Η Α Ν Ο Δ Ο Σ
του Βασίλη Νούλα
Η άνοδος της στάθμης των υδάτων,
είπαν αργότερα οι ειδικοί, συνέβη σταδιακά.
Μέρα τη μέρα, χιλιοστό το χιλιοστό,
η θάλασσα φούσκωνε ανεπαίσθητα
εωσότου κάλυψε τις παράκτιες περιοχές.
Όμως εγώ έντρομος ξυπνώ μέσα στη νύχτα
πετάγομαι ορθός με τις πιτζάμες πάνω στο κρεβάτι
που πλέει σαν γόνδολα στους δρόμους της λουτρόπολης.
Ψυχή δεν συναντώ, όλοι πνίγηκαν μες στον ύπνο τους,
όλοι χάθηκαν σε μια νύχτα, κατά τη στιγμή
της αιφνίδιας εφόδου της θαλάσσης.
Με καταλαμβάνει πανικός. Η υγρασία και το κρύο
τρυπούν το γέρικο κορμί μου. Τυλίγομαι
με τα σκεπάσματα του κρεβατιού.
Προσπαθώ να αποφύγω τη σύγκρουση με τις προεξοχές
και τα κάγκελα των κτιρίων. Σύντομα η θάλασσα
σηκώνει το κρεβάτι μου πάνω από τις στέγες,
προς τον νυχτερινό ουρανό. Τώρα η πόλη έχει εξαφανιστεί.
Κουκουλωμένος με τα σεντόνια τρέμω
από το ψύχος και το φόβο. Μένω εκστατικός:
Μέσα από σιωπηλά μαύρα νερά
που ολοένα ανεβαίνουν
με φωσφορισμούς προελαύνουν νοερά
τ’ απειράριθμα κοπάδια
των μεδουσών του πολικού Βορρά.