Ε Κ Β Α Θ Ε Ω Ν
της Μελισσάνθης
Μεσάνυχτα βαθιά
ουρλιάζουν τα στοιχειά
κι άγριους χορούς κάτω απ’ το παραθύρι μου έχουν στήσει
–το τρομαγμένο νυχτοκάντηλό μου πάει να σβήσει–
Μα στὸ κατώφλι, ξέρω πως προσμένει
και φέγγει η χάρη σου λευκοντυμένη
Ο φόβος μαντάλωσε τη θύρα
κι ερμητικά κλειστή τώρα σκουριάζει
Μα στου χιτώνα σου τα εξαίσια μύρα
το σκοτεινό κελί μου αρχίζει να ευωδιάζει
Μέσα, η ψυχή μου ξάγρυπνη κι ακούει
Αόρατο δάχτυλο την πόρτα κρούει
κι υψώνεται στη νύχτα η μυστική φωνή
Κάποτε, η θύρα μόνη θ’ ανοιχτεί
κι εκείνη ταπεινά θα σε δεχτεί.