Μια ζέστη παράξενη. Ξημέρωνε Κυριακή. Το πάρτι στον λόφο του Στρέφη έπεφτε σα σημαία μεσίστια. Ήταν ντυμένη στα μαύρα. Παντελόνι και δυο μπλουζάκια το ένα πάνω στ’ άλλο. Ένα σακίδιο στην πλάτη, τ’ ακουστικά στα αφτιά της. Κρατούσε και ανθοδέσμη. Ο χλιαρός αέρας συγκρατούσε τα χνώτα των μεθυσμένων γύρω της. Άλλοι χόρευαν ακόμα, και πάνω στα δέντρα. Πάνω τους όλος ο εμετός των social media. Ο Νίκος κάπου ανάμεσα. Εκείνος επέμενε να έρθουν. «Ζωή, μόλις αισθάνεσαι ότι βουλιάζεις πρέπει να ψάχνεσαι, άραξες σε ένα γραφείο τρία χρόνια και έχεις χάσει είκοσι», της είπε.
Σε λίγο κατέβαινε τα σκαλιά στους πρόποδες του λόφου.
«Μοναξιά μου όλα / μοναξιά μου τίποτα / μη μ΄ αφήνεις τώρα που είναι όλα πιο δύσκολα!» ηχούσε από τα ακουστικά στα αφτιά της. Καθώς γραπώθηκε απ’ το κάγκελο ήταν σα να ΄νιωσε ένα άλλο χέρι μες στο δικό της. Στις γύρω πολυκατοικίες, στα ρετιρέ, οι ξεθωριασμένες τέντες ήταν κατεβασμένες ως τα κάγκελα. Στον τέταρτο όροφο χωρίς μπουγάδες. Στον τρίτο κατεβασμένα γκρι παντζούρια, στο δεύτερο μέχρι τη μέση. Στον πρώτο γυναίκες με ξεχειλωμένες φόρμες από φλις να μπαινοβγαίνουν στις μπαλκονόπορτες. Ή να σιδερώνουν παιδικά ρούχα και αντρικά πουκάμισα. Ή να κάνουν ζάπινγκ χωρίς τίποτα να αλλάζει. Της ήρθε μυρωδιά λαδιού όταν τσιγαρίζουν κρεμμύδια. Από υπόγειο. Είδε ένα αγόρι στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Κρεμασμένο στα κοντά κάγκελα, αλλά κάποιος ανέβαζε τα ρολά απέναντι και τα μάτια του αγοριού καρφώθηκαν εκεί.
Η Ζωή πέρασε κάθετα τη Ζωοδόχου Πηγής. Προχωρώντας προς τη Χαριλάου Τρικούπη έφτασε έξω από το ξενοδοχείο τρία Χ. Ένας οδηγός της κλείνει τον δρόμο για να παρκάρει. Πήγε μπροστά του να τον βρίσει και είδε στη θέση του οδηγού τον θείο της. Η γυναίκα στη θέση του συνοδηγού δεν ήταν η γυναίκα του. Ήταν ξανθιά, τύπος μεσημεριανής εκπομπής. Ο θείος της βγήκε από το αυτοκίνητο και ήρθε μπροστά της και τη ρώτησε «Ζωή, πως κι από εδώ;» Η γυναίκα του, η θεία της Ζωής, ξανθιά κι εκείνη, άλλης απόχρωσης. Κάθε απόχρωση με τις φιλοδοξίες της, γέλασε η Ζωή. Η θεία θα έρθει στο γάμο της μάνας τής Ζωής. Στην εκκλησία θα πολιορκήσει με βλέμματα τη Ζωή και θα της πει ότι εξακολουθεί να ντύνεται σα μαθήτρια τεχνικού λυκείου. Θα της συστήσει να δει τη σελίδα της στο Internet. Θα της προτείνει κάποιες διορθώσεις όπως αύξηση στήθους, κόψιμο μύτης, λιποαναρρόφηση γλουτών για να καταλήξει ότι είναι τελείως αγύμναστη και να προσέξει μην εθιστεί στο αλκοόλ. Τα ίδια που της είχε πει πριν χρόνια όταν βρέθηκαν στην κηδεία του παππού της. Η Ζωή πριν την σπρώξει με τον αγκώνα θα της πει ότι είναι μια θλιβερή κι ανοργασμική πενηντάρα, που παριστάνει την τριαντάρα και μοιάζει σαραντάρα.
