Στα σκαλοπάτια της εισόδου του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, μια παρέα εικοσάρηδων συζητάει λίγο πριν τους φωνάξουν για το μάθημα. Μερικά παιδιά περιμένουν και μέσα στο φουαγιέ όπου κυριαρχεί η λεπτεπίλεπτη φιγούρα του κυρίου Τάκη, ενός πολύ ιδιαίτερου ηλικιωμένου, πάνω από 80 χρόνων, παράξενα νεανικού, που φροντίζει το χώρο με εντελώς θεατρικές κινήσεις και αξιοπρόσεκτη ευλυγισία, κάνει χαβαλέ με κορίτσια που θα μπορούσαν να ‘ναι εγγονές του, απαντά σε απορίες και εμψυχώνει. Μοιάζει να βγήκε από μυθιστόρημα, ο κύριος Τάκης. Και μολονότι δεν του φαίνεται καθόλου («εξαρτάται από την οπτική γωνία που το βλέπει ο καθένας», εξηγεί ετοιμόλογα), είναι αδερφός του Γιώργου Αρμένη.
Πέρα από σχολάρχης και δάσκαλος, ο Γιώργος Αρμένης ανεβάζει επίσης εδώ τις παραστάσεις του. Χωρίς τυμπανοκρουσίες. Χωρίς ιδιαίτερη διαφήμιση. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Άνθρωπος του θεάτρου από το μακρινό ’67, καλλιτεχνικό παιδί του Καρόλου Κουν, Μάκης Τσετσένογλου στην περίφημη σκηνή «Ρίχτο Ηλία!» από το «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη (μέχρι και σελίδα στο facebook έχει ο χαρακτήρας), ο Αρμένης εξακολουθεί να δουλεύει από τις έντεκα το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Με την ίδια σοβαρότητα, αλλά και με μια ελεγχόμενη αυστηρότητα, ένα «ξέρω ποιος είμαι και τι κάνω». Όσοι τον παρακολουθούν, θα θυμούνται σίγουρα εκείνο το «αρνούμαι να μιλήσω» που είχε πει πριν από ενάμισι χρόνο καλεσμένος σε στούντιο της ΝΕΤ, όταν λόγω πίεσης χρόνου του ζητήθηκε να περιορίσει μια τηλεοπτική του εμφάνιση σε δυο-τρία λεπτά… Εμείς του αφιερώσαμε σαράντα, ξεκινώντας φυσικά από την παράσταση που ετοιμάζει αυτές τις μέρες.
Ποιος είναι ο «Νηρέας ο Βάρας»; Πρόκειται για ένα έργο του Δημήτρη Παπαχρήστου, του εκφωνητή του Πολυτεχνείου. Ο Νηρέας είναι ένας καφετζής – το Βάρας είναι το παρατσούκλι του. Είναι ένας λαϊκός φιλόσοφος, ένας Ζορμπάς, ένας αετός, ή μια πέτρα όπως λέει ο ίδιος, που ξέμεινε πάνω σ’ ένα ύψωμα και αγναντεύει. Πίστεψε στον υπαρκτό σοσιαλισμό και ηττήθηκε, όμως δεν το βάζει κάτω. Συνεχίζει. Μιλάει για το σήμερα και καίγεται για τον τόπο του, την Ελλάδα… Αυτή η φλόγα και η αγάπη που βγάζει για την πατρίδα του, για το χώμα που πατάει, όχι με εθνικιστικούς και χαζούς όρους αλλά επί της ουσίας πατριωτικούς, είναι κάτι που με γοήτευσε.
Υπάρχουν σήμερα Έλληνες σαν αυτόν; Υπάρχουν, αλλά σκορπίστηκαν. Έγινε μια έκρηξη και άνοιξαν χιλιάδες μαγαζάκια. Ρίχνω μια ματιά κάθε πρωί στα εξώφυλλα των εφημερίδων, κάθομαι όρθιος στο περίπτερο και διαβάζω – λαθραναγνώστης. Βλέπω λοιπόν ότι κάθε τόσο δημιουργούνται μικρά κόμματα, παραγκίτσες, μαγαζάκια. Αυτό εμποδίζει την προσπάθεια να βγούμε από αυτή τη λαίλαπα που μας βρήκε. Ξανοιχτήκαμε χαζά και κανείς δε μας προειδοποίησε. Αν είχε προειδοποιηθεί ο λαός, ίσως να μην είχαμε φτάσει σ’ αυτή την κατάντια, να χάσουμε την αξιοπρέπειά μας.
«Όταν αγωνίζεται κανείς, δεν έχει καιρό να απελπιστεί» λέει κάπου στο έργο ο Νηρέας. Μήπως όμως οι νέοι σήμερα είναι μάχιμοι και απελπισμένοι ταυτόχρονα; Ο Νηρέας καλεί τα νέα παιδιά να συνεχίσουν, λέει «πού είστε;». Ο Δημήτρης ο Παπαχρήστος, που έφτιαξε τον ήρωα, ανήκει στη γενιά του Πολυτεχνείου, η οποία σήμερα κατακρίνεται και είναι δακτυλοδεικτούμενη, δικαίως. Τα νέα παιδιά δεν τους συμπαθούν, λένε «εσείς φταίτε, αρκετά, δε θέλουμε άλλο».
Οι 25άρηδες που έρχονται στη σχολή πώς σας φαίνονται; Υπάρχει ακόμα ένα χαρτζιλίκι από πίσω, που τους ηρεμεί. Αγωνίζονται βέβαια κι αυτοί, δουλεύουν από ‘δω, δουλεύουν από ‘κει, δυσκολεύονται να πληρώσουν τα δίδακτρα, δείχνω μια ανοχή, μιλάμε, συζητάμε τα προβλήματά τους… Αλλά δεν αισθάνομαι πως είναι τόσο πολιτικοποιημένοι. Σε περίοδο κρίσης θα έπρεπε να είναι πιο απαιτητικοί. Αυτό που τους καίει είναι το σπίτι τους, ο πατέρας, η μάνα, που έχουν ένα πέπλο μπροστά στα μάτια, μαύρο. Απ’ την άλλη, δεν τους αρέσει να πάνε να ενταχθούν σε κόμμα, να βγουν στους δρόμους και να επαναλαμβάνουν το σύνθημα της ντουντούκας. Και ίσως αυτή τελικά να είναι η επανάστασή τους: δεν θέλουν να γίνουν όχλος. Πιο ταπεινωτικό πράγμα για τον άνθρωπο από αυτή την επανάληψη του συνθήματος που δίνει ο αρχηγός στο κοπάδι, δεν έχω δει.
Εσείς αισθάνεστε ενεργός αριστερός; Έχω παλέψει για πολλά πράγματα. Έχω φάει ξύλο. Ξεκίνησα από τη Nεολαία Λαμπράκη, ύστερα η περίοδος πριν το Πολυτεχνείο, η Χούντα… Ε μετά σταμάτησα, λέω δε μπορώ άλλο. Γιατί δε μπορώ να με κοροϊδεύουν άλλο. Από παιδί θυμάμαι ν’ ακούω «θ’ αλλάξουν Γιώργο τα πράγματα», «θ’ αλλάξουν Γιώργο τα πράγματα». Ε πουν’ τα; Κάθε μέρα ακούμε πόσα δις έκλεψε ο ένας και πόσα ο άλλος. Είναι μια σούπα πολύ περίεργη. Και σε γεύση και σε χρώμα.
Να πάμε λίγο πίσω. Μπήκατε στη Σχολή του Καρόλου Κουν το ’67. Θυμάστε την πρώτη μέρα; Ε αλλοίμονο… Κατεβαίνοντας εκείνα τα μαρμάρινα σκαλιά, υπήρχε μια δύναμη, μια ενέργεια στο χώρο, κάτι αόρατο που σε αγκάλιαζε. Σα να κατέβαινες σε ναό. Όταν τον πρωτογνώρισα με τα γένια του και μου μίλησε και είδα και πρόβες από παραστάσεις του, είπα «εδώ είμαι». Είχα αλλάξει πολλές δουλειές… Περνούσαμε ζόρια και έπρεπε να βοηθήσω τη μάνα μου. Οι δουλειές αυτές ήταν παρακαταθήκη για την υποκριτική και τα γραψίματα που έκανα αργότερα. Εργάστηκα σε μπακάλικο, στα καράβια, παντού… Ήταν δύσκολες οι εποχές, αλλά δεν υπήρχε η ξεφτίλα η σημερινή.
Γιατί θεωρείται άγιος σήμερα ο Κουν; Σε έκανε να βγάζεις ό,τι καλύτερο είχες μέσα σου. Να πιστέψεις στο θέατρο, στους στίχους, στα έργα, στους ανθρώπους. Ήταν μαγευτικός. Είχε ένα θέατρο μικρό που πάλευε με νύχια και με δόντια να το κρατήσει, χορηγοί δεν υπήρχαν, μετά ήρθε μια κρατική επιχορήγηση, πήρε μια ανάσα και μπόρεσε και έκανε κάποια έργα που ήθελε. Βγήκαμε στην Επίδαυρο, ανοιχτήκαμε, αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Ο Κουν ήταν σαν τους δασκάλους της αρχαιότητας: Δεν είχε ούτε γραπτά, ούτε τίποτα. Απλά σου μίλαγε.
Στην επόμενη σελίδα: Θυσίες για την Τέχνη, η απουσία από το σινεμά, η σημασία της απόστασης.