Τ Α Σ Κ Υ Λ Ι Α
του Γιώργου Καλοζώη
Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς.