Τ Ο Ω Ρ Α Ι Ο Ν Η Σ Ι
του Ιωάννη Γρυπάρη
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει.
Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα στὴ χαρά μου
Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,
ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρημο καὶ μόνο
μ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ᾿ ἄκρα ῾πελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.