Η τελετή έναρξης των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας είχε ως δέλεαρ μια ταινία που αφήνει μια πλάγια υπόσχεση επιστροφής ενός διακεκριμένου σκηνοθέτη στην φόρμουλα που τον καταξίωσε. Η προηγούμενή ταινία του Almodóvar δεν ήταν από τις καλές του στιγμές, οπότε έμενε να κριθεί αν το «πισωγύρισμά» του στις ταινίες με γυναίκες πρωταγωνίστριες θα έχει κάτι από την παρελθοντική του αίγλη.
Στο δια ταύτα, λοιπόν: Η Julieta συναντά στο δρόμο μια παλιά φίλη της κόρης της, που απουσιάζει τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται να φύγει στην Πορτογαλία μαζί με τον εραστή της, Lorenzo, αλλά τελευταία στιγμή αποφασίζει να μην τον ακολουθήσει και να μείνει στη Μαδρίτη. Το κουβάρι των αναμνήσεων που την οδήγησαν σε αυτό το σημείο αρχίζει να λύνεται και η θλιβερή ιστορία της οικογένειας της πρωταγωνίστριας ανοίγεται μέσα από μια μεγάλη αναδρομή στο παρελθόν. Πως γνωρίστηκε με τον πατέρα της κόρης της; Γιατί η δεύτερη έφυγε μακριά της; Ποια γεγονότα τη σημάδεψαν σε βαθμό που οι πληγές της αδυνατούν να κλείσουν; Και πως εισήλθε η κατάθλιψη στη ζωή της;
Ο Almodóvar είναι ίσως ο μόνος άντρας σκηνοθέτης που μπόρεσε να μιλήσει για τη γυναικεία όψη των πραγμάτων με τόση ευστοχία. Αν και ξεκίνησε ως ένας φασαριόζος camp δημιουργός ενός πανκ σύμπαντος με τραβεστί, χρήστες ναρκωτικών, νυμφομανείς και υστερικές γυναίκες, δεν άργησε να αξιοποιήσει το μελοδραματικό στυλ με τρόπο που κανένας άλλος δεν μπόρεσε να μιμηθεί. Δίνοντάς του ένα σχήμα που άπτεται των ανθρώπινων σχέσεων και της ποπ κουλτούρας, μίλησε για τον έρωτα, τον πόνο, τη μητρική αγάπη, το περιθώριο, την ομοφυλοφιλία και την απώλεια με μια γλώσσα ολότελα προσωπική και άμεσα αναγνωρίσιμη. Οι αναφορές του σε άλλους σκηνοθέτες και καλλιτέχνες που αγαπά είναι ίδιον της φιλμογραφίας του, όπως και ο αισθησιασμός με τον οποίο προσεγγίζει την εικόνα. Η φετινή του ταινία ήταν υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά τελικά δεν κέρδισε. Δίκαια ή άδικα ωστόσο;
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: μετά από ένα μικρό διάλειμμα στο οποίο πειραματίστηκε με τον τρόμο (Το Δέρμα Που Κατοικώ) και θυμήθηκε τις μέρες που σκηνοθετούσε κωμωδίες (Los Amantes Pasajeros), επέλεξε να θέσει ως έκκεντρο σημείο του για μια ακόμα φορά το δράμα μιας γυναίκας που δεν έχει υποφέρει και λίγο στη ζωή της. Αλλά εν αντιθέσει με τις ταινίες του στις οποίες ο γυναικείος πόνος αξιοποιήθηκε στο έπακρον για να θίξει βαθύτερα ζητήματα, εδώ μοιάζει αμήχανος, σαν να μην ξέρει για τι πράγμα ακριβώς θέλει να μιλήσει. Το μελόδραμα είναι παρόν, αλλά φαίνεται σαν να μην υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο στα όσα φαίνονται παρά μόνο η προσωπική τραγωδία της Julieta. Οι διάλογοι ενώ χαρακτηρίζονται από ευγλωττία, δείχνουν πως δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να ειπωθεί από τα όσα ήδη λέγονται. Μπορεί να μιλά για τη σχέση γονέα-παιδιού και τη συγχώρεση, αλλά τα έχει ξαναπεί στο παρελθόν με μεγαλύτερη επιτυχία, στα Ψηλά Τακούνια, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο φιλμ να μοιάζει «αραιωμένο ως προς τη ρητορική του.
Αυτό δε σημαίνει πως πρόκειται για μια ταινία ανάξια λόγου. Σκηνοθετικά απέχει από το επιδερμικό, έχει το «στίγμα» του δημιουργού του, ένα μείγμα εικαστικής σαγήνης και αναφορών, με τον αέρα του μυστηρίου να περικυκλώνει τους πρωταγωνιστές και τη ζωή τους, που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν που πρόκειται να τους οδηγήσει. Οι ηθοποιοί του επιτελούν το έργο τους με εξαιρετικό τρόπο, έστω κι αν το σενάριο που ερμηνεύουν εν τέλει καταλήγει να ανακυκλώνει θέματα για τα οποία έχει ήδη μιλήσει ο Almodóvar με σαφώς μεγαλύτερη πειθώ. Υπάρχουν στιγμές που σε παρασύρει στη γοητεία του και άλλες που δεν καταλήγουν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο ή άλλες που μπορεί να θεωρηθούν ανιαρές. Και αυτό δημιουργεί ένα κλίμα ανισότητας, για όσα θετικά υπάρχουν προκειμένου να την ανεβάσουν, υπάρχουν άλλα τόσα αρνητικά τα οποία επιβαρύνουν την τελική εικόνα.
Αν κάποιος δεν έχει δει άλλες ταινίες του Ισπανού σκηνοθέτη στο παρελθόν, είναι πιθανόν να τη βρει έως και εξαιρετική. Οι υπόλοιποι θα την αντιμετωπίσουν με σεβασμό αλλά θα παραδεχτούν πως δεν έχει αξία αντίστοιχη των υπόλοιπων «γυναικοκεντρικών» του ταινιών.