Στα Μεξικάνικα, Sicario σημαίνει εκτελεστής, μάς ενημερώνει ο Denis Villeneuve με έναν μεσότιτλο πριν αρχίσει η ταινία του. Χρειάζεται να φτάσεις αρκετά βαθιά στο πυκνογραμμένο και μεστό σενάριο του πρωτάρη Taylor Sheridan για να καταλάβεις ποιος ακριβώς είναι αυτός ο εκτελεστής, αλλά η ακόμα πιο κρυπτική εξήγηση που παρέχεται στον ίδιο μεσότιτλο, ότι η λέξη προέρχεται απ’ τους ζηλωτές που εκτελούσαν τους Ρωμαίους όταν προσπαθούσαν να μπουν στα Ιεροσόλυμα, βοηθάει λίγο μέχρι να φτάσεις εκεί. Το Sicario, άλλωστε, μιλάει για εισβολείς. Μια ομάδα Μεξικανών ναρκεμπόρων που εισβάλουν στη νομιμότητα των νοτιοδυτικών αμερικανικών συνόρων κατ’ αρχήν. Και μια ομάδα ειδικών Αμερικανών πρακτόρων, που εισβάλουν πίσω για αντίποινα, στη συνέχεια. Και στη μέση, η ιδεαλίστρια ειδική πράκτορας του FBI, που υποδύεται η Emily Blunt.
Η Blunt είναι στο επίκεντρο της ταινίας από την αρχή της, ως επικεφαλής μιας ομάδας κρούσης που αναλαμβάνει να εισβάλει στο κρησφύγετο υπόπτων για απαγωγή, και ο Villeneuve επιτάσσει την προσοχή με το καλησπέρα σας, αρπάζοντας τον θεατή απ’ τα μούτρα και σέρνοντάς τον σε μια πεντάλεπτη εναρκτήρια σεκάνς που, πέρα απ’ το να ξυπνήσει όλες τις Κάνες στη σημερινή δημοσιογραφική προβολή της ταινίας με την έντασή της, σα να κλώτσησε και λίγο την κορώνα του Michael Mann απ’ το κεφάλι του, με τη γοητεία της ποιητικής λεπτομέρειας στην εκτέλεσή της. Η εναρκτήρια σκηνή του όμως, είναι η πρώτη απ’ τις πολλές που κάνουν αυτήν την ταινία μια καθ’ όλα συναρπαστική εμπειρία, που όχι απλώς χορταίνει την όρεξη και του πιο πεινασμένου για crime movie θεατή, αλλά δείχνει ότι, λίγο πριν περάσει πίσω απ’ τις κάμερες για το sequel του Blade Runner, ο σπουδαίος Καναδός είναι στ’ αλήθεια έτοιμος να ανεβάσει το σινεμά του στο επόμενο level.
Έχοντας παχιά και ζουμερή αστυνομική πλοκή στα χέρια του, ο Villeneuve, ένας κατεξοχήν ατμοσφαιρικός σκηνοθέτης με ιδιαίτερη έφεση στο εσωτερικό συγκρουσιακό τοπίο, παντρεύει την αγάπη του για το αργό χτίσιμο των σκηνών και την άνεσή του στη διαχείριση των σιωπών, με ένα σενάριο γεμάτο ένταση και δράση όχι μονάχα απ’ αυτήν που χρειάζεται πυροβολισμούς και τρακατρούκες για να σε ξυπνήσει (έχει κι απ’ αυτά κι ο Villeneuve τα χειρίζεται εξωπραγματικά καλά), αλλά κι από εκείνη που διαδραματίζεται στα βλέμματα των χαρακτήρων, στις εκκωφαντικές σιωπές και τις ηθικές μονομαχίες τους. Με τον πόλεμο των καρτέλ να μαίνεται μόλις λίγα μέτρα απ’ την νότια πλευρά των συνόρων της Αμερικής με το Μεξικό, το διακύβευμα της ταινίας δεν είναι απλά μια υπόθεση διακίνησης απαγορευμένων ουσιών, όπως νομίζει αρχικά η ηρωίδα της Βlunt. Είναι ολόκληρο το μέλλον ενός πολέμου που η Αμερική φαίνεται να αδυνατεί να κερδίσει –με ορθόδοξο τρόπο, τουλάχιστον–, αλλά είναι διατεθειμένη να κάνει ότι χρειαστεί για να τον χειραγωγήσει.