Έφτασε στην στάση. Κανείς δεν περίμενε. Πίσω της μια κάβα. Στη βιτρίνα μπουκάλια με κρασιά μέσα σε καλάθια στολισμένα με λουλούδια και φιόγκους. Ανάμεσα στα λουλούδια και τους φιόγκους η Ζωή βλέπει και ένα μωλωπισμένο πρόσωπο γυναίκας, σπασμένη μύτη, μαυρισμένα μάτια. Ένας κάδος δίπλα. Για να μην ξεχνιόμαστε. Πράσινος. Και λένε πως δεν έχει καθόλου πράσινο αυτή η πόλη. Να αναδίνει μπόχα. Σάπιο κρέας μάλλον. Υπάρχει ακόμα ευμάρεια; μήπως οι σακούλες έκρυβαν κάποια γυναίκα; Η Ζωή ξαφνικά θυμήθηκε ένα έγκλημα, χρόνια πριν, που είχε συγκλονίσει τη μάνα της κι ύστερα αποφάσισε να χωρίσει τον πατέρα της. Ο πατέρας της είχε κάνει ένα ακόμη στιγμιαίο παράπτωμα. Αυτή τη φορά με τη γυναίκα του θείου. Η μάνα της Ζωής είπε τέρμα η θυσία και η υπομονή, τι ήταν αυτή πριν αρπάξει το γιατρό τον αδερφό μου, πούλαγε ρούχα, έκανε μακρινά ταξίδια και το ΄παιζε κοσμοπολίτισσα. Ο πατέρας της Ζωής βρομούσε κρασί, τσίπουρο και το βράδυ ουίσκι. Ο εγκληματίας είχε στραγγαλίσει τη γυναίκα του. Κομμάτιασε το πτώμα της με αλυσοπρίονο και έβαλε τα κομμάτια σε μαύρες σακούλες για να μη φαίνονται οι λεκέδες. Τις πέταξε σε κάδο στην Αχαρνών. Πως την έλεγαν; Νέα, πολύ όμορφη, η Ζωή είχε δει τη φωτογραφία της στις εφημερίδες. Τη συναρμολόγησαν στο νεκροτομείο. Πως την έλεγαν; Το λεωφορείο μόλις φρέναρε. Μπήκε από την πίσω πόρτα. Ακύρωσε το εισιτήριο και κοίταζε για κάθισμα. Είδε μια κενή θέση, δεξιά στο παράθυρο. Αν και θα προτιμούσε τη μοναχική πίσω από τον οδηγό κάθισε εκεί. Δίπλα της μια ηλικιωμένη. Απέναντι άλλες δύο. Κάτι έλεγαν και έμεινε ο απόηχος των τελευταίων τους συλλαβών. Η Ζωή γύρισε στο παράθυρο.
«Στις άδειες πόλεις που γυρνάς εικόνες σε ξοδεύουν /αδύναμος να προσκυνάς αυτούς που σε ληστεύουν!» Η ζωή έβγαλε το ένα ακουστικό. Έσκυψε πάνω στα λουλούδια που κρατούσε. Πέντε. Μονός αριθμός. Κοίταζε τις τζαμαρίες στα ισόγεια των πολυκατοικιών. Αδειανά καταστήματα, πίσω από τις πόρτες φάκελοι με λογαριασμούς, μια γυμνή κούκλα, μισοάδεια ράφια, χαρτόκουτα μισάνοιχτα, σκόνη παντού και κολλημένα: «Ενοικιάζεται το παρόν».
«Καλημέρα και καλό σας απόγευμα. Τέσσερις στυλούς ένα ευρώ».
«Η οχιά η συννυφάδα μου», άρχισε να λέει η γυναίκα δίπλα στη Ζωή, «όποτε ήταν έδινε τα χάπια στον κουνιάδο μου. Καρδιοπαθής. Του έκανε κηδεία! Κουστουμαρισμένο, καρφίτσα στη γραβάτα, το φέρετρο μασίφ οξιά. Μετά τα σαράντα του έβαψε τους τοίχους με χαρούμενα χρώματα. Τα ρούχα του, γιούκο, τα πήγε στην εκκλησία. Μα να πουλήσει το κρεβάτι τους στην Αλβανίδα;» Η γυναίκα καθώς μιλούσε τραβούσε τις τελευταίες συλλαβές με φάλτσα βραχνάδα. Από το μπροστινό κάθισμα για μια στιγμή έστρεψε το μισό της πρόσωπο μια γυναίκα με κότσο.
