Από όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η πιο αγαπημένη μου ήταν η υπόσχεση ότι οι Έλληνες θα αποκτήσουν πάλι «αξιοπρέπεια». Με θυμάμαι να αναρωτιέμαι – μισοαστεία ή μισοσοβαρά – αν η αξιοπρέπεια του ανθρώπου του παρέχεται και του αφαιρείται έτσι απλά, εξωγενώς, αν μας λένε αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή ότι ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του όσο μειώνεται το βιοτικό επίπεδο του.
Νομίζω πως μου πήρε μερικούς μήνες αλλά κατάλαβα τι εννοούσαν, εμπειρικά, διότι μονάδα μέτρησης αξιοπρέπειας δεν βρίσκω. Τις μέρες του δημοψηφίσματος ξεχείλισα από αξιοπρέπεια, δική μου και συμπολιτών μου.
Μια κρίσιμη πλειοψηφία Ελλήνων συμπολιτών μου έβλεπε θετικά την ιδέα ενός δημοψηφίσματος γιατί ήθελε απλώς να ερωτηθεί κάτι, κάτι για τη χώρα που ζει. Ήθελε να πει «ναι» ή «όχι» στο αν του αρέσει αυτό που ζει, ανεξαρτήτως του ερωτήματος.
Συμπτωματικώς μια τέτοια τάση διαφάνηκε στο βρετανικό δημοψήφισμα, όπου πολλοί ψηφίσαν όχι, όχι στη λιτότητα, όχι στον Κάμερον, όχι στους μετανάστες, χωρίς να υπολογίζουν ότι το «όχι» που κέρδισε ήταν μια πραγματική απάντηση σε ένα πραγματικό ερώτημα και μετά εμφανίστηκαν μετανιωμένοι.
Μια ενδιαφέρουσα έρευνα θα ήταν σε τι είπαν όχι οι Έλληνες που ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα το δικό μας. Ακόμη και τα κόμματα κι οι φορείς του που υποστήριξαν το «όχι» δεν είχαν μια συγκεκριμένη κοινή απάντηση στο τι σημαίνει αυτή η ψήφος. Η διαφορά με τη Βρετανία είναι αν θέλετε αυτή ακριβώς: οι φορείς και τα κόμματα ήθελαν ξεκάθαρα αποχώρηση ή μη από την ΕΕ για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικό σχέδιο. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ούτε αυτή η μίνιμουμ συμφωνία για το τι σημαίνει η ψήφος μας.
Αυτό βέβαια δεν είναι ακατανόητο. Για να έχεις μια συγκεκριμένη απάντηση πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο ερώτημα. Δεν ξέρω κατά πόσο το έχουμε συνειδητοποιήσει γι’αυτό αξίζει να το λέμε συχνά: το ελληνικό δημοψήφισμα ήταν μια φοβερή πρωτοτυπία στην έννοια των δημοψηφισμάτων παγκοσμίως. Τα δημοψηφίσματα είθισται να έχουν ένα καθαρό ερώτημα το οποίο απαντιέται με ένα ναι ή ένα όχι αφού έχει προηγηθεί μια προδημοψηφισματική περίοδος κατά την οποία ο πολίτης ενημερώνεται επαρκώς για το θέμα. «Θέλετε να μείνουμε ή να φύγουμε από την Ευρώπη;.» «Θέλετε να έρθουν κι άλλοι μετανάστες στη χώρα ή όχι;» «Θέλετε να έχουμε βασιλιά ή όχι;»
Μια κρίσιμη πλειοψηφία Ελλήνων συμπολιτών μου έβλεπε θετικά την ιδέα ενός δημοψηφίσματος γιατί ήθελε απλώς να ερωτηθεί κάτι, κάτι για τη χώρα που ζει. Ήθελε να πει «ναι» ή «όχι» στο αν του αρέσει αυτό που ζει, ανεξαρτήτως του ερωτήματος.
Στην Ελλάδα το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν δυο κείμενα σε κακή μετάφραση από τα αγγλικά. Ο πολίτης εκλήθη να ενημερωθεί και να εγκρίνει ή να απορρίψει ένα κείμενο-πλαίσιο συμφωνίας χρηματοδότησης και για μια οικονομοτεχνική μελέτη για το χρέος.
Κάντε μεταξύ σας ένα άτυπο γκάλοπ. Ρωτήστε πρώτα τον εαυτό σας και μετά συγγενείς κι ανθρώπους του περιβάλλοντος σας αν διάβασαν, κατάλαβαν και διαμόρφωσαν προσωπική αδιαμεσολάβητη και αναμφισβήτητη άποψη, όπως αξίζει σε κάθε πολίτη που αποφασίζει για το μέλλον του, για το “debt sustainability analysis” για το οποίο ψήφισαν. Θα μου πει κάποιος «γιατί ρε κοπέλια, όταν ψηφίζουν στις εκλογές διαβάζουν όλοι το πρόγραμμα του κόμματος που ψήφισαν;» Όχι. Μόνο που αν θέλετε αυτό είναι μέρος της δημοκρατικής συνθήκης, του δημοκρατικού «παιχνιδιού». Τα δημοψηφίσματα είναι ένα άλλο πράγμα.
Με το μέσο πολίτη λοιπόν να μην είναι σε θέση – διότι, σορι, δεν είμαστε όλοι ειδικοί – έστω και να διαβάσει σωστά το ένα από τα δυο κείμενα, φτάσαμε στην κάλπη μετά από μια αδιανόητα, για δημοψήφισμα, σύντομη περίοδο κατά την οποία έπρεπε να ενημερωθεί από τα κόμματα, τους φορείς και τα ΜΜΕ. Το σχέδιο απαξίωσης όλων αυτών δούλεψε ρολόι. Από τη μια, οι υπέρμαχοι του όχι, με μαξιμαλιστικές υποσχέσεις – που διαψεύστηκαν από τη ζωή – και συνθήματα πάνω σε όμορφες μεγάλες ιδέες όπως η ανεξαρτησία, μπόλικη συνωμοσιολογία για πραξικοπήματα, κέρδισαν εύκολα, πατώντας πάνω στο παραπάνω αξίωμα: πες όχι σε ότι σε ενοχλεί, πες όχι στη Μέρκελ, πες όχι στη δημοσιονομική πειθαρχία, πες όχι στις περικοπές, πες ναι στην ελευθερία, στην αυτοδιάθεση του λαού, στην Ευρώπη της αλληλεγγύης. Στοχοποίηση όσων διαφωνούν, ταξικές αναλύσεις χωρίς σοβαρά εργαλεία, επίκληση μιας περίεργης λαϊκότητας από ανθρώπους με πολλά χρήματα σε λογαριασμούς στο εξωτερικό προς συμπολίτες τους που στέκονταν μέσα στη ζέστη στα ΑΤΜ για τα 60 ευρώ της μέρας.
Από την άλλη, οι υπέρμαχοι του ναι, μετά από μια σύντομη καταγγελία των απίθανων συνθηκών διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, μπήκαν στο χορό μιας καμπάνιας πειθούς που έμοιαζε χαμένη από χέρι. Εκτός αν πίστευε κανείς πραγματικά πως τα πλακάτ εναντίον του συνδικαλισμού και η μπλε σημαία με τα αστέρια θα αγγίξει συναισθηματικά εκείνη την κρίσιμη μάζα που τελικά διαμορφώνει πλειοψηφίες.
Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση με ΠΝΠ νομιμοποιούσε τα πάντα και πρώτα πρώτα την αλλαγή των ίδιων των κανόνων περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος που άλλαξαν για να μην ταυτιστεί το περήφανο «όχι» που υποστήριζε η κυβέρνηση με το περήφανο «όχι» που υποστήριζε η Χρυσή Αυγή. Μύτη δεν άνοιξε γι’ αυτή την πρωτοφανή τροποποίηση «εκλογικού» νόμου με ΠΝΠ, μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος.
Τα δημοφιλή ΜΜΕ ήταν σε υστερία. Το Συμβούλιο της Ευρώπης κατήγγειλε τις συνθήκες διεξαγωγής ως παράτυπες. Η χώρα στέγνωνε από ρευστότητα. Οι εταίροι πρότειναν διαμεσολαβήσεις κι εναλλακτικές προτάσεις μπας και έσωναν οτιδήποτε, αν σωζόταν. Οι κυβερνητικοί υπέγραφαν το κλείσιμο των τραπεζών και μετά έβγαιναν κι έλεγαν ανερυθρίαστα ότι τις έκλεισαν οι ξένοι. Ο Καμμένος, με τον Τσιπρα να στέκεται δίπλα του, διαβεβαίωνε ότι ο στρατός διασφαλίζει την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας. Το Bloomberg αποκάλυψε ότι το μεταφρασμένο κείμενο της ανάλυσης του χρέους που τέθηκε σε ψηφοφορία έγραφε πως «δεν υπάρχει ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους» ενώ το αρχικό κείμενο έγραφε, αντιθέτως, πως «υπάρχει ζήτημα βιωσιμότητας». Η κυβέρνηση μας παραπλάνησε. Και πάλι, δεν κουνήθηκε φύλλο.
Εξάλλου, ποιος ασχολήθηκε με το ερώτημα που έγραφε πάνω το ψηφοδέλτιο του δημοψηφίσματος;
Ήταν λοιπόν μια μάχη συναισθημάτων και μια μάχη επιβολής. Δεν ήταν μια μάχη θέσεων. Το διακυβευόμενα δεν ήταν οι προτάσεις Γιούνκερ και λοιπά μπαρμπούτσαλα. Ήταν μια κατάσταση εξαίρεσης και εκεί το πάνω χέρι το έχει αυτός που την ορίζει. Το διακυβευόμενο λοιπόν ηταν η κυριαρχία τους κι η αξιοπρέπεια μας. Το ερώτημα σε κάθε περίπτωση μεταβολίστηκε ως ένα ζήτημα επιβιωτικό: κάποιοι ψήφισαν για την παραμονή μας στην ευρωζώνη, άλλοι ψήφισαν κατά των μνημονίων ή του Σόιμπλε, άλλοι ψήφισαν για την παραμονή του Τσίπρα στην εξουσία κι η ίδια η κυβέρνηση παραδέχτηκε κυνικά πως αν έπαιρνε μια συμφωνία χωρίς το δημοψήφισμα, μάλλον θα είχε πέσει.
Επιστρέφοντας στην αξιοπρέπεια, επιτρέψτε μου να μεταφέρω προσωπικές εικόνες. Εκείνες τις μέρες οι δημοσιογράφοι δεν κοιμηθήκαμε στάλα. Στο ραδιόφωνο κάναμε έκτακτη ροή κάθε μέρα, τρεφόμασταν με καφέδες και τσιπς, φεύγαμε από τα μικρόφωνα και πέφταμε σαν ζαλισμένα κοτόπουλα στους καναπέδες με τα ρούχα. Είδα ανθρώπους που θεωρούσα σκληρούς να κλαίνε από τα νεύρα και την εξάντληση. Είδα γιαγιάδες να κινδυνεύουν με λιποθυμία σε ουρές στις τράπεζες με αγωνία για τη σύνταξη. Ένα απόγευμα σταμάτησα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου για τσιγάρα. Ο ψιλικατζής με ρώτησε τι πιστεύω για τη συμφωνία και για τη βιωσιμότητα του χρέους γιατί σκεφτόταν τι να ψηφίσει στο δημοψήφισμα. «Δεν ξέρω», του είπα. «Δεν ξέρω αν το χρέος θα είναι βιώσιμο.» Δεν είχα το κουράγιο να του πω μια εξυπνάδα.
Στο εκλογικό κέντρο από τα νεύρα μου έσκισα το ψηφοδέλτιο σε μικρά κομματάκια και το έσφιγγα στο χέρι μου και πήγα κι έκατσα στα σκαλιά του σχολείου και κάπνιζα για ένα εικοσάλεπτο μόνη κοιτώντας το πεζοδρόμιο. Είχα απαντήσεις για τη ζωή μου, για τη χώρα, για την Ευρώπη, για το ευρώ. Διάβαζα ασταμάτητα εκείνες τις μέρες σαν να δίνω εξετάσεις αλλά, όχι, δεν είχα άσους στο μανίκι μου για το debt sustainability analysis ούτε για το ΕΚΑΣ ούτε για τον ΑΔΜΗΕ. Ήθελα να έχω. Ένιωθα σαν το σχολείο που αν δεν είχα την απάντηση για την συγκεκριμένη ερώτηση του δασκάλου ντρεπόμουν. Τέτοιο πνιγμό από ματαιότητα και κούραση στα 30 μου δεν τον είχα ξαναζήσει. Δεν ήταν μόνο εκείνος ο ένας μήνας. Είναι κι αυτά τα έξι χρόνια μη κανονικότητας που έρχονται ξαφνικά και κάθονται στο στομάχι σου σαν στόκος.
Μετά τη νίκη του «όχι», ήρθε η ώρα του κυρίαρχου Αλέξη Τσίπρα να ξαγρυπνήσει στη δυσκολότερη βραδιά της ζωής του. Εκείνες τις 17 ώρες διαπραγμάτευσης. Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε και θα τα ζήσουμε ακόμη πιο σκληρά τους επόμενους μήνες. Όσοι λέγαμε πως είτε θα υπάρξει συμφωνία είτε Grexit επιβεβαιωθήκαμε. Η κυριαρχία κι οι χοροί για το «όχι» μετετράπησαν σε ήττα ή παραίτηση. «Αυτό είναι ένα πραξικόπημα», έγραφαν και οι κάλπες του Σεπτεμβρίου ήταν κάτι σαν χανζαπλάστ στην πληγή.
Όλοι μαζί ηττηθήκαμε. Το κατάλαβα λίγο καιρό μετά, όταν είδα σε εκείνο το ντοκιμαντέρ του Arte τον Μοσκοβισί να αποκαλύπτει πως σε εκείνες τις δραματικές συνόδους τον πρωθυπουργό τον έπιανε από το χέρι ο υπουργός του, τον διόρθωνε και μετά τον οδηγούσε σε μια αίθουσα δίπλα για να του υποδείξει τι να πει κι ένιωσα για μια στιγμή μια βαθιά ποταπή ικανοποίηση για εκείνα τα είκοσι λεπτά έξω από το εκλογικό τμήμα και το σκισμένο ψηφοδέλτιο στην ιδρωμένη μου παλάμη.
Λυπάμαι που δεν ένιωσα άσχημα, αλήθεια. Ένα χρόνο μετά τι κερδίσαμε; Μια σκληρή ήττα των μαξιμαλισμών – όχι οριστική, δεν βιάζομαι, είναι γοητευτικοί άλλωστε. Τι χάσαμε; Κάτι από την αξιοπρέπεια που μας έταξαν.