εποχής σε συναυλιακή μορφή, που θα γίνει στις 16 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο, κι είναι κάτι που θέλω πολύ να το κάνω όπως θα τον ήθελα εγώ, με θαυμάσιο καστ, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη Μαίρη Έλεν Νέζη στους κεντρικούς ρόλους. Έχω ονειρευτεί μια συναυλία – συνδυασμό κλασικής και ροκ μουσικής, με την 4η Συμφωνία του Φίλιπ Γκλας πάνω σε θέματα του Heroes του David Bowie, και με το Κοντσέρτο για Γκρουπ κι Ορχήστρα των Deep Purple, του οποίου είμαι μεγάλος fan από την εφηβική μου ηλικία, κι όπου θα παίξω το μέρος του Hammond που έπαιζε ο Jon Lord. Στις 2 Φεβρουαρίου αυτό. Κι ένα καινούριο μιούζικαλ που ετοιμάζουμε, και περιοδείες στο εξωτερικό, Βιέννη, Παρίσι, Λονδίνο, Μπάιροϊτ… Θα παίξουμε το Μάιο στο θέατρο της Wilhelmine von Bayreuth, αυτό το στολίδι, ίσως το ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Ένας παράδεισος μέσα σε ένα κτίριο που απ’ έξω φαίνεται πολύ φτωχό, και θα είμαστε η πρώτη συναυλία στο μόλις ανακαινισμένο αυτό μπαρόκ θέατρο! Δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο.