Χ
του Ηλία Λάγιου
Και πάντα να ψυχορραγής τέσσερις το πρωί σκληρά χαράματα κοντά,
σε μιαν ολάδεια σάλα ψυχιατρείου˙
μ’ έναν φραπέ σε πλαστικό ποτήρι σύντροφό σου και παρηγοριά,
με φώτα πετρωμένα ηλεκτρικά να σε ρυθμίζουν˙
με την ρωγμή στο πρόσωπο και βουρκωμένα μάτια˙
και μήτε κάποιας το κορμί, και μήτε κάποιας τ’ όνομα˙
μόνον τα ηλίθια παράθυρα, άψυχα και απαθή, να σε παρατηρούνε,
χωρίς κουβέντα και φιλία, με δίχως καν εχθρότητα˙
ξάφνω, σώμα φωτός δειλή σκιά κρυφοπερνώντας,
χάραξε το αμετάβατο σκοτάδι —πια καταδικό μου.