Μια γάτα, μάλλον γριά, μου χτυπάει το τζάμι κάθε φορά που ακούω Παπάζογλου. Κάθε φορά που προσπαθώ τουλάχιστον ν΄ακούσω. Γιατί η σύνδεση δεν έχει ποτέ τα κέφια της και το λαπτοπ έχει πεθάνει μα δεν το ξέρει. Εντάξει, κάποιες φορές απλώς τυχαίνει να περνάει από το μπαλκόνι μου, τυχαίνει να έχω ανοιχτό το πατζούρι-αυτό πραγματικά είναι θέμα τύχης-και τυχαίνει να συναντηθούν τα βλέμματά μας. Ποτέ δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω με τα ζωντανά. Σήμερα είχε ζέστη και επειδή ο ανεμιστήρας έκανε θόρυβο, πράγμα που δυσκόλευε την α λα youtube ακρόαση, η μπαλκονόπορτα ήταν μια κάποια λύση. Μαζί με το μεσημεριανό φως, τη σκόνη, κάτι survivor κουνούπια και μια βαριά αίσθηση καλοκαιρινής δυστυχίας, μπήκε και η φίλη της μαμάς μου. Η γριά που λέγαμε. Το ζωντανό δεν έχει όνομα. Είναι η γάτα της Μίκας. Η Μίκα τής πετάει από το μπαλκόνι του πρώτου άνοστο κοτόπουλο, καμένους κολοκυθοκεφτέδες και πολλά μακαρόνια, και εκείνη καμαρώνει δεινή ακροβάτισσα στο ψηλό κολονάκι του ισογείου με το κεφάλι ψηλά περιμένοντας έναν καλό λόγο. Γιατί πολλές φορές, μιλάνε κιόλας. Εμείς δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις και ειλικρινά απόρησα από την πρωινή της επίσκεψη. Της έδειξα απαλά το δρόμο της εξόδου, έκλεισα την μπαλκονόπορτα με την ελπίδα να μη θεώρησε την υποδοχή μου αγενή. Γέμισα ένα πήλινο με νερό, κάπου είχα διαβάσει ότι το καλοκαίρι διψάνε και τα αδέσποτα, βρήκα και κάτι κουλουράκια. Ήταν κολλημένη στο τζάμι και με περίμενε. Κάθισα μαζί της και της εξήγησα ότι τα κουλουράκια είναι νόστιμα, τα έφερε το παιδί από το Mikel μαζί με τον καφέ, να τα φας εγώ δεν θέλω, κάνω κάτι σαν δίαιτα. Άνοιγε το στόμα, όχι για τα μπισκότα. Άνοιγε το στόμα μα δεν έβγαινε φωνή. Νιαούρισμα στο mute. Σκέφτηκα ότι έχει πραγματικά γεράσει ή ότι υποφέρει από κάποια αρρώστια. Αυτή προχτές δεν σταμάταγε. Έσκυψα κοντά της και της είπα ότι είναι γριούλα. Πήγα να κλάψω. Φαντάστηκα ότι όπως όλες οι γριές, θα θέλει παρέα. Μαζί μπήκαμε στο γραφείο, μαζί ακούσαμε το «ο μοναχός ο άνθρωπος». Τη χάιδεψα πρώτη φορά και θυμήθηκα ότι οι άνθρωποι για να επιβιώσουν θέλουν τέσσερις αγκαλιές τη μέρα. Για να αναπτυχθούν, δεν το συζητάμε. Τουλάχιστον δώδεκα. Μετά επειδή δεν ήξερα τι να την κάνω, την οδήγησα και πάλι έξω. Μικρή είχα ένα παπαγάλο, με τον οποίο τα πήγαινα τόσο καλά που θεώρησα καθήκον μου να τον αφήνω να βγει από το κλουβί, και πολλά άτυχα χρυσόψαρα τα οποία αγόραζα από το πανηγύρι ήδη στα τελευταία τους. Έτσι τουλάχιστον έλεγε ο μπαμπάς για να δικαιολογήσει τον πρόωρο χαμό τους απαλλάσσοντας με από τις παιδικές μου τύψεις ότι «Εγώ, εγώ τα σκότωσα! Τους έβαλα παραπάνω τροφή». Αν ήταν έτσι, τουλάχιστον πήγαν χορτασμένα. Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτή η βλακεία που μόλις έγραψα. Ξέρω ότι μια 68χρονη Ρωσίδα τα τελευταία δώδεκα χρόνια πριόνιζε ανθρώπους και μετά τους έτρωγε και από πάνω. «Γιαγιά κανίβαλος» ο τίτλος του άρθρου που εμφανιζόταν στις ενημερώσεις του facebook εν μέσω φωτογραφιών φίλων οι οποίοι πάσχιζαν να αποδείξουν ότι οι καλοκαιρινές διακοπές είναι το τελειότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί. Έκανα κλικ στο λινκ. Είδα μια αδύνατη γριά, με πορτοκαλί αραιωμένα στο πάνω μέρος μαλλιά, να χαμογελά με την ψυχή της. «Δώδεκα χρόνια προετοιμαζόμουν γι’ αυτή την ημέρα» φαίνεται να είπε στον δικαστή ο οποίος και διέταξε την προσωρινή της κράτηση. Τον χειροκρότησε κιόλας για τη σωστή του κρίση, σύμφωνα με την έγκυρη πηγή. Αμέσως σκέφτηκα «Τι καλά που δεν ήταν γειτόνισσά μου», μετά «Γιατί μήπως τις ξέρω τις γειτόνισσές μου;» λίγο αργότερα μπορεί και ταυτόχρονα, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αν φτάσω στην ηλικία της, στις δημόσιες εμφανίσεις μου θα φοράω τουρμπάνι-οι φωτογραφίες καθόλου δεν την κολάκευαν για να καταλήξω στην ευχάριστη πλην φρικιαστική διαπίστωση ότι φέτος δεν είχαμε ούτε ποντίκια ούτε κατσαρίδες.
Έτρεξα στο ισόγειο μπαλκόνι μου κάνοντας ηλίθια νιάου μήπως και εμφανιστεί η φίλη της Μίκας. Είδα ότι τα μπισκότα μάλλον δεν ήταν του γούστου της και όταν πια ανταποκρίθηκε στη μίμησή μου, αποφάσισα πως ό,τι κι αν έχει κάνει στη ζωή της, δικαιούται ένα κανονικό γεύμα. Πήρα τα μπιφτέκια της γιαγιάς από το μεσημέρι, τα ακούμπησα κάτω μόνο αφού της είπα «να είσαι καλή γιατί α» με ύφος δασκάλας τρίτης δημοτικού. Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσα με το «καλή». Να μην κυνηγάς, πνίγεις, σκοτώνεις, καταπίνεις άλλα ζωάκια, μωρή φόνισσα; Ή keep up the good work μέχρι οι δυνάμεις σου να σ’ εγκαταλείψουν κι εγώ θα σε ταΐζω, υπόσχομαι υπόσχομαι. Τα έφαγε πιο γρήγορα και από τον αδερφό μου που πιάνει τρελές ταχύτητες στο μασούλημα. «Δεν θέλω να ξέρω τι άλλο έχεις μέσα στην κοιλιά σου» τη μάλωσα αντί για καληνύχτα. Έκλεισα όλα μου τα παράθυρα, άνοιξα το αιρκοντισιόν, παρέλειψα τις προετοιμασίες του ύπνου για αυτονόητους νυσταλέους λόγους, και ονειρεύτηκα. Ότι με σκότωνε η φίλη της μαμάς φωνάζοντάς μου «οι γάτες δεν τρώνε γλυκά, ήθελες να πεθάνω ε;». Παραξενεύτηκα που είχε ξαναβρεί τη φωνή της, ξύπνησα, μάζεψα τα μπισκοτένια κομμάτια από το μπαλκόνι και ανακουφίστηκα που δεν έγινα δολοφόνος εξ αμελείας. Ορκίζομαι ότι άκουσα ένα ακαταλαβίστικο γιουχάισμα από τις φυλακές του Πέτερσμπουργκ.