Δεν είμαι ειδικός σ’ αυτά τα θέματα, αλλά το πρόβλημα που με βασανίζει είναι σε ποια γλώσσα έγινε ο διάλογος μεταξύ Ποντίου Πιλάτου και Ιησού Χριστού. Η μητρική γλώσσα του Πιλάτου ήταν η λατινική, αλλά οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί την εποχή εκείνη μιλούσανε μάλλον και την ελληνική. Ας πούμε ότι είχε μάθει, για πραχτικούς λόγους, και λίγα αραμαϊκά, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν πολύ περήφανοι και σίγουρα δεν καταδεχόντουσαν να χρησιμοποιήσουν τοπικές γλώσσες και διαλέχτους σε τέτοιες περιστάσεις. Ίσως κάποιος απ’ τη γερουσία των Εβραίων να μιλούσε άνετα τη γλώσσα των Ρωμαίων καταχτητών.
Ο Χριστός όμως; Δεν μπορώ να φανταστώ έναν ξυλουργό γλωσσομαθή. Η όψη του Καίσαρα πάνω στα ρωμαϊκά νομίσματα ήταν σίγουρα γι’ αυτόν ό,τι ήξερε όλο κι όλο για τη Ρώμη. Επομένως, κατά τη γνώμη μου ο διάλογος ανάμεσα στους δύο έγινε ή με τη βοήθεια διερμηνέα ή περίπου με τον τρόπο με τον οποίο σήμερα ένας Αμερικανός πρεσβευτής που ξέρει τσάτρα πάτρα μερικές ιταλικές λέξεις θα μπορούσε να μιλήσει μ’ ένα Σικελό χωρικό.
Φανταστείτε το γλωσσικό δράμα εκείνης της στιγμής. Ποιο νόημα άραγε πήρανε για τον έναν ή τον άλλο λέξεις όπως «θεός», «βασιλιάς», «αλήθεια»; Οι αποικιακοί πόλεμοι είναι γεμάτοι από εκτελέσεις που έγιναν εξαιτίας γλωσσικών παρεξηγήσεων κι από διερμηνείς που έλυσαν τα προβλήματα όπως τους βόλευε, ξεγελώντας χωρίς ενδοιασμούς τα δύο αντιμέτωπα μέρη. Φανταστείτε την τραγωδία, ένα Κείμενο να ερμηνεύεται με διαφορετικούς Κώδικες. Ίσως εκείνη η στιγμή, η μία από τις πιο συγκινητικές κι ανθρώπινες στιγμές ενός δράματος που -στο ίδιο επίπεδο- εκτυλίσσεται ακόμη καθημερινά μέχρι τώρα. Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο καρφωμένο στο σταυρό σκεφτόμαστε ότι τα πάθη του είναι και δικά μας πάθη. Δικά μας είναι όμως και τα βάσανα των ανθρώπων που δεν καταφέρνουνε να εκφραστούνε. Ο εργάτης ξέρει εκατό λέξεις, τ’ αφεντικό χίλιες: γι’ αυτό κι ο δεύτερος είναι τ’ αφεντικό. Το είπε κι ο Dario Fo.