Η Ζωή μέσα από τα σκούρα γυαλιά κοίταζε τη διπλανή της και τις άλλες δύο απέναντι. Την έγδυναν με το βλέμμα τους. Ντυμένες παρόμοια. Φαρδυμάνικες πουκαμίσες με γυαλιστερά κουμπιά και βάτες στους ώμους. Μαντίλια δεμένα με κόμπους στους λαιμούς τους. Φούστες με κουφόπιετα κάτω από το γόνατο, φαίνονταν κομπινεζόν. Καλσόν μόκα και παπούτσια με αερόσολες. Τα μέτωπά τους χαμηλά, τα μαλλιά με φράντζες σαν υπόστεγο. Μύριζαν λακ. Ψαλιδισμένα στους κροτάφους και κομμένα πάνω από τους ζαρωμένους λαιμούς τους. Οι ρυτίδες στα πρόσωπά τους να δημιουργούν στην καθεμιά διαφορετικά χαντάκια και σχήματα. Η Ζωή θα μπορούσε να τα διαβάσει. Να διαβάσει και τις φευγαλέες κινήσεις των ματιών τους. Ίσως και των χειλιών.
Έγινε στάση. Η Ζωή παρατηρούσε του επιβάτες να μιλάνε στα κινητά. Άλλοι, χαζοχαρούμενοι και νευρικοί. Οι περισσότεροι έμοιαζαν να λυπούνται, δίχως να ξέρουν τι. Τον άλλο; Όχι, τα αδέσποτα. Στα πεζοδρόμια, στις πυλωτές, αφημένα πάντα κεσεδάκια με τροφή.
«Παρακαλώ, κρατείστε τέσσερις στυλούς ένα ευρώ».
Έφταναν στο τέλος της Τρικούπη. Η γυναίκα δίπλα της με παρατεταμένο τικ στο μάγουλο. Και τρέμουλο στο πόδι. Πολυκατοικίες στη σειρά έκρυβαν το Λυκαβηττό. Το φανάρι άναψε πορτοκαλί, ο οδηγός γκάζωσε και με απότομο ελιγμό βγήκε στην Αλεξάνδρας.
«Ο άντρας μου όλο να με ευγνωμονεί στα τελευταία του. Να έχεις φωτογραφία μου στο σαλόνι, το μνημόσυνό μου να το βάλεις στην εφημερίδα. Και πάλι να με ευγνωμονεί», είπε η γυναίκα δίπλα στη Ζωή σταμάτησε και έστριβε τη βέρα της.
«Τη βέρα την έχεις γυαλίσει;» τη ρώτησε η απέναντι.
«Έχει σφηνώσει, δεν βγαίνει».
Γύρισε με το μισό πρόσωπο και η μπροστινή με τον κότσο, και το στόμα της φάνηκε να στραβώνει. Η Ζωή έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Σήκωσε τα γυαλιά πάνω από το μέτωπο. Ίδρωνε. Κοίταζε ψηλά. Αδιάφορα. Ο ουρανός δεν ξυπνούσε τίποτα μέσα της. Ακόμα και το ηλιοβασίλεμα την άφηνε αδιάφορη. Τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο. Η ατμόσφαιρα σκούρυνε. Το υπόλευκο κτίριο του Άρειου Πάγου αριστερά φάνηκε σα να είχε χάσει το βάρος του και να παραπαίει. Η Ζωή κοίταξε δεξιά.
