Σίγουρα όχι γιατί ο Αντρέα Τρινκιέρι είναι «μυρωδιάς», «μάγειρας», «μακαρονάς» ή άσχετος όπως έχουν ετυμηγορήσει τα social media. Ο Ιταλός είναι ένας καλός ανερχόμενος προπονητής, όχι από το πάνω ευρωπαϊκό ράφι, τουλάχιστον στο μέσο (αν όχι παραπάνω) προπονητικό όρο της διοργάνωσης. Η «επίσημη αγαπημένη» είναι το ταβάνι της μέχρι τώρα καριέρας του κι ο ίδιος φάνηκε λίγο άπειρος στη διαχείρισή της.
Η επιλογή μόνο τριών γκαρντ στη δωδεκάδα, τώρα μπορούμε να το πούμε κι εκ του αποτελέσματος, ήταν το λάθος του. Δημιούργησε μια κουβέντα που ταξίδεψε μαζί με την ομάδα στη Σλοβενία, αποδείχθηκε πρόβλημα όταν χτύπησε ο Σπανούλης και κυρίως φάνηκε ότι ήταν μια απόφαση-προϊόν μάλλον συμβιβασμού παρά φιλοσοφίας. Σε ερώτηση που του έγινε μετά το τέλος του ματς με την Κροατία αν «αισθάνεται απόλυτα ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του», απάντησε επίσης με ερώτηση: «εσείς ξέρετε κανέναν που να είναι απόλυτα ελεύθερος στη δουλειά του;». Κάποιοι σίγουρα ήδη το διαβάσατε ως μια απάντηση στο γιατί η ομάδα πήγε στο Ευρωμπάσκετ με τρία τεσσάρια αλλά χωρίς αμυντικό εξολοθρευτή (ή τουλάχιστον βάθος) στην περιφέρεια όπου τη γλέντησαν Μπελινέλι, Κοπόνεν και Ντράγκιτς.
Η εθνική απέτυχε γιατί προδόθηκε λοιπόν από την άμυνά της. Δεχόταν σχεδόν 74 πόντους σε κάθε παιχνίδι, μεγάλος αριθμός για τα συνηθισμένα δεδομένα της. Ακόμα και οι ίδιοι οι παίκτες στάθηκαν στο ότι έπρεπε «να δώσουν περισσότερο ξύλο», όπως δήλωσε ο Μπουρούσης μετά τη Φινλανδία.
Πίσω όμως από αυτήν την αμυντική αδυναμία, ίσως να κρύβεται και ο βαθύτερος λόγος της αποτυχίας. Γιατί η Εθνική δεν τα κατάφερε ούτε πέρυσι στο Προολυμπιακό. Τότε δεν υπήρχε ο Τρινκιέρι για να φταίει. Και ήταν εκεί δύο πολύ καλά αμυντικά γκαρντ, ο Καλάθης και ο Μάντζαρης. Όμως και πάλι η κουβέντα γινόταν για μια ομάδα που «πήγε να πάρει τα ματς με όπλο την επίθεση» και την πάτησε.
Αν βγαίνει κάποιο συμπέρασμα από το φετινό Ευρωμπάσκετ, αλλά και γενικότερα από τις δυο τελευταίες σεζόν, είναι ότι το μπάσκετ στην Ευρώπη αλλάζει προς το αθλητικότερο. Βλέπε Ολυμπιακό του 2012 ή Παναθηναϊκό του 2013. Αναζητούνται, ανεξαρτήτως θέσης, εκείνοι οι παίκτες που με τα προσόντα τους μικραίνουν το γήπεδο, μπορούν να μαρκάρουν οποιοδήποτε αντίπαλο και να πάνε στα ριμπάουντ. Στον τομέα της αθλητικότητας δεν είμαστε τοπ επίπεδο. Κι όταν αναρωτιόμαστε πού πήγε το «μπάσκετ της ελληνικής σχολής», εκείνο το σκληρό (πάντα στα όρια του φάουλ) στυλ ελεγχόμενου ρυθμού και κλινικής ψυχραιμίας στα κρίσιμα λεπτά, από κεκτημένη ταχύτητα χρησιμοποιούμε τα εργαλεία της χρυσής περιόδου 2005-2009. Δηλαδή, μια ομάδα που στηριζόταν σε κάποια παιδιά που εκτός από ταλαντούχα ήταν κι αμάσητα. Όπως ο Βασιλόπουλος, ο Χατζηβρέττας κι ο Τσαρτσαρής. Σκληροί υπασπιστές όχι μόνο του Σπανούλη, αλλά κι άλλων δύο ιερών τεράτων όπως ο Παπαλουκάς κι ο Διαμαντίδης. Κι επειδή ούτε αυτοί θα ξαναγυρίσουν στην Εθνική, ούτε ο Λάσμε με τον Ντόρσεϊ προλαβαίνουν να βγάλουν ελληνικό διαβατήριο, έχουμε άφθονα προκριματικά μπροστά μας για να λύσουμε το υπαρξιακό «ποιοι είμαστε;» και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.