Το κοινό παίρνει αυτό που θέλει; Ή το κοινό θέλει αυτό που παίρνει; Το αιώνιο αναπάντητο ερώτημα του Paul Weller. Στην περίπτωση των KVB το κοινό πήρε αυτό που περίμενε, ένα gig βασισμένο στην «κολώνα του shoegaze σπιτιού» (για τον Kevin Shields χτυπάει η καμπάνα), με τα ύστερα χρόνια της Factory για ηλεκτρονικό «πανωσήκωμα». Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
A Victim Of Society: πρώτοι στη σκηνή, όπου και έμειναν για περίπου τρία τέταρτα της ώρας, κάνοντας τιμιότατες προσπάθειες να ζεστάνουν το κοινό με ψυχεδέλεια αλά Black Angels με λίγο πιο punk-ίζουσες εκφάνσεις, αλλά το μισοάδειο, χλιαρό εώς κρύο Fuzz και ο ομολογουμένως μπουκωμένος ήχος δεν τους βοήθησε ιδιαίτερα. Στο τέλος του set τους «έβρεξε βινύλια» στις μπροστινές σειρές και η στιγμή που πήρα στο χέρι το ep τους καταγράφεται ως το highlight μέχρι αυτή τη στιγμή – φαντάζομαι και για τους υπόλοιπους που τσίμπησαν ένα από τα εφτάιντσα που μοίρασε η μπάντα.
Αν και πλέον κάτοικοι Βερολίνου, παραμένουν απόλυτα Εγγλέζοι στο ραντεβού τους η Kat και ο Nicholas. Ανεβαίνουν στα γρήγορα στη σκηνή για να καλωδιώσουν οι ίδιοι την ηχητική πραμάτεια τους, και να ξεκινήσουν το σετ τους λίγα λεπτά αργότερα, συνοδευόμενοι πάντα από ατμοσφαιρικά visuals και άφθονο ξηρό πάγο.
Για περίπου μία ώρα και 10 λεπτά («τι, δηλαδή, δεν θα παίξουν άλλο;», η αναμενόμενη πρώτη σκέψη όταν κρέμασαν τα όργανά τους) οι KVB «έχτισαν» στη σκηνή ένα live που είχε όλα τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να το τοποθετήσουν σε μία λονδρέζικη σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ ταυτόχρονα το ντουέτο κάθε άλλο παρά κρύβει ότι ασπάζεται το ευαγγέλιο του shoegaze. Αυτό έλειπε να μην κοιτάζουν, λοιπόν, επίμονα τα παπούτσια τους – όταν τουλάχιστον δεν αντάλλαζαν τα βλέμματα που οδηγούν στην ορθά συντονισμένη μουσική τους επικοινωνία.
Όσο περνάει η ώρα, η μουσική τους περιδιαβαίνει όλο και περισσότερο σε πιο electro μονοπάτια. Τα visuals είναι εκεί, αλλά αυτό που ταξιδεύει περισσότερο είναι η ίδια η μουσική, με τα ελάχιστα «ποζέρικα» κιθαριστικά ξεσπάσματα του Nicholas να αποτελούν απλώς την εξαίρεση στην χαμηλών τόνων σκηνική τους παρουσία. Το κοινό, βέβαια, δεν έδειχνε να τσιμπάει, μέχρι που ήρθε η έκπληξη του encore.
Οπότε και οι KVB διασκευάζουν το “Sympathy For The Devil”, ο κόσμος παραδίνεται στον «εξαποδώ», και η μπάντα αποχαιρετά διατηρώντας αλώβητη τη συνεσταλμένη γοητεία της.
«Ο Διάβολος, το νήμα αυτός κρατεί που μας κουνά!» έγραφε κάποτε ο Μπωντλαίρ, κι από την γαλλική ποίηση του 18ου αιώνα, μέχρι την ποπ κουλτούρα του 21ου, καλό είναι που και που οι δαίμονες να ξορκίζονται μέσω της τέχνης – ή έστω, να ξεσπάνε λίγο. Τώρα, ο Διάβολος σαν να κρυφοκοιτάζει σε μία γωνιά του Fuzz, αλλά δεν χωράει να περάσει. Pleased to meet you, hope I guess your name.