Η παρακάτω συνέντευξη που είχε δώσει ο Μίμης Πλέσσας στον Γώργο Κοβό για την Popaganda, δημοσιεύτηκε στις 9 Μαίου 2017 με τον τίτλο “Ο Μίμης Πλέσσας, στα 93 του, μπορεί να κάνει πολύ σημαντικότερα πράγματα απ’ όσα έκανε μέχρι τώρα”.


Τον συνάντησα στο υπόγειο του σπιτιού του, ανάμεσα σε κλασικά πιάνα και εξελιγμένες οθόνες του υπολογιστή του από όπου επικοινωνεί με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, λέει, και αρχίζει να διηγείται πώς γνωρίστηκαν. Ο χολιγουντιανός σκηνοθέτης άκουσε τη μουσική του μαέστρου για μια πολυκάναλη ταινία στο Avatar Studio και μετά λίγες μέρες του έστειλε δώρο ολόκληρη την ηχοθήκη του. Χαϊδεύοντας τη Μιμίκα, ένα ημίαιμο σκυλάκι που βρήκε με τη σύζυγό του στα σκουπίδια πριν λίγα χρόνια, ο Μίμης Πλέσσας εκφράζει την ανησυχία του μη φανεί αυτοαναφορικός στη συνέντευξη. Δεν θέλει να παινεύεται για όσα έχει κάνει, γιατί, στα 93 του, δεν στέκεται στο παρελθόν, αλλά δηλώνει ότι μπορεί να κάνει πολύ σημαντικότερα πράγματα από όσα έκανε μέχρι τώρα, κάτι που θεωρεί ύψιστη υποχρέωση στα παιδιά και στα εγγόνια του.

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1924 από Ζακυνθινό πατέρα και μητέρα από τη Χάλκη των Πριγκηποννήσων. Την πρώτη μέρα που αρίστευσα στο Πανεπιστήμιο όμως, την έχασα. Γύρισα και την βρήκα να φτιάχνει κουλουράκια. Τα χέρια της ήταν μέσα στο αλεύρι όταν της είπα «Μανούλα, αρίστευσα». Το αλεύρι έπεσε στο πάτωμα, εκείνη με αγκάλιασε και έμεινε στα χέρια μου από εγκεφαλικό. Ήταν μόλις 39 χρόνων.

Είμαι ο πρωτότοκος κακομαθημένος γιος μια πολυμελούς αστικής οικογενείας. Ζούσαμε στην οδό Ηρακλείου 4, ακριβώς πίσω από την πόρτα του Μουσείου. Κάθε χρόνο, του Αγίου Δημητρίου, όλοι οι Πλεσσαίοι, 15 τον αριθμό, μου έκαναν ένα δώρο. Μια χρονιά με ρώτησαν τι θα ήθελα και ζήτησα ένα ακορντεόν. «Ωρέ ψυχή μου, ξέρεις;» με ρώτησαν ζακυνθινά. Επέμεινα και τους πήγα στο οργανοπωλείο της Στοάς Νικολούδη. Ένας θείος μου διάλεξε ένα μικρό ακορντεονάκι, ανάλογα με το μπόι μου.

Του είπα όμως ότι δεν μπορούσα να παίξω μ’ αυτό και ζήτησα να μου κατεβάσει ένα μεγαλύτερο, με 80 μπάσα! Όλοι λέγανε ότι θα μου έπεφτε. Τελικά, το φόρεσα κι έπαιξα ένα passodoble της Imperio Argentina διασκευασμένο με τους ελληνικούς στίχους «Πες μου το ναι μια φορά, δώσ’ μου ξανά τη χαρά…». Δεν είχα ξαναπαίξει, αλλά βλέποντας το μεγάλο Σουγιούλ με το ακορντεόν απέναντι από το Μουσείο, τα βράδια που ξάπλωνα θυμόμουν αυτά που έπαιζε και σκεφτόμουν πώς θα έπαιζα κι εγώ.

Το παιδί κάποια στιγμή γίνεται νέος που συνήθως ερωτεύεται εκείνη που είναι πιο κοντά του. Στο διπλανό μπαλκόνι βλέπω δύο κοπέλες, η μια πιο όμορφη απ΄την άλλη. Βγαίνω στην άκρη του μπαλκονιού μου, της κάνω καντάδα με το ακορντεόν κι εκείνη ανταποκρίνεται. Έτσι, ήμουν εγώ από τη μία με φόβο να τσακιστώ κι εκείνη από την άλλη, να μου δείχνει την ομορφιά της. Κάποια στιγμή όμως, ξεχάστηκε το φλερτ και το ακορντεόν έμεινε στη ντουλάπα.

Την ημέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος ήμουν στη γωνία του σπιτιού μου, απέναντι από το σπίτι του Μεταξά. Από ‘κει κατέβαινε η πρώτη μοτοσυκλέτα των SS με τον αξιωματικό να χαιρετάει φασιστικά. Όπως ήμουν νέος και άφρων, δεν κρατήθηκα και του έδωσα δυο φάσκελα. Εκείνος ανταπέδωσε νομίζοντας ότι χαιρετούσα. Θυμάμαι, ήμουν καλεσμένος σε φιλική συγκέντρωση στον Πειραιά και μόλις έφτανα στον σταθμό, βρέθηκα στον πρώτο βομβαρδισμό της πόλης. Ο πόλεμος δεν άφηνε περιθώρια για μουσική.

Στην απελευθέρωση, στο σταυροδρόμι Πατησίων και Αγίου Μελετίου έχουν στηθεί οδοφράγματα. Μέσα βρίσκονται αντιστασιακοί. Bγαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω ένα εγγλέζικο τανκ να χτυπάει τα παιδιά στο χαράκωμα. Τα ρούχα που είχαμε κρεμασμένα στο μπαλκόνι ήταν διάτρητα από θραύσματα. Από τύχη δεν φάγαμε βόλι. Με την κανονιά του εγγλέζικου όμως, χάνεται ένας αγαπημένος φίλος, ο Αλέκος Μυλωνάδης, ο ποιητής της παρέας.

Έρχεται το Πάσχα μετά την απελευθέρωση και ψάχνουμε να εξοικονομήσουμε κάτι για φαγητό. Η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν λυσσασμένοι της πείνας. Τότε, θυμήθηκα το ακορντεόν και λέω «Για τη Λουλούκα μου, θα ζευτώ το ακορντεόν και θα βγάλω τασάκι στην απέναντι ταβέρνα. Μισή ντροπή δική τους, μισή δική μου». Το μαγαζί είναι γεμάτο,οι μυρωδιές μου προκαλούν ζάλη, αλλά παρόλα αυτά παίζω και βγάζω χέρι. Έπαιξα όμως πολύ ωραία και μόλις τελείωσα όλοι χειροκροτούσαν χωρίς να δίνουν ελεημοσύνη.Ευτυχώς, ένας από τους ιδιοκτήτες κατάλαβε και γέμισε ένα πιάτο με οτιδήποτε λιπαρό υπήρχε, κάτι που πληρώσαμε άσχημα γιατί από την ξενηστικωσιά, πέσαμε με τα μούτρα στα λίπη και μας θέρισε.

Γίνεται ένας νόμος για να μπουν στο πανεπιστήμιο οι νέοι της κατοχής, αλλά είναι πολλοί υποψήφιοι και πρέπει να γίνει εκκαθάριση. Έτσι, ζητάνε ελάχιστο βαθμό 18 στις εξετάσεις που θα γίνονταν εντός έξι μηνών. Μελετούσα σχεδόν 23 ώρες την ημέρα, αρίστευσα και την επόμενη σταμάτησα εντελώς το διάβασμα. Αυτό ήταν λάθος γιατί αυτόματα έπαψα να λειτουργώ. Δεν πήγαινα καλά ώσπου ο Γιώργης Ελευθερουδάκης με πήγε στον ψυχίατρό του. Με ρώτησε τι έκανα μέχρι τότε και του είπα ότι μελετούσα πολλές ώρες, αλλά πλέον έκλεισα τα βιβλία.Λέει λοιπόν, στον Ελευθερουδάκη «Πηγαίνετε στο βιβλιοπωλείο και χάρισέ του δύο βιβλία» συστήνοντάς μου να διαβάζω κόβοντας σταδιακά τη διάρκεια, μέχρι να φτάσω σε σημείο ξεκούρασης. Τα βιβλία του Γιώργη ήταν Ο βίος των ζώων και Η αστρονομία. Έτσι συνήλθα.

Κάθε Παρασκευή και Σάββατο έπαιζα πιάνο στα officers’clubs και στα NCO clubs. Ανάμεσα στους καλούς μουσικούς, ήταν κι ένας ψεύτικος που ερχότανε για φαγητό, παριστάνοντας ότι έπαιζε κιθάρα, ενώ τα χρήματά του τα μοιραζόμασταν οι υπόλοιποι. Ένα βράδυ, εκεί που παίζαμε, έρχεται ένας ξιπασμένους αξιωματικός που κρατούσε ραβδάκι. Με πλησιάζει και μου λέει «Έχετε έναν πολύ καλό κιθαρίστα». Φοβήθηκα ότι μας πήραν χαμπάρι, ο άλλος συνέχισε να παίζει δυνατότερα κι εγώ τον σκούνταγα.

Ένα τέτοιο βράδυ με πλησιάζει κάποιος που με ρώτησε αν θα ήθελα να πάω στην Αμερική. «Ποιος δεν θέλει να πάει στην Αμερική;» σκέφτηκα και δέχτηκα. Ήταν διευθυντής μιας εταιρείας και μπορούσε να με στείλει να επιστατήσω στην αγορά μηχανημάτων από το Σχέδιο Μάρσαλ. Έτσι, βρέθηκα στο Ντουλούθ της Μινεσότα. Επειδή όμως δεν γνώριζα τη δουλειά, για να μη φανώ τσάμπα-μάγκας, φωτογράφιζα κάθε στάδιο αποδόμησης των μηχανημάτων και όταν θα έρχονταν εδώ, θα τα συναρμολογούσαμε σύμφωνα με τις φωτογραφίες. Με ειδοποίησαν όμως ότι η εταιρεία τσακώθηκε με τον Έλληνα διαχειριστή εξόδων και με έδιωχναν από το ξενοδοχείο που έμενα. Παράλληλα, έρχεται κάποιος ζητώντας να παίξω για το σχολείο τους από όπου αποφοιτούσαν παρθένες. Ξαφνικά, βρίσκομαι σε ένα λιβάδι από όμορφες Αμερικάνες, άκρως πεινασμένος από όλες τις απόψεις, αλλά σίγουρος ότι μία από τις πείνες μου θα χορτάσει. Έχουν ένα συγκλονιστικό πιάνο, ενώ εγώ έχω να παίξω μέρες και με «φαγουρίζουν» τα χέρια μου. Αναγγέλω το The man I love του George Gershwin και ζητωκραυγάζουν. Ευχαριστήθηκα να παίζω για μια ώρα. Μετά, περίμεναν στη σειρά για αυτόγραφα, αλλά αντί για υπογραφή έβαζα τον αριθμό δωματίου μου. Στο τέλος πήρα και την τηλεφωνήτρια.

την επόμενη μέρα μας έκανε ένα μεγάλο δώρο προσκαλώντας μας να πάρουμε breakfast και να μας δείξει η γυναίκα του, η Betty Grable, τα μπούτια της που ήταν ασφαλισμένα για 1.000.000 δολάρια. Η Betty Grable βγήκε φορώντας πρωινή μάσκα και παίρνοντας μια μούρη που δεν θα ξεχάσω. Ε, μας έδειξε τα πόδια της κι έφυγε. Εμείς με τα μούτρα στο φαγητό.

Σ’ αυτή τη γιορτή υπάρχει ένας καθολικός παππάς που μου προτείνει να μείνω με την οικογένειά του, στη σοφίτα που είχαν για ξενώνα. Ήταν εξαιρετική οικογένεια. Η παπαδιά έπαιζε πιάνο και όλοι γνώριζαν κλασική μουσική. Μια μέρα, ο παππάς μού ζήτησε να πάμε κάπου να παίξω πιάνο. Μπαίνουμε σε μια κατάμεστη αίθουσα από τελειοφοίτους και παίζω το Some enchanted evening από το μιούζικαλ South Pacific, μεγάλη επιτυχία της εποχής. Επιστρέφω στη σοφίτα και το πρωί ακούω ένα σούρσιμο στην πόρτα. Ήταν οι εφημερίδες που έγραφαν ότι ο Δημήτρης-Μίμης- Πλέσσας κερδίζει το πρώτο βραβείο του Πανεπιστημίου που ήταν τέσσερα χρόνια δωρεάν στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής, ταξίδια με κρατικά έξοδα, ένα στυλό κι ένα μολύβι. Φεύγοντας από Ελλάδα είχα μόνο ένα ανοιξιάτικο κοστουμάκι που δεν μπορούσε να αντέξει στους -30 της Αμερικής. Παρόλα αυτά, το φοράω, ανεβαίνω τα παγωμένα σκαλιά του πανεπιστημίου και ζητάω τον Πρύτανη. Μπαίνοντας με θάρρος λέω «Χθες κέρδισα αυτό. Εγώ μουσική δεν ξέρω. Χημεία ξέρω. Μπορώ να αλλάξω την υποτροφία μου σε χημεία;».Ο Πρύτανης είπε γελώντας δυνατά «Δημήτρη, αν παίζεις χημεία όσο καλά έπαιξες μουσική χθες, σου υπόσχομαι να σε πάω στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου να κάνεις ντοκτορά». Έτσι, έκανα ντοκτορά στο Cornell University Ithaka New York. Μάλιστα, ο Jean Marie Lehn (νομπελίστας χημείας 1997) δήλωσε ότι οφείλει το Νόμπελ του στην εργασία μου από το 1952, με θέμα την Φωσφορυλίωση των κελεβροσυτών. Κάτι που απολάμβανα στο πανεπιστήμιο ήταν οι Κυριακές που κατέβαινα με το λεωφορείο στο Radio City music hall όπου ο Δημήτρης Μητρόπουλος διηύθυνε την φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Ήταν διαδρομή δυόμιση ωρών και άλλο τόσο η επιστροφή.Αυτά τα έξοδα φεύγανε από τα χρήματα που είχα για φαγητό, αλλά καλύπτανε άλλου είδους τροφή. Από τον Μητρόπουλο κατάλαβα τι σημαίνει να διευθύνεις ορχήστρα με τα χέρια. Από τότε, έτσι διευθύνω τις μεγαλύτερες ορχήστρες.

Επιστρέφω στην Ελλάδα, αλλά ξαναφεύγουμε για Αμερική για να χειρουργηθεί η αδερφή μου. Πηγαίνουμε στο νοσοκομείο, αλλά θέλω πολύ να δω την οικογένεια του παππά. Μου δίνεται η ευκαιρία γιατί με κάλεσαν για Πάσχα. Κοίτα τώρα σύμπτωση. Έχει έρθει η ορχήστρα του Χάρι Τζέιμς (Χαρίδημος Δημητριάδης) για να παίξει στα καλλιστεία, αλλά η πιανίστα του συγκροτήματος παθαίνει δηλητηρίαση. Ένας Έλληνας που παίζει τενόρο σαξόφωνο, ο Τζόνι Ζόρμπας , τους λέει για κάποιον που τα παίζει όλα και ο Χάρι Τζέιμς δέχεται να με δοκιμάσουν. Παίζω με το septeto και φαίνεται ότι έπαιξα καλά γιατί την επόμενη μέρα μας έκανε ένα μεγάλο δώρο προσκαλώντας μας να πάρουμε breakfast και να μας δείξει η γυναίκα του, η Betty Grable, τα μπούτια της που ήταν ασφαλισμένα για 1.000.000 δολάρια. Η Betty Grable βγήκε φορώντας πρωινή μάσκα και παίρνοντας μια μούρη που δεν θα ξεχάσω. Ε, μας έδειξε τα πόδια της κι έφυγε. Εμείς με τα μούτρα στο φαγητό.

Τελειώνοντας οι τζαζίστες τη δουλειά τους από τα μαγαζιά, μαζεύονται συνήθως εκεί όπου σμίγουν οι δύο πολιτείες και παίζουν τη μουσική που θέλουν. Βρισκόμαστε, οι Τζόνι Ζόρμπας, Κόουλμαν Χόκινς, Λέστερ Γιανγκ κι εγώ που δεν είχα ξαναπαίξει με τόσο μεγάλους καλλιτέχνες. Για κάποιον λόγο, στη 1:20 τα ξημερώματα, ένας από όλους μας  ξεκίνησε να παίζει το Yesterdays του Τζέρομ Κερν. Στις 6:30 το πρωί συνεχίζοντας το ίδιο τραγούδι και επηρεασμένος ο καθένας από τα soli των άλλων, με πλησιάζει ο Χόκινς λέγοντας «Hey D (Dimitris), there’s a problem with your blood man». Σκεφτόμουν ότι έπαιζα μαλακίες όλο το βράδυ. Ο Ζόρμπας όμως που γνώριζε τη γλώσσα μού λέει «Κατάλαβες τι έγινε; Είπε ότι θα έπρεπε να είσαι μαύρος, τόσο καλά παίζεις».

Στην εποχή μου υπήρχαν τρεις μεγάλοι που έκαναν ό,τι ήθελαν στο επάγγελμα, οι Φρανκ Σινάτρα, Σάμι Ντέιβις τζούνιορ και Ντιν Μάρτιν. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο όπου καλούσαν φίρμες από το εξωτερικό για να παίξουν. Έχουμε πάει εκεί με την Τζένη Βάνου. Ακούνε τη φωνή της και μου στέλνουνε μήνυμα «Μαέστρο, μην φύγεις. Ένα τζετ θα σε περιμένει για Σικάγο, για να υπογράψεις επταετές συμβόλαιο». Η συμφωνία ήταν για King’s treatment, που σημαίνει ότι θα μας πήγαιναν όπου θέλαμε, θα μέναμε όσο θέλαμε

Στην εποχή μου υπήρχαν τρεις μεγάλοι που έκαναν ό,τι ήθελαν στο επάγγελμα, οι Φρανκ Σινάτρα, Σάμι Ντέιβις τζούνιορ και Ντιν Μάρτιν. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο όπου καλούσαν φίρμες από το εξωτερικό για να παίξουν. Έχουμε πάει εκεί με την Τζένη Βάνου. Ακούνε τη φωνή της και μου στέλνουνε μήνυμα «Μαέστρο, μην φύγεις. Ένα τζετ θα σε περιμένει για Σικάγο, για να υπογράψεις επταετές συμβόλαιο». Η συμφωνία ήταν για King’s treatment, που σημαίνει ότι θα μας πήγαιναν όπου θέλαμε, θα μέναμε όσο θέλαμε και πρώτη δοκιμαστική ταινία ήταν Η ζωή του Άλμπερτ Σβάιτσερ. Πάω και λέω τρέμοντας στη Τζένη «Κοριτσάκι μου, έκανες την τύχη σου. Τέτοια συμβόλαια έχουν μόνο τραγουδίστριες όπως οι Έρθα Κιτ και η Σάρα Βον» και μου λέει η χρυσούλα μου «Αχ δεν μπορώ, έχω ραντεβού με τον Κώστα». Έρως ανίκατε μάχαν. Αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη «Τι άνθρωπος είναι αυτός που αρνείται τέτοιο συμβόλαιο!» κι έρχεται η United Artists με αντιπρόταση, επίσης σπουδαία. Είχα όμως υποσχεθεί στο Φίνο να του γράψω Το θύμα με τον Βουτσά. Του λέω τηλεφωνικά για την ευκαιρία που μου δίνεται και ότι έχω βρει αντικαταστάτη να του στείλω που θα του γράψει μουσική σαν να έγραφα εγώ, τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Μου λέει ο Φίνος «Δεν έχεις καταλάβει ότι σ’ αυτή τη χώρα δεν γίνεται τίποτα σοβαρό σε θέατρο, κινηματογράφο ή τηλεόραση, αν πρώτα δεν ρωτήσουν εσένα;» και γίνεται πιο επιθετικός συνεχίζοντας «Σε απαλλάσσω από την υποχρέωσή σου. Μείνε εκεί. Μετά από εφτά χρόνια θα έχεις χρυσά δόντια και χρυσό στυλό». Κλείνω και μπαίνω γεμάτος σκέψεις στο Central Park, απέναντι από το ξενοδοχείο μου. Μπαίνοντας κάνω την χαρακτηριστική εισπνοή που κάνει κάθε Έλληνας . Αμέσως με έπνιξε το κάτουρο των σκίουρων. Κοιτάζοντας επάνω, δεν βλέπω καν ουρανό. Λέω «Εγώ τι θα τραγουδήσω εδώ; Τι θα γράψω; Τι θα ερωτευτώ;». Έτσι, τα παράτησα όλα και γύρισα. Από τότε, ο Φίνος με είχε πρωτοπαλίκαρό του.

Στους στιχουργούς που συνεργάστηκα οι Χριστοδούλου και Βίρβος είναι ξεχωριστοί. Ο Βίρβουλας-έτσι τον έλεγα κι εκείνος με αποκαλούσε Μήτσουλα- με εμπιστεύτηκε σε έξι μεγάλους δίσκους που υπήρξαν η ανανέωση του θεάτρου και κινηματογράφου. Μπορούσε να επιβάλει στις εταιρείες εκείνο που ήθελε και , κατά κάποιον τρόπο, με επέβαλλε. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν   «Οι νεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού, στο θέατρο «Άννα Συνοδινού».

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν με χώνευε γιατί με τα ελαφρά τραγούδιαμου έκανα μεγαλύτερη επιτυχία από εκείνον. «Δεν σε πάω ρε Μήτσο» μου έλεγε. Πρώτο μας τραγούδι ήταν το Τόσα καλοκαίρια, από το Γοργόνες και μάγκες, όπως και τα Άνοιξε πέτρα, Θα πιω απόψε το φεγγάρι και Καμαρούλα μια σταλιά. Με έτρεχε σε κάποια μαγαζιά που δεν μπορούσες ούτε να δεις από την κάπνα. Νόμιζα ότι θα πεθάνω εκεί μέσα κι εκείνος έλεγε «Μεγάλο μαγαζί Μήτσο!».

Ένα βράδυ στο σπίτι του, επάνω στο γραφείο είναι σκόρπια κάτι στιχάκια. Τα βλέπω όση ώρα ο Λευτέρης μιλάει στο τηλέφωνο, και κάτι μου λένε. Τελειώνοντας, του λέω

-Ρε Λεύτη, μπορώ να τα πάρω αυτά;
-Δεν κάνουνε ρε Μήτσο. Τα δοκίμασα με τα παιδιά
-Σε πειράζει να τα πάρω;
-Και δεν τα παίρνεις;

Ήταν τα τραγούδια του Δρόμου. Τα γράφω όλα το ίδιο βράδυ και του τηλεφωνώ να κλείσει στούντιο στην Columbia με συγκεκριμένους τεχνικούς και καλλιτέχνες. Ο Δρόμος γράφτηκε σε 10 ώρες παρά ένα τέταρτο και είναι ο πρώτος Χρυσός Δίσκος της ελληνικής δισκογραφίας στα 50.000 αντίτυπα, όταν τα πικ-απ στην Ελλάδα ήταν ελάχιστα.

Ο Φώσκολος ζήτησε ένα τραγούδι για την ταινία Ορατότης Μηδέν που θα ακουγόταν όταν ο Κούρκουλος θα έκαιγε τα πράγματά του. Το λέω στον Λευτέρη κι απαντάει «Δεν γράφω επί παραγγελία ρε Μήτσο». Παράλληλα, του διηγούμαι πώς πρέπει να είναι για να κάψει ο Κούρκουλος τα πράγματά του και μια ώρα αργότερα με παίρνει λέγοντας «Γράφε». Ήταν το Η ζωή εδώ τελειώνει που το έχω ακούσει ακόμα και σε γάμους με τους νεόνυμφους να το τραγουδούν δυνατά κι εγώ να μην ξέρω πού να κρυφτώ. Στη Θεσσαλονίκη επί χούντας, ο Στράτος είχε κλείσει το Καυταντζόγλειο για συναυλία και θα παίζαμε το Η ζωή εδώ τελειώνει . Θα πήγαινα στο γήπεδο με μια παλιά σακαράκα που είχα παρκάρει έξω από το ξενοδοχείο, αλλά μου λέει ο Στράτος «Δάσκαλε, θα στείλω τον Γιαννάκη (μπουζουξής μας) να σε πάρει με ένα καλό αυτοκίνητο. Έρχεται ο Γιάννης, ξεκινάμε και τον ακούω να μονολογεί

-Άρε δάσκαλε, τι κάνει ένα τραγούδι;                                   
-Τι εννοείς Γιαννάκη;
-Δεν βλέπετε; Παντού υπάρχουν πανό που λένε «Ζήτω ο Στράτος».
-Ήταν χούντα και έγραφε «Ζήτω ο Στρατός».                 

Ο Χορν είχε δικό του θίασο και ήδη για 5-6 χρόνια είμαι ο αποκλειστικός του συνθέτης. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, του γράφω μουσική για το Romancero. Η ιστορία του έχει να κάνει με έναν καθολικό παππά που ερωτεύεται μια ιερόδουλη και προσπαθεί να την βάλει στον ίσιο δρόμο. Μέσα σ’ αυτό, έγραψα τη μουσική του Ποιος το ξέρει. Σε έναν καθολικό ναό ακούγεται από το εκκλησιαστικό όργανο η μελωδία του κομματιού. Ο Χορν θέλει να το τραγουδήσει, αλλά ένας Χορν δεν μπορεί να πάει στις εταιρείες που γράφει κι η Βουγιουκλάκη. Έτσι, ιδρύεται η εταιρεία Monte Carlo. Είμαστε λοιπόν στο σπίτι ο Πρετεντέρης, η Πρετεντέραινα, η δεύτερη γυναίκα μου, εγώ στο πιάνο και ο Χορν που μπροστά στις κυρίες είναι πάντα charmeur. Έτσι όπως κρατά το ουίσκι του λέγοντας πώς θα το τραγουδήσει, του λέω

-Αγόρι μου, από την άλλη μεριά, για να έχουμε τη δυνατότητα να πουλήσουμε σε μια καινούργια εταιρεία, θα τραγουδήσεις ένα γύφτικο τσιφτετέλι (Οι θαλασσιές οι χάντρες).

Του φεύγει το ποτήρι από τα χέρια και ρωτάει

-Δηλαδή, τι θα κάνω;
-Θα κρατάς ένα ντέφι και θα λες «λάιλάιλάι ….»

Τελειώνει το αστείο, αλλά ο Πρετεντέρης που είχε ακούσει, πλησιάζει λέγοντας ότι αυτό το κομμάτι θα γίνει μεγάλη επιτυχία, ενώ γυρίζοντας προς τους υπόλοιπους λέει «δεν δίνω άδεια να γυριστεί το Ποιος το ξέρει, αν δεν τραγουδήσει το τσιφτετέλι ο Τάκης». Τελικά, λέει τις χάντρες ο Χορν και δικαιώνεται ο Πρετεντέρης.

Οι δισκογραφικές εκείνο το διάστημα δεν ήθελαν με τίποτα να ξαναβγούν οι συνθέτες μπροστά. «Τι να το κάνω αν μου βγάλει σήμερα το Θα πιω απόψε το φεγγάρι και μου κρατήσει πενήντα χρόνια;», λέγανε ωμά.

Έχει αλλάξει πολύ η τεχνολογία που χαρίζει αφειδώς ηχητικές επεξεργασίες. Πλέον αρκούν δύο νότες και τις κάνεις να ακούγονται με όποιον τρόπο θέλεις, από διαστημικό μέχρι τσιφτετέλι. Δεν υπάρχει όριο στις δυνατότητες, κάτι που έχει δημιουργήσει μια νέα αντίληψη για τη μουσική. Παλιά, είχαμε ένα μικρόφωνο, έναν ηχολήπτη, 5-6 σολίστες και το μόνο που μπορούσες να κάνεις, λόγω πείρας, ήταν να διαλέξεις την απόσταση και τη γωνία ως προς το μοναδικό μικρόφωνο που είχε καθένας από τους σολίστες για να βγαίνει το εκπληκτικό αποτέλεσμα που ξέρουμε. Με πολύ καμάρι λέω ότι δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από τις μεγάλες ορχήστρες του Holywood.                 

Στις δεκαετίες ‘80 και ’90 οι δισκογραφικές δεν ήθελαν να φαίνονται οι δημιουργοί. Είχαμε φύγει από τους κύκλους τραγουδιών που έφεραν υπογραφές συνθετών. Η καταστροφή της δισκογραφίας άρχισε με τα παροδικά σουξεδάκια που μάζευαν οι τραγουδιστές πλέον και τα πήγαιναν στις εταιρείες. Οι δισκογραφικές εκείνο το διάστημα δεν ήθελαν με τίποτα να ξαναβγούν οι συνθέτες μπροστά. «Τι να το κάνω αν μου βγάλει σήμερα το Θα πιω απόψε το φεγγάρι και μου κρατήσει πενήντα χρόνια;», λέγανε ωμά. Με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, είδαμε πολλά νέα κανάλια να χρησιμοποιούν τις ελληνικές ταινίες για να προσελκύσουν το κοινό. Έτσι, άρχισε ξανά η αναγνώριση των συνθετών μιας και ο κόσμος άκουγε τα κομμάτια τους και έβλεπε συχνά το όνομά τους στους τίτλους. Σήμερα βλέπουμε καλλιτέχνες να διασκευάζουν παλιότερα κομμάτια και ειλικρινά αναρωτιέμαι τι κερδίζουν από κάτι τέτοιο.

Ένα κατσαβίδι μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά μπορεί να γίνει και φονικό όπλο. Το ίδιο ισχύει και για το ίντερνετ στη μουσική. Έχω την εντύπωση ότι θα μετανιώσουμε για τα πράγματα που προσπαθούν να μας επιβληθούν σήμερα. Θα μετανιώσουν σίγουρα εκείνοι που δεν τους φτάνουν τα χρήματα που έβγαλαν από τις βλακείες που ασυνείδητα κάνουν σε ένα επάγγελμα που θα έπρεπε μόνο να υπηρετείται και όχι να υπηρετεί.

Συχνά μου προτείνουν από όλα τα κόμματα να είμαι υποψήφιος. Η σύζυγός μου είπε «Εσύ ενώνεις. Δεν χωρίζεις». Είμαι Έλληνας κι αυτό τα λέει όλα. Σαν Έλληνας νιώθω να ηχεί ακόμα άσχημα ότι διώξαμε τον Αριστείδη γιατί ήταν δίκαιος ή αφήσαμε τον Σωκράτη να πιει κώνειο. Προτιμώ να ανήκω σε αυτούς που έκαναν τη ζωή τους παράδειγμα προς μίμηση παντός δικαίου, παρά στα τσόλια που πήραν θέση για να γεμίσει η κοιλιά τους. Πάνω από όλα όμως, συνεχίζω να φασκελώνω τον φασίστα κατακτητή παρά να τον χαιρετώ.