«Τις νύχτες ντύνεσαι μικρός κάποιον να ξεγελάσεις / στα μάτια του να κυνηγάς παλιούς μικρούς κανόνες!» πίεσε το ακουστικό στο αφτί της. Έμεινε η ματιά της στην επιγραφή «Το αυτόφωρο». Εστιατόριο για τους ξενύχτηδες. Γουαλδακιβίρ, θυμήθηκε και ήρθαν στο μυαλό της παλιές εικόνες. Έξι το πρωί είχαν καταλήξει στο «Αυτόφωρο» με έναν Ισπανό ελληνιστή, που ρούφαγε πατσά και απάγγελνε Λόρκα. Είχαν πιει τεκίλα στην πλατεία Μαβίλη. Η Ζωή είχε πάει εκεί περασμένα μεσάνυχτα. Ήταν τα γενέθλιά της. Πήρε τούρτα και είκοσι πέντε κεράκια. Έκλεινε τα είκοσι εννιά. Τότε είχε σχέση με τον Φίλιππο. Τον περίμενε, ώσπου βρόντηξε πίσω της την πόρτα. Βρέθηκε στο σκαμπό του μπαρ στην πλατεία. Ένας ηθοποιός, πρωταγωνιστής όταν οι ταινίες ήταν ασπρόμαυρες, επέμενε να την κεράσει. Αντίπαλός του ένας συγγραφέας που είχε πηδήξει το μισό Κολωνάκι. Ξημερώματα μπήκε στο μπαρ και ο Ισπανός. Με τον Φίλιππο χώρισαν. Γενικά παίζει πολύς χωρισμός, πολύ μοναξιά, αναλογίστηκε η Ζωή. Μια συνάδελφος στη δουλειά τής κατέβασε δύο καινούργιες εφαρμογές στο κινητό. Ερωτικό G.P.S Το Tinder και το Grintr. Το πρώτο ήθελε πολύ δουλειά. Το δεύτερο ήταν ξεκάθαρο, πήδημα μόνο. Πήγε στο κέντρο της Αθήνας και το ενεργοποίησε. Με ένα πάτημα έβλεπε και την έβλεπαν οι ενεργοποιημένοι τριγύρω. Όποιον δεν ήθελε, με ένα κλικ θα τον πέταγε στον κάδο. Ο πρώτος που πέταξε στον κάδο ήταν ο Νίκος. «Ζωή, μην πας κόντρα στα πράγματα, άφησε τα να έρθουν από μόνα τους», της είχε πει ο Νίκος, ήθελε χρόνο να σκεφτεί, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος. Δυο χρόνια τρέλας, έντασης και την παρατούσε ξαφνικά. Πρέπει να τα ζήσω όλα τα κλισέ; αγανάκτησε η Ζωή.
«Έρωτας που μυρίζει πια / αρένα στο άγγιγμά του!» χαμήλωσε την ένταση.
«Έχω κανονίσει με τον παπά για τρισάγιο», άρχισε ξανά η γυναίκα δίπλα της. «Από την Αθηνάς αγοράζω στάρι, ρόδι, βάζω αμύγδαλο βρασμένο και τα ζαχαρωτά σταυρό στο δίσκο». Είπε για πρόσφορα και τυφλοψώμια. Πώς από το νοσοκομείο παρέδωσε τον νεκρό άντρα της στο νεκροτομείο και από εκεί στο γραφείο τελετών. Τι κάσα; Ανοιχτή; Κλειστή; Πόσοι παπάδες; Πόσοι ψαλτάδες; Λουλούδια; Πολυέλαιοι; Μακιγιάζ; Πως να έπαιρνε το λείψανο στο σπίτι; Δε χωρούσε το φέρετρο στο ασανσέρ ούτε θα το ανέβαζαν από τις σκάλες. Θυμήθηκε την ολονυχτία κάποτε πλάι στο νεκρό και τις μοιρολογίστρες.
Οι γυναίκες έμοιαζαν κλεισμένες η κάθε μια στις σκέψεις της. Η Ζωή τις μύριζε, αφουγκραζόταν τις ανάσες τους…το λαχάνιασμα. Κατέβασε τα γυαλιά της. Η Ζωή ήταν τριάντα χρόνων. Οι γυναίκες αυτές είχαν παντρευτεί με συνοικέσια και προίκα και γίνει μάνες μέχρι τα τριάντα, σκέφτηκε. Έζησαν μετρημένες, νοικοκυρεμένες ζωές, και έχοντας αυτή την ιδέα νόμιζαν ότι θα τις γλίτωνε από το θάνατο. Τις κοίταζε. Το βλέμμα της τελευταία όλο και θόλωνε. Καλύτερα να μη βλέπει καθαρά στον καθρέφτη της. Μακριά έβλεπε καλά. Επίσης παρατηρούσε. Είδε μέτρα μακριά μια γυναίκα να βγαίνει από ταξί. Ένας άντρας την περίμενε, την πήρε αγκαζέ. Είδε ότι την έπιασε από το δεξιό μπράτσο. Αν ήταν ζευγάρι θα την έπιανε από το αριστερό.
Το λεωφορείο φρέναρε. Η γυναίκα δίπλα της είπε με φωνή τελάλη, «έχω ωραία φωνή εγώ! Ήθελα να βγω στην τηλεόραση. Εξαιτίας του…. Δίπλα από το μνήμα του άντρα μου είναι ο Κούρκουλος. Ζήτησε να τον θάψουν με τη μάνα του. Η Λάτση δε θα τον παράχωνε εκεί, θα τον έβαζε στο πρώτο νεκροταφείο με τα μαυσωλεία και τα αγάλματα… λες και θα σηκωθεί να τα δει!»
«Xanax παίρνεις;» τη ρώτησε η απέναντι.
«Lyrika, έχω χρόνια αυπνία», της απάντησε.
«Δόξα σοι ο Κύριος!» μουρμούριζε η γυναίκα με τον κότσο από το μπροστινό κάθισμα».
«Εγώ διαζύγιο δεν του δίνω» είπε η απέναντι, «ο καθένας τη ζωή του, εγώ την ίδια, αυτός και με μια καπάτσα ζωντοχήρα στα Πατήσια».
«Στα άνω ή στα κάτω;» ρώτησε η διπλανή της Ζωής.
«Ανάμεσα», της είπε.
«Άξιος!» φώναξε ένας όρθιος.
Οι γυναίκες σταμάτησαν. Κοίταζαν τη Ζωή. Συνωμοτικά μάλλον. Θα σκέφτονταν, τι ανάγκη έχει αυτή, όλοι οι άντρες από πίσω της θα τρέχουν, θα διαλέξει, ενώ εμείς μάτι δε σηκώναμε στα χρόνια μας. Μα, κοίταξέ την πως μας κοιτάει!
Η διπλανή της έβγαλε από την τσάντα της δύο βελόνες. Μετά ένα κουβάρι με μαλακό νήμα. Καθώς έπλεκε μονολογούσε: «Φτιάχνεις καλές, ανάποδες, χάνεις πόντους».
Το λεωφορείο ακινητοποιήθηκε. Στο ύψος της ΓΑΔΑ. Είχαν κλείσει τη μεσαία και τη δεξιά λωρίδα. Μέτρα μπροστά ένα άλλο λεωφορείο είχε μείνει. Οι στριμωγμένοι φώναζαν τι τραβάνε με τη συγκοινωνία. Οι οδηγοί τρέχουν, βρίζουν, φτύνουν και φρενάρουν απότομα. Ένας Αλβανός άρπαξε και στρίμωξε δυο Πακιστανούς, «βρομιάρηδες και πούστηδες», τους έβριζε και τους τραβούσε να σηκωθούν. Ακούστηκαν οι πόρτες ν΄ ανοίγουν.
Η Ζωή άνοιξε το σακίδιό της. Δεν είχε πορτοφόλι με φωτογραφίες ούτε πιστωτικές κάρτες. Μόνο την κάρτα μισθοδοσίας. «Τακτοποιήθηκες, έχεις σταθερή δουλειά και μέλλον», της είχε πει η μάνα της καπνίζοντας. Marlboro Flavor mix. Σε μαλακό πακέτο. Πάντα να φυσάει τον καπνό πάνω. Η μάνα της έκανε τα χαρτιά για τη θέση. Το μέσον της κληροδοτήθηκε απ’ τον παππού. Καμιά ερώτηση για το τι θα ήθελε να κάνει η Ζωή. «Εγώ δεν ξέρω λογιστική;» την είχε ρωτήσει. «Τώρα τακτοποιήθηκες», της ξανάπε. Έγκυος η μάνα της στα σαράντα εννιά. Φρόντισε να βγάλει και ένα στεγαστικό δάνειο στη Ζωή. Για το τριαμισάρι στην παραπλεύρως πολυκατοικία. Κάνει μεγάλη διαφορά το τριαμισάρι από το τριάρι. Προαιρετικά. Το παράθυρο στο δωμάτιό της να βλέπει το απέναντι παράθυρο. Το παράθυρο στον παιδικό σταθμό έβλεπε τοίχο. Από το Δημοτικό και μέχρι το λύκειο τα παράθυρα έβλεπαν σε άλλα παράθυρα με κάγκελα. Και οι φυλακές έχουν κάγκελα. Άσχετο. Κάθε δεκαπέντε μέρες έμπαιναν στην κάρτα της εκατό πενήντα ευρώ. Τα υπόλοιπα τα έπαιρνε αυτόματα η τράπεζα για τις δόσεις του δανείου. Δώρα και επιδόματα κοπήκαν. Πούλησε το αυτοκίνητό της. Που ήταν μπλε. Όχι τυχαία. Ψάχνοντας κάθε μέρα να παρκάρει μάζεψε χιλιόμετρα. Πήγαινε όμως στη θάλασσα, τα Σάββατα, δίπλα στα βράχια. Να θυμάται τα όνειρα που έκανε μικρή. Είχε μια λίστα με όνειρα και ήδη τα έσβηνε. Και δεν μπορούσε να βάλει ένα καινούργιο. Μίζερος μισθός και οι άλλοι να τη λένε παρτάκια και βολεμένη. Και να μην τη βγάζει καμιά θάλασσα από αυτή τη μιζέρια.
«Μοναξιά μου όλα μοναξιά μου τίποτα!» σιγοτραγούδησε η Ζωή. Κοίταζε έξω. Το βλέμμα της χτύπησε άσφαλτο. Γιατί δεν καταφέρνει να ζήσει αλλιώς; Γιατί δεν σταματούσε τις ίδιες μαλακίες; Έχεις επιλογή, έλεγαν οι άλλοι. Ποια επιλογή; Ποιο αύριο; Κάθε μέρα θα πάει στη δουλειά. Κάθε απόγευμα θα γυρίσει. Κάθε Παρασκευή θα ξεκλειδώσει την πόρτα της κι ύστερα θα είναι Δευτέρα.
«Να παντρευτείς!» είπε η διπλανή της. Ξαφνιασμένη η Ζωή έστρεψε το κεφάλι της προς εκείνη. «Στην κόρη μου το λέω, πρέπει να γίνει μάνα. Έχω καριέρα, σου λέει. Κάνε ένα παιδί, θα στο μεγαλώσω της λέω. Πέρυσι πήγε διακοπές σε νησί. Έφερε έναν! Στα χρόνια μου ο άντρας είχε τρίχα στο πόδι. Αυτός βολεύτηκε στο σπίτι μου μέχρι το Πάσχα και μετά έφυγε για το νησί. Ξέρω τι νησί είναι! Βλέπω, στις ειδήσεις του SΤΑΡ. Τον διώξαμε. Η κόρη μου ήταν έγκυος, αλλά το έριξε. Έπρεπε. Με άκουσε», είπε κοιτώντας τη Ζωή.
Η Ζωή έπαιζε στα δάχτυλά της ένα από τα λουλούδια. Αμήχανη από τα τελευταία λόγια της γυναίκας πλάι της. Όλα τα θηλυκά στη φύση συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο; Ζευγαρώνουν για να διαιωνίσουν το είδος τους; αναρωτήθηκε η Ζωή. Οι γυναίκες ψάχνουν τον Τζον-Τζον. Περιμένουν να τους σερβίρουν ένα βασιλόπουλο. Αλλά τα κορμιά τους υγραίνονται, δεν αντέχουν τη μοναξιά. Και τότε τρώνε τα μούτρα τους, τον ερωτεύονται του θανατά. Σάββατο πρωί ξυπνάνε μαζί, κάνουν σεξ, πίνουν καφέ, λένε να πάνε σινεμά. Σάββατο βράδυ αυτός εξαφανίζεται. Μπορεί να έπαθε ανακοπή την ώρα που οδηγούσε, σκέφτηκε η Ζωή.
«Όλες μικρές φαίνονται τώρα», ξανάρχισε απτόητη η διπλανή της Ζωής προς πάσα κατεύθυνση. «Κάνουν ενέσεις, θεραπείες. Μένουν νηστικές. Κατάθλιψη κάθε τόσο. Πεταμένα λεφτά στους ψυχίατρους». Η Ζωή θυμήθηκε το δικό της ψυχαναλυτή. Ψηλός και αδύνατος, με φαλάκρα, να κοιτάζει συνεχώς το ρολόι του. Η μάνα της επέμενε να κάνει ανάλυση μιας και η ίδια ούτε της έλεγε ούτε τη ρωτούσε. Ο αναλυτής-ομοιοπαθητικός απεφάνθη: «Θα λάβει το φάρμακο Horse Aeskoulous. Διότι έχει την εξής ψυχοδιανοητική εικόνα: «Ευερέθιστη, δυσκολία συγκέντρωσης, αδυνατεί να κρατήσει σταθερή την προσοχή της. Διανοητική σύγχυση όταν ξυπνά. Επιχειρεί να δραπετεύσει από το παράθυρο. Πικρόχολη, νευριασμένη, κακοδιάθετη. Απελπισία, κατήφεια όταν ζεσταίνεται. Σκέψεις οξείς, σαν πυροβολισμός εμφανίζονται και το στομάχι και ολόκληρο το γαστρεντερικό επηρεάζονται. Χειροτερεύει με τις ξινές γεύσεις. Επιθυμεί αγγούρια. Έχει αίσθηση εσωτερικής πληρότητας και εξωτερικής βαρύτητας».
«Εγώ έχω γιό», άρχισε μία όρθια που στήριζε τα χέρια της στις πλάτες δύο καθισμάτων. Οι όρθιοι συνήθως κουράζονται, περισσότερο αυτοί που κρέμονται από τις λαβές, σκέφτηκε η Ζωή. Στράφηκε στη γυναίκα που μίλησε. Χοντρούλα, με ένα εκρού φόρεμα σε γραμμή φάκελος. Ακριβό. Η γυναίκα συνέχισε «Γύρισε από το Λονδίνο. Ανέλαβε το γραφείο του πατέρα του. Τη σέβεται τη γυναίκα. Έτσι τον μεγάλωσα. Γνώρισε την Παντία. Αυτή θα τέλειωνε τη Νοσηλευτική, θα του αφοσιωνόταν. Ο γιος μου έχει μεζονέτα ρετιρέ. Έφεραν με φορτηγό τα έπιπλά της. Ο γιος μου να κουβαλάει με τους εργάτες κι αυτή να μου κάθεται στη βεράντα μας και να μιλάει στο κινητό με τη μάνα της. Η Παντία, όλη νύχτα στο facebook. Της κάνω παρατηρήσεις. Αντιμιλά. Ο γιος μου τη σέβεται τη γυναίκα, αλλά κατάλαβε. Ήρθε το φορτηγό και την ξεφορτωθήκαμε».
«Πως το είπες αυτό φέιζ;» έδειξε περιέργεια η διπλανή της Ζωής.
Η Ζωή σχεδόν υποχρεωτικά παρακολουθούσε τη διπλανή της να βγάζει από την τσάντα της ένα Nokia με κεραία! Φανταζόταν τις επαφές της γυναίκας αυτής: Πάτερ τάδε, πάτερ δείνα, μοναστήρια, νεκροταφείο, ΚΤΕΛ. Φανταζόταν το προφίλ αυτής της γυναίκας. Φωτογραφία; Κοινωνική κριτική; Μέρη που έχετε ζήσει; Σχέση; Μια καμπάνα χτυπούσε απαλά και ρυθμικά. Η Ζωή είδε πάνω στο παράθυρο αραιές σταγόνες κι ανάμεσά τους το εκκλησάκι στο προαύλιο του νοσοκομείου «Αγλαΐα Κυριακού». Εφημερεύει αναβόσβηνε η φωτεινή ταμπέλα. Ένα ασθενοφόρο έβγαινε, γυναίκες με τα παιδιά τους αγκαλιά μπαινόβγαιναν. Το λεωφορείο έκανε στάση και οι περισσότεροι κατέβηκαν. Χωράνε τόσοι άνθρωποι σε ένα λεωφορείο; αναρωτήθηκε η Ζωή, ενώ έστρεψε το κεφάλι της δεξιά. Ο θόλος του Νεκροτομείου Αθηνών γυάλιζε πίσω από τα ψηλά δέντρα σε μια αναλαμπή του ήλιου που μόλις ξαναφάνηκε. Μια νεκροφόρα έβγαινε. Ακολουθούσε άλλη μία κι από πίσω της άλλη. Οι τρεις γυναίκες είχαν γυρίσει τα κεφάλια τους προς τα εκεί. Η Ζωή είδε τα χείλη και τις παλάμες τους να σφίγγουν. Είδε και ένα χέρι που πιάστηκε στη λαβή. Τα χείλη των γυναικών σφραγισμένα και τις παλάμες τους να κλείνουν τώρα απάνω στα γόνατα. Οι κόρες των ματιών τους να γυρίζουν μια δεξιά μια αριστερά, να αλλάζουν και ματιές αποφεύγοντας το κοίταγμα μεταξύ τους. Έβγαζαν και ψιθύρους. Όταν για μια στιγμή ενώθηκαν τα βλέμματά τους οι βολβοί τους έμοιασαν γυαλιά που πέφτουν και θρυμματίζονται.
Κάποιοι σπρώχνονταν προς την πόρτα. Σχεδόν άδειο το λεωφορείο κι αυτοί να σπρώχνονται. Απέναντι αριστερά κάθισε μια γυναίκα με ένα κοριτσάκι στα πόδια της. Γερμένο στο στήθος της γυναίκας είπε «η Σταχτοπούτα θα παντρευτεί τον πρίγκιπα. Εγώ, δεν παντρεύομαι μαζί του. Θα κάνω ότι μου αρέσει. Δεν θέλω άλλα παραμύθια, δώσε μου το κινητό σου να παίξω».
«Κυρίες μου!» ακούστηκε ξαφνικά ένας άντρας που καθόταν στη γαλαρία και σηκώθηκε. Οι τρεις γυναίκες γύρισαν τα κεφάλια προς το μέρος του. «Πολλά είπατε, αλλά δεν άκουσα τίποτα για αγάπη. Λογικές σκέψεις και συμφέρον. Ξεκούμπωσε στο πουκάμισό του το πάνω κουμπί. Γκρίζαραν τα μαλλιά μου μαζί με τη γυναίκα μου. Και με πίκρα και με πληρωμή και με μάζεμα. Την ίδια βόλτα πάμε κάθε Κυριακή στη θάλασσα».
«Είσαι τυχερός!» του είπαν με μια φωνή και οι τρεις.
Η γυναίκα με τον κότσο γύρισε και απλώνοντας το χέρι της έδωσε στη Ζωή ένα τετρασέλιδο. Στην πρώτη σελίδα, με κόκκινα κεφαλαία γράμματα ο τίτλος: «ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ». Στο τέλος ξανάπλωσε το χέρι της «Ό, τι προαιρείσαι», της είπε.
«Στυλούς. Κανείς δε γράφει πια!» ακούστηκε πίσω τους.
Οι σφιγμένες παλάμες των τριών γυναικών χαλάρωσαν. Τα δάχτυλα τους άνοιξαν τις τσάντες τους. Πορτοφόλια βγήκαν. Χωρίς φερμουάρ, με εκείνα τα παλιομοδίτικα μεταλλικά κουμπώματα με τη μορφή από κεφάλια ζώων. Λιοντάρια επάργυρα με ξεφτισμένη την μπογιά. Έδωσαν από ένα ευρώ στον άντρα. Δεν πήραν τα στυλό. Η γυναίκα δίπλα στη Ζωή αναστέναξε βγάζοντας μια φωτογραφία. Ασπρόμαυρη. Έδειχνε εκείνη νέα, τον άντρα της και το παιδί τους. Οι πόρτες του λεωφορείου μόλις άνοιξαν. Η Ζωή σηκώθηκε βιαστικά.
«Μοναξιά μου όλα μοναξιά μου τίποτα / μη μ’ αφήνεις τώρα που είναι όλα πιο δύσκολα!» έβγαλε το ακουστικό βάζοντας το κινητό στην τσέπη της. Η διπλανή της έκανε να την πιάσει από το χέρι.
«Έχει κι άλλες στάσεις μέχρι το νεκροταφείο», την τραβούσε μαλακά.
«Κατεβαίνω».
«Και τα λουλούδια;» την άκουσε να ρωτάει πριν δρασκελίσει την πόρτα.
«Γάμος».
Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα τελείωνε το παραμύθι στο κοριτσάκι λέγοντας ότι η Σταχτοπούτα κι ο πρίγκιπας έζησαν για πολλά πολλά χρόνια ευτυχισμένοι».
«Λες αυτό, αλλά μετά δεν είναι αλήθεια» είπε το κοριτσάκι, κοιτώντας κατάματα τη Ζωή.