Σαν η κουλτούρα του War on Terror να έχει ταξιδέψει απ’ το Ιράκ στο Μεξικό και τους πολέμους των καρτέλ, το σύμπαν του Sicario οριοθετείται από μια σειρά τουλάχιστον ανησυχητικών παραλληλισμών με πραγματικά περιστατικά (τις πρόσφατες λυσσαλέες μονομαχίες των καρτέλ της κοκαΐνης στο Juarez του Μεξικό), που ακολούθησαν την πτώση της αυτοκρατορίας της οικογένειας Medellin σε όλη την αμερικανική ήπειρο μέχρι τις αρχές των ‘90s), τα οποία συνθέτουν έναν καινούριο εφιαλτικό γεωπολιτικό χάρτη, όταν παντρεύονται με την παραδοσιακή παρεμβατική τακτική των ΗΠΑ σε χώρες εντός κι εκτός της επιρροής της. Το σενάριο του Taylor Sheridan μας βυθίζει μεθοδικά, κρυπτικά, και με εξαιρετική αίσθηση του πότε να ξεδιπλώσει τα χαρτιά, σε έναν παρανοϊκό κόσμο φτιαγμένο για λύκους όπως αυτόν που ενσαρκώνει ο Benicio del Toro σε μια ερμηνεία που φωνάζει οσκαρικό δυναμικό, και για ύαινες όπως αυτήν του Josh Brolin, που στέλνει ανατριχίλες στη σπονδυλική σου στήλη κάθε που μοστράρει αυτό το γυάλινο, παγερό χαμόγελό του.
Με τον πόλεμο των καρτέλ να μαίνεται μόλις λίγα μέτρα απ’ την νότια πλευρά των συνόρων της Αμερικής με το Μεξικό, το διακύβευμα της ταινίας δεν είναι απλά μια υπόθεση διακίνησης απαγορευμένων ουσιών. Είναι ολόκληρο το μέλλον ενός πολέμου που η Αμερική φαίνεται να αδυνατεί να κερδίσει.
Με τον Roger Deakins να δίνει για άλλη μια φορά μαθήματα φωτογραφίας πίσω από την κάμερα, ο Dennis Villeneuve καθρεφτίζει τα εφιαλτικά τοπία του νοτιοδυτικού αμερικανικού συνόρου στις νιχιλιστικές ερήμους των αντιηρώων του, ένα μάτσο ανθρώπων που νιώθουν ιδιαίτερα οικεία στην κόλαση του Juarez. Μιας πόλης όπου στα παιδικά γήπεδα, αντί για τα χειροκροτήματα των γονιών ακούγονται οι πυροβολισμοί των όπλων τους, όπου το θέαμα δεκάδων πάνοπλων περιπολικών να τρέχουν ουρλιάζοντας στους δρόμους είναι κομμάτι της καθημερινότητας, και τα διαμελισμένα πτώματα που κρέμονται απ’ τις γέφυρες είναι ο μόνιμος διάκοσμος των γειτονιών. Οι αντιήρωες του Villeneuve όμως είναι κι ένα μάτσο ανθρώπων με την απόλυτη βεβαιότητα ότι ο μόνος τρόπος να πάψει να υπάρχει αυτή η κόλαση, είναι να αντικατασταθεί με μια άλλη. Γιατί αυτή θα είναι μια κόλαση που θα μπορούν να ελέγξουν.
Μόνος ανατρεπτικός παράγοντας σ’ αυτόν τον αμοραλιστικό εξαγνισμό των μέσων για χάρη ενός αμφισβητήσιμου σκοπού, είναι ο χαρακτήρας της Emily Blunt, η οποία βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στην ταινία του Villeneuve μόνο και μόνο χάρη στην άρνηση του σκηνοθέτη να αντικαταστήσει τον γυναικείο ρόλο με έναν αντρικό. Κι αυτό όχι λόγω καμιάς φεμινιστικής έξαρσης του σκηνοθέτη, αλλά γιατί ακριβώς αυτή η θηλυκή φύση του ρόλου θα τού προσέδιδε έναν βαθμό αδυναμίας αρκετά ρεαλιστικό, ώστε να μπορεί οδηγήσει την ταινία του στο μηδενιστικό της αποτέλεσμα: ο χαρακτήρας Blunt της μπορεί να είναι η φωνή της συνείδησης όλης της ταινίας, όμως ο Villeneuve δεν έχει αυταπάτες για το ποιος κερδίζει στη διαμάχη ηθικής-ανηθικότητας. Όπως δεν έχει αυταπάτες κι η ηρωίδα του, για το μέχρι πού μπορεί να την φτάσει ο ιδεαλισμός της.
Η Popaganda διακρίνει αποχρώσεις των Όσκαρ στις Κάνες